Παιδικό θέατρο για όλους
του Σάββα Πατσαλίδη Παρ’ όλη την πληθώρα παραστάσεων για παιδικό και νεανικό κοινό, οι κριτικές που τους αφιερώνονται είναι ελάχιστες. Και ο λόγος είναι απλός. Οι περισσότεροι κριτικοί δεν πατάνε το πόδι τους να δουν τι γίνεται, γιατί θεωρούν πως εκεί δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις αρχές και τα κριτήρια που γνωρίζουν περί καλού και […]
του Σάββα Πατσαλίδη
Παρ’ όλη την πληθώρα παραστάσεων για παιδικό και νεανικό κοινό, οι κριτικές που τους αφιερώνονται είναι ελάχιστες. Και ο λόγος είναι απλός. Οι περισσότεροι κριτικοί δεν πατάνε το πόδι τους να δουν τι γίνεται, γιατί θεωρούν πως εκεί δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις αρχές και τα κριτήρια που γνωρίζουν περί καλού και κακού θεάτρου.
Επικίνδυνοι «υπηρέτες»
Μέγα λάθος βεβαίως, γιατί δεν υπάρχει πληρέστερο και πιο απαιτητικό είδος από αυτό. Και ως τέτοιο θα ‘πρεπε πρωτίστως η κριτική να το προστατεύει από τους τυχάρπαστους και ανενημέρωτους «υπηρέτες» του, οι οποίοι μπαίνουν στον χώρο όχι γιατί ίδρωσε τ’ αφτί τους, αλλά γιατί ξέρουν ότι θα κάνουν (το πιθανότερο) ταμείο. Ξέρουν ότι οι γονείς κυριολεκτικά γκρεμοτσακίζονται για να πάνε τα παιδιά τους να δουν θέατρο, και σε αυτό ποντάρουν.
Έτσι, τσάτρα πάτρα ετοιμάζουν ό,τι προκύψει και το πλασάρουν ως τέχνη (και μάλιστα παιδευτική), ενώ στην ουσία θα έπρεπε να “τιμωρούνται” με βαρύτατο πρόστιμο, με την κατηγορία ότι στρεβλώνουν το ποιοτικό αισθητήριο παιδιών και νέων. Εκείνο που δεν θέλουν να καταλάβουν όλοι αυτοί είναι ότι, από το παιδικό και νεανικό θέατρο αρχίζει να μεγαλώνει το δέντρο. Δεν είναι τυχαίο που στη Ρωσία για παράδειγμα, το θέατρο αυτό είναι υπόθεση πολύ πιο σοβαρή από ό,τι για μεγάλους. Ενδεικτικό είναι ότι επιτρέπεται να παίζουν σε αυτό μόνο αναγνωρισμένα, πρωτοκλασάτα ονόματα, ώστε να ορίζουν και τον ποιοτικό πήχη. Βέβαια, εδώ υπάρχει και η μεγάλη παράδοση που χρονολογείται από το 17ο αιώνα.
Τα εν οίκω
Στον τόπο μας οι πρώτοι που ασχολήθηκαν σοβαρά και συστηματικά με το θέατρο για παιδιά και νέους είναι ο Ποταμίτης στο “Θέατρο Έρευνας”, αρχές της δεκαετίας του 1980, και κατόπιν η Ξένια Καλογεροπούλου στο θέατρο “Πόρτα”, η οποία πραγματικά άλλαξε το τοπίο, ανεβάζοντας τον πήχη πολύ ψηλά, σε σημείο να βλέπεις σήμερα, σε όλες τις παραστάσεις της, να πρωταγωνιστούν τα πιο γνωστά και υποσχόμενα ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Κάτι σημαίνει αυτό.
Όσο για τη Θεσσαλονίκη, ναι μεν υπάρχει, ποσοτικά, σχετικά πλούσια προσφορά, όμως συνήθως δεν έχει κάτι που να κάνει τη μεγάλη διαφορά προς τα πάνω. Από το σύνολο αυτών που βλέπουμε ξεχωρίζει η σταθερή πορεία του “Νέου Θεάτρου” που μπορεί να μην ξαφνιάζει με τις αισθητικές επιλογές του, όμως έχει μια ποιότητα που δεν προσβάλλει τη νοημοσύνη παιδιών και νέων. Στο παιχνίδι είναι πάντα, βεβαίως, και το ΚΘΒΕ που συνήθως έχει κάτι καλό να προτείνει, αλλά, και πάλι, χωρίς ιδιαίτερη φρεσκάδα και ξεπετάγματα. Είναι προφανές πως δεν παρακολουθεί από κοντά τα ρεύματα που έχουν δημιουργηθεί και που άλλαξαν την επικοινωνιακή και ιδεολογική φυσιογνωμία του. Πρόσφατο παράδειγμα, το γνωστό έργο του Ιούλιου Βερν “Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες” (Βασιλικό Θέατρο), σε διασκευή του Χατζηαδαμίδη.
Το έργο
Πρόκειται για την ιστορία του εκκεντρικού και μυστηριώδη Άγγλου Φογκ, ο οποίος, αφού είχε πρώτα υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια ότι μπορεί να γυρίσει τον κόσμο σε 80 ημέρες, στοιχημάτισε όλη του την περιουσία. Νοερά τον ακολουθούμε στις μετακινήσεις του με ατμόπλοιο, αερόστατο, τρένο ακόμα και με ελέφαντα σε έναν κόσμο γεμάτο απρόοπτα, όπου τίποτα δεν είναι αναμενόμενο. Στο τέλος επιστρέφει «νικητής» στην πατρίδα, θέτοντας παράλληλα και το ερώτημα: Τι έχει τελικά μεγαλύτερη αξία το ταξίδι ή ένα στοίχημα τιμής;
Σκηνοθεσία
Το πρώτο μέρος που παίχτηκε πριν από τα Χριστούγεννα δεν έπεισε. Ούτε η ιστορία κατέβηκε στην πλατεία ούτε οι ρυθμοί βρήκαν το βηματισμό τους. Αντίθετα, στο β΄ μέρος που παίζεται τώρα, η σκηνοθέτιδα Τατιάνα Μύρκου βρήκε πιο λειτουργικούς τρόπους να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού. Τοποθέτησε σωστά τους κρίκους, έδεσε πιο στέρεα τα επεισόδια μεταξύ τους και οδήγησε τη δράση προς την έξοδο χωρίς ενοχλητικούς τριγμούς και διαλυτικά χάσματα. Χωρίς να ξαφνιάζουν οι προτεινόμενες λύσεις, τουλάχιστον είχαν και χιούμορ και χρώματα και επικοινωνιακή ενέργεια.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Κατερίνας Παπαγεωργίου ήταν καλά στοχευμένα, ενισχύοντας την αχλή φαντασίας που, ούτως ή άλλως, αναδύεται από τα σπλάχνα του ίδιου του έργου. Η μουσική, που επιμελήθηκε ο Φώτης Σιώτας ζωηρή και “ταξιδιάρικη”.
Ερμηνείες
Νέοι και σχετικά άπειροι οι περισσότεροι ηθοποιοί, ακόμα με κάποια προβλήματα άρθρωσης ορισμένοι από αυτούς, κατάφεραν να συντονιστούν και να δημιουργήσουν ένα δεμένο, κεφάτο σύνολο, σπιντάτο, και δοσμένο. Η σκηνική συμπεριφορά τους έδειχνε άτομα με επαρκή τεχνική κατάρτηση και διάθεση για «τρέλες». Ο Τίμος Παπαδόπουλος έπαιξε συγκροτημένα και αρκούντως «φλεγματικά» το Φογκ, υπό το άγρυπνο βλέμμα του αεικίνητου «υπηρέτη» του Άγγελου Νεράτζη, και του ορεξάτου για περιπέτειες «ντετέκτιβ» Μιχάλη Μιχαλακίδη. Στη θέση τους με το σωστό προσωπείο ο Σαμψαλάκης και ο Σπυρόπουλος, όπως και οι υπόλοιποι: Αβραμάκη, Ανδρέου, Ζαφειριάδης, Κιουρκτσόγλου, Λιάκος, Μακροδημήτρη, Ρέστας, Χρύσα Τουμανίδου, Τσικάρα και Χατζή.
Συμπέρασμα
Μια παράσταση χωρίς κάτι νεωτερικό ή «απρόβλεπτο», αλλά στρωτή, με χιούμορ, χάρη και ρυθμικότητα. Για μικρούς και μεγάλους.
Περισσότερες πληροφορίες για το έργο εδώ