Περάσαμε μία μέρα με έναν ταξιτζή στους δρόμους της Θεσσαλονίκης!
Πώς είναι η ζωή πίσω από το τιμόνι - Το κυκλοφοριακό χάος με τα έργα για Fly Over και μετρό - Οι φόβοι τη νύχτα και οι διάφοροι τύποι επιβατών
Εικόνες: Ευθύμης Βλάχος
Οι ταξιτζήδες, ένα από τα πιο παρεξηγημένα επαγγέλματα στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από την πολύωρη αναμονή στις πιάτσες για μια κούρσα, τις περίεργες ιστορίες των επιβατών, αλλά και τη ζωή «στο δρόμο».
Με τον αγαπημένο του σταθμό να παίζει χαμηλά στο ραδιόφωνο, ένας οδηγός ταξί μας «γύρισε» στη Θεσσαλονίκη, για να τη δούμε μέσα από τα δικά του μάτια, μας περιέγραψε τη ζωή πίσω από το τιμόνι και το κυκλοφοριακό χάος που επικρατεί στην πόλη και ζήσαμε μαζί του, λίγη από την καθημερινότητα του στην… τρέλα των δρόμων της Θεσσαλονίκης.
Ο Νίκος, άρχισε να δουλεύει ως οδηγός ταξί λίγο μετά τις δύο καραντίνες του κορονοϊού. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η εστίαση δεν μπορούσε να τον συντηρήσει πια, άρχισε να ψάχνει για μία διαφορετική ενασχόληση με καλύτερες απολαβές: «Δεν είμαι άνθρωπος που ξέρω να κάνω πολλά πράγματα. Στην εστίαση δούλευα μια ζωή, οπότε μου ήταν δύσκολο να βρω κάτι, μέχρι που ένας φίλος μου είπε “Γιατί δεν γίνεσαι οδηγός ταξί;”. Έτσι έβγαλα την ειδική άδεια και ξεκίνησα τις κούρσες με ένα παλιό ταξί».
«Το ταξί είναι θέμα τύχης και εμπειρίας», ήταν από τα πρώτα πράγματα που μας εξήγησε για τη δουλειά:
«Μπορεί να σου σηκώσει ο άλλος το χέρι και να σου πει πήγαινέ με στην Κατερίνη. Μπορεί να δεις άτομο με βαλίτσες και να υποθέσεις ότι πάει αεροδρόμιο ή ΚΤΕΛ και τελικά να κάνεις κούρσα των 5 ευρώ. Την μία μέρα, να έχεις βγάλει στο οχτάωρο τα έξοδα και ένα πολύ καλό μεροκάματο και την επόμενη ημέρα στις ίδιες ώρες να παλεύεις να βγάλεις τα βασικά. Είναι και θέμα εμπειρίας, γιατί πρέπει να μπορείς να αναγνωρίζεις σε ποιο σημείο της πόλης και ποια ώρα έχει δουλειά».
Ξεκινήσαμε τη κοινή διαδρομή μας στις 16:00, όταν ο ήλιος πέφτει και οι δρόμοι της πόλης αρχίζουν αργά αλλά σταδιακά να γεμίζουν, η δεύτερη ώρα αιχμής σε όλο το 24ωρο. Από την πλατεία Αριστοτέλους κατευθυνθήκαμε προς τα δυτικά, πηγαίνοντας απευθείας στο «μέτωπο» που βασανίζει το κυκλοφοριακό της Θεσσαλονίκης τις τελευταίες εβδομάδες, τον Περιφερειακό.
«Τα πράγματα ήταν ήδη δύσκολα και τώρα έχουν αλλάξει ως προς το χειρότερο, με τα έργα για το Flyover. Τώρα που έκλεισαν οι λωρίδες στον Περιφερειακό, η κίνηση έχει γίνει αφόρητη, ειδικά τις ώρες αιχμής, κυρίως δηλαδή όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν και γυρνούν από τη δουλειά τους. Πιο συγκεκριμένα από τις 8:00 το πρωί έως τις 10:00 και μετέπειτα από τις 15:00 το απόγευμα έως τις 18:00. Το δυσκολότερο πλέον είναι να διασχίσεις τη Θεσσαλονίκη αυτές τις ώρες από δυτικά προς ανατολικά».
«To Fly Over κατά τη δική μου άποψη είναι ένα έργο, που μπορεί να μην χρειάζεται στην πόλη. Τόσα χρόνια υποτίθεται ότι το Μετρό θα είναι η λύση. Ας ξεκινήσει τη λειτουργία του το Μετρό, να δούμε τι έχει να προσφέρει, να λυθούν και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει ως προς το κυκλοφοριακό της η Θεσσαλονίκη και μετά να δούμε αν πραγματικά χρειάζεται ένα τέτοιο έργο.
Όλοι οι συνάδελφοι είναι εκνευρισμένοι με το χάος που επικρατεί αυτή την στιγμή. Είμαστε ήδη ταλαιπωρημένοι από ένα έργο, αυτό του Μετρό, που δεν έχει ολοκληρωθεί και ξεκινάει ένα άλλο έργο, το Fly Over, που στην τελική δεν ξέρουμε αν θα λειτουργήσει και αν θα βοηθήσει. Είναι σκέτος παραλογισμός. Οι δρόμοι που έχουν επιβαρυνθεί, που παλαιότερα δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση, είναι η Εγνατία, η Καραμανλή, η Λαγκαδά και στα 2 ρεύματα, η Καρατάσου, η 26ης Οκτωβρίου και η Σταθμού. Η παραλιακή άμα περάσεις τον Λευκό Πύργο είναι “ήρεμη”».
Ο Νίκος εξηγεί ότι ο Περιφερειακός ήταν η λύση για να αποφύγεις την κίνηση του κέντρου: «Έπαιρνα έναν πελάτη από ξενοδοχείο για να τον πάω στο αεροδρόμιο και του έλεγα: “Αν πάμε από τον Περιφερειακό, θέλουμε μισή ώρα, αν πάμε από το κέντρο θέλουμε απροσδιόριστη ώρα”. Συνήθως η διαδρομή γινόταν από τον Περιφερειακό. Σαν απόσταση είναι πιο μακριά αλλά αν δεν θες να έχεις το “σταμάτα – ξεκίνα” του κέντρου, είναι η μόνη επιλογή και δεν πειράζει τον επιβάτη. Πλέον αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Από το νοσοκομείο Παπαγεωργίου και μετά είναι σκέτη «κόλαση» με την κίνηση.
Ένα θετικό για τα ταξί είναι ότι σε κάποιους δρόμους, όπως στη Βασιλίσσης Όλγας και στην Τσιμισκή, η κυκλοφορία γίνεται πιο εύκολα. Υπάρχουν τροχονόμοι, κυρίως το πρωί, που δεν αφήνουν να σταματήσει κανείς, πας «αέρα» και το τελευταίο ρεύμα είναι σαν λεωφορειόδρομος. Ωστόσο, από Δωδεκανήσου και μετά έρχεται το απόλυτο χάος».
Καθώς διασχίζαμε το δυτικό ρεύμα στον Περιφερειακό – παραδόξως με κανονικούς ρυθμούς – ο Νίκος μας ανέλυσε πως «το ταξί είναι είδος πολυτελείας στην Ελλάδα»:
«Όσοι επιλέγουν τα ταξί ή θα έχουν χάσει λεωφορείο, ή θα βιάζονται, ή θα βρέχει και θα έχει κρύο. Ένας επιβάτης, μου έδωσε 14 ευρώ για μία διαδρομή που κόστιζε 7 ευρώ, αντιλήφθηκε την κίνηση που υπήρχε στους δρόμους. Από την άλλη, μια κοπέλα επιβιβάστηκε από Τούμπα και με ρώτησε αν προλαβαίνουμε να είμαστε στα ΚΤΕΛ σε 15 λεπτά, γιατί έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο. Της είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση, διότι ήταν και ώρα αιχμής. Και χωρίς κίνηση βέβαια, αυτή η απόσταση δε θα ήταν εφικτή σε ένα τέταρτο. Αναγκάστηκα να μπω εγώ σε μια διαδικασία να κάνω «ράλι», για να προλάβει η κοπέλα το λεωφορείο της. Ωστόσο, αυτές είναι οι εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι έχουν κατανόηση και γνωρίζουν ότι είτε θα καθυστερήσουν, είτε ότι αυτό που ζητάνε είναι ανέφικτο».
«Η γκρίνια προέρχεται συνήθως από τουρίστες, που θέλουν να πάνε αεροδρόμιο και παραπονιούνται για τις καθυστερήσεις ή ρωτάνε αν υπάρχει κάποια άλλη διαδρομή. Θυμάμαι, σε μία διαδρομή με τρομερή κίνηση προς κέντρο από αεροδρόμιο, ένας τουρίστας είχε βάλει στο GPS του το σημείο προορισμού. Η διαδρομή που του πρότεινε η εφαρμογή στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Καθόταν στην πίσω θέση και είχε σκαρφαλώσει σχεδόν μπροστά και μου έδινε εντολές. Μου είπε να στρίψω από έναν δρόμο, στον οποίο τελικά είχε μποτιλιάρισμα. Με το που είδε την κίνηση, μου λέει «Σταμάτα, είμαι εντάξει εδώ», με πλήρωσε και έφυγε, ενώ δεν είχε φτάσει ούτε καν κοντά στον προορισμό του. Και έμεινα εγώ κολλημένος στο σημείο, χωρίς να μπορώ να κάνω κάποια κούρσα, ενώ δεν ήθελα εξαρχής να κάνω τη συγκεκριμένη διαδρομή».
Τα διπλοπαρκαρισμένα είναι ένας από τους «καρκίνους» του κυκλοφοριακού στη Θεσσαλονίκη, όπως μας εξηγεί ο Νίκος:
«Έχω πάρει επιβάτες που μένουν στην Κασσάνδρου και μου έχουν πει ότι δεν έχουν δει ούτε μια φορά αστυνόμευση για τα διπλοπαρκαρισμένα. Το ίδιο και στην Μητροπόλεως. Αυτοί οι δύο δρόμοι είναι οι χειρότεροι σε ό, τι αφορά το διπλοπαρκάρισμα. Η Εγνατία παλαιότερα ήταν η «ιερή αγελάδα», κανείς δεν πάρκαρε εκεί. Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η αριστερή λωρίδα είναι γεμάτη με παρκαρισμένα και ειδικά τα βράδια».
Βραδινή βάρδια, απομακρυσμένες, κακόφημες περιοχές και ασυνήθιστοι πελάτες, που κάθονται στη μπροστινή θέση.
«Υπάρχει έντονος φόβος, ειδικά στην αρχή που υπάρχει απειρία. Μία περιοχή που θεωρείται “απαγορευμένη” για την πλειοψηφία των οδηγών στη Θεσσαλονίκη είναι ο Δενδροπόταμος. Όταν πρωτοξεκίνησα, δεχόμουν κλήση από εκεί και παραλάμβανα πελάτες κανονικά, έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου. Φυσικά, στις “επικίνδυνες” περιοχές μένουν και άνθρωποι που δεν είναι παραβατικοί. Ωστόσο, υπάρχει μια “σιωπηρή” εντολή μεταξύ των οδηγών ταξί ότι δεν “μπαίνεις” σε τέτοιες περιοχές. Αν πάρεις επιβάτη με προορισμό τον Δενδροπόταμο, λες από την αρχή ότι θα τον αφήσεις ή στα ΚΤΕΛ Μακεδονίας ή στο Μέγαρο της Αστυνομίας και οι περισσότεροι το γνωρίζουν και συμφωνούν. Υπάρχουν και δρόμοι που σε “αγριεύουν” από κάποια ώρα και μετά, όπως είναι η Γιαννιτσών».
«Για εμένα η μπροστινή θέση θα έπρεπε να μην λειτουργεί, αποκλειστικά και μόνο για θέματα ασφαλείας. Επικίνδυνο επίσης είναι να πάρεις πελάτη και να σου πει να πάτε κάπου απόμερα, για παράδειγμα στην Ευκαρπία, χωