Θεσσαλονίκη

Περάσαμε ένα πρωινό στην Τσάινα Τάουν της Θεσσαλονίκης

Κόκκινα φαναράκια, κινέζικες επιγραφές παντού και πλατιά χαμόγελα από ανθρώπους που ήρθαν για ένα καλύτερο αύριο και μας διηγούνται τις ιστορίες τους

Αντώνιο Παντέλη
περάσαμε-ένα-πρωινό-στην-τσάινα-τάουν-1397232
Αντώνιο Παντέλη

Σχεδόν πίσω από τα Δικαστήρια, στην κάτω πλευρά του ΟΣΕ υπάρχει μια γειτονιά με άρωμα Κίνας.

Είναι πρωί Τετάρτης, το προηγούμενο βράδυ έβρεχε στην πόλη και η Τσάινα Τάουν της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτη λακκούβες με νερά.

Τα φορτηγά ξεφορτώνουν ατελείωτο απόθεμα χριστουγεννιάτικων ειδών καθώς όλα τα μαγαζιά οργανώνουν την προετοιμασία τους.

Η Τσάινα Τάουν της Θεσσαλονίκης είναι η γειτονιά των απόλυτων αντιθέσεων.

Από τη μία, τα παλιά κτίρια της περιοχής που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, με τα ξεθωριασμένα χρώματα και τα σπασμένα παράθυρα· κι από την άλλη, καινούριες, εντυπωσιακές οικοδομές.

Κομμάτι αυτών των δύο κόσμων και οι πολυκατοικίες στις οποίες διαμένουν κατά πλειοψηφία Κινέζοι υπήκοοι που ζουν στη Θεσσαλονίκη.

Σε κάθε δρόμο, οι άνθρωποι χαιρετιούνται με χαμόγελο. Νιώθουν τη γειτονιά σαν σπίτι τους — και είναι.

Οι περισσότεροι έχουν εγκατασταθεί εδώ μόνιμα· κάποιοι ήρθαν πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, άλλοι πιο πρόσφατα. Οι ιστορίες τους μοιάζουν: Όλοι αναζήτησαν ένα καλύτερο αύριο, κυρίως στο οικονομικό κομμάτι και ήρθαν στην Ελλάδα για δουλειά.

Καθώς περπατάς στην περιοχή, συναντάς κόκκινα φαναράκια και γιγάντιες κινέζικες επιγραφές που πρέπει να κοιτάξεις από κάτω για να δεις την μετάφραση στα ελληνικά.

Οι πόρτες των μαγαζιών είναι ανοιχτές και από μέσα ακούγονται συνομιλίες γρήγορες και… “ακαταλαβίστικες”.

Αυτοί που είναι απ’ έξω δεν θα σε σταματήσουν να σου πουν να ψωνίσεις από το μαγαζί τους, απλώς θα χαμηλώσουν το κεφάλι και θα σου χαμογελάσουν.

Η οδός Αισώπου θεωρητικά είναι ο πιο κεντρικός δρόμος της γειτονιάς.

Λίγο πριν τις 11 το πρωί, οι έμποροι κυκλοφορούν με μεγάλες κούτες στα χέρια οι οποίες περιέχουν μέσα ρούχα. Άλλοι πάνω στα μηχανάκια, ανάμεσα στα πόδια τους, έχουν μαύρες σακούλες τυλιγμένες με χαρτοταινία για να μην ανοίξουν και φύγουν όλα τα ρούχα στο βρεγμένο πλακόστρωτο.

Στην άκρη του δρόμου μια κυρία παραλαμβάνει το δέμα της και γυρνάει στο μαγαζί της χαμογελαστή και αρχίζει να τακτοποιεί στις κρεμάστρες τα νέα κομμάτια.

Οι άνθρωποι δεν ανοίγονται εύκολα, άλλοι κοκκινίζουν όταν προσπαθείς να μιλήσεις για κάτι άλλο πέρα από πόσο κοστίζει κάτι και είναι διστακτικοί στο να πουν παραπάνω από δυο κουβέντες.

Πολλοί από αυτούς δεν είναι βέβαια και σε θέση να χειριστούν την ελληνική γλώσσα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλήσεις μαζί τους για κάτι περισσότερο από μια συναλλαγή.

Ανάμεσα στους Κινέζους υπάρχουν και μερικά καταστήματα Ελλήνων.

Σε ένα μαγαζί με κοσμήματα συνομιλούν δύο κυρίες κάνοντας παζάρια για να τα βρουν κάπως στη μέση.

Μια Θεσσαλονικιά και μια Κινέζα διαπραγματεύονται για το πόσο θα πουληθεί ένα ασημένιο κολιέ. Αφού βρίσκουν μια «συμπαθητική» τιμή και για τις δύο, δίνουν τα χέρια και χαμογελάνε.

Η Κινέζα σε σπαστά ελληνικά της λέει “ευχαριστώ” ενώ η Θεσσαλονικιά πωλήτρια της απαντά “μπου κέτσι” που σημαίνει “παρακαλώ”… και κάπως έτσι χωρίζουν οι δρόμοι τους.

Η ζωή στην Τσάινα Τάουν κυλάει με ρυθμό δικό της. Δεν υπάρχει βιασύνη, μόνο μια ήρεμη επαναληπτικότητα. Οι άνθρωποι δουλεύουν αθόρυβα, πίσω από τις βιτρίνες, λες και κάθε μέρα είναι ίδια αλλά και διαφορετική.

Ένα ραδιόφωνο παίζει μια μελωδία στα κινέζικα, ενώ στο διπλανό μαγαζί μια κοπέλα φτιάχνει καφέ σ’ ένα μικρό θερμός και τον μοιράζει στους συναδέλφους της.

Μπαίνω σε ένα μαγαζί με ανταλλακτικά κινητών, ρωτάω στο ταμείο αν μιλάει ελληνικά ο κύριος που εργάζεται και μου απαντά “λίγο”, όπως όλοι σχεδόν.

Αφού του ζητάω να μου περιγράψει την καθημερινότητα του και το πόσο καιρό ζει εδώ, μπερδεύεται και φωνάζει τον γιο του, ο οποίος μοιάζει με 16 χρονών και κυκλοφορεί στο μαγαζί με ένα τάμπλετ – υποθέτω για απογραφή ειδών.

Αφού με πλησιάζει με ένα διστακτικό χαμόγελο συνομιλεί για τρία δευτερόλεπτα με τον μπαμπά του περί τίνος πρόκειται.

«Οι γονείς μου ήρθαν από τη Σαγκάη πριν από δεκαπέντε χρόνια. Το μαγαζί αυτό είναι όλη μας η ζωή.»

Μιλάει άπταιστα ελληνικά, με ελαφριά προφορά που σχεδόν δεν γίνεται αντιληπτή. Του ζητάω να μου περιγράψει τη μέρα του.

«Σχολείο, φροντιστήριο, μετά βοηθάω εδώ. Δεν βγαίνω πολύ. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι Έλληνες, αλλά και αυτοί έχουν μάθει να έρχονται στο μαγαζί — πίνουμε καφέ εδώ μέσα», λέει γελώντας.

Ο πατέρας του μας παρακολουθεί χαμογελώντας, χωρίς να καταλαβαίνει πλήρως τη συζήτηση. Όταν ο γιος του του μεταφράζει τι είπαμε, εκείνος απαντά κάτι στα κινέζικα και ο μικρός μου λέει:

«Λέει ότι η ζωή εδώ είναι καλή, αλλά δύσκολη. Ότι του λείπει η πατρίδα, αλλά εδώ έχει ησυχία».

Βγαίνοντας από το μαγαζί, ο πατέρας μου κάνει ένα νεύμα και λέει “Ξιέ ξιέ”. Του απαντώ “μπου κέτσι” κι εκείνος γελάει — και  αυτή τη φορά καταλαβαίνουμε και οι δύο ο ένας τον άλλον.

Έξω από μια οικοδομή βγαίνει ακόμη ένας Κινέζος κάτοικος τον σταματώ για λίγο και μιλάμε.

«Εμείς ήρθαμε εδώ πρώτη φορά το 2015 για λίγο καιρό και είδαμε πώς είναι τα πράγματα σχεδόν μετά από δύο χρόνια αποφασίσαμε να μετακομίσουμε οριστικά. Έπαιξε μεγάλο ρόλο που όλοι οι Κινέζοι είναι μαζεμένοι σε μια γειτονιά, γιατί έτσι μπορούμε να έχουμε επικοινωνία μεταξύ μας».

Μου εξηγεί πως η ησυχία της περιοχής και η αίσθηση ότι έχουν τη δική τους “γειτονιά μέσα στην πόλη” κάνουν τη ζωή πιο εύκολη και πιο ανθρώπινη.

«Παρόλο που είμαστε σχετικά στο κέντρο, μας αρέσει που έχουμε τη δική μας περιοχή και σχεδόν όλοι γνωριζόμαστε με όλους», προσθέτει.

Σε μια κινέζικη βιοτεχνία ρούχων βρίσκω μια νεαρή Κινέζα που σταματάει για λίγο τη δουλειά της:

«Εγώ είμαι εδώ τρία χρόνια. Μίλησα με ανθρώπους που ήξερα ότι ζουν ήδη εδώ και μου είπαν πως τα πράγματα είναι καλύτερα από ό,τι στη χώρα μας. Έτσι ήρθα και δουλεύω για να ζήσω, αλλά η ζωή είναι ωραία».

Συνεχίζει μιλώντας για την κοινότητα και τη Θεσσαλονίκη:

«Ξέρω ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που περιλαμβάνει ανθρώπους από πολλές χώρες. Εμείς είμαστε τυχεροί που ζούμε έτσι και έχουμε ο ένας τον άλλον. Γνωρίζω την προσφυγική γειτονιά λίγο μακριά από μας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Σκεφτείτε να υπήρχαν και άλλες γειτονιές με ανθρώπους από μια χώρα, Αλβανία, Αφγανιστάν…»

Και, όπως κάθε μετανάστης που παλεύει με μια νέα γλώσσα, παραδέχεται:

«Το μόνο που με δυσκόλεψε ήταν η γλώσσα, αλλά το παλεύω και προσπαθώ κάθε μέρα να την βελτιώσω».

Η αλήθεια είναι πως η γειτονιά μοιάζει λίγο παραμελημένη. Οι δρόμοι είναι σε μέτρια προς κακή κατάσταση και τα μαγαζιά όπως φαίνεται παλιά ήταν αποθήκες, ενώ κάποια άλλα θυμίζουν κοντέινερ.

Παρ’ όλα αυτά είναι μια ωραία και διαφορετική κοινότητα λίγα μέτρα από την «καρδιά» του κέντρου της πόλης.

Με το που πατήσεις το πόδι σου στα γύρω της γειτονιάς νιώθεις μια άλλη αύρα, πως έχεις… μεταφερθεί στην Κίνα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα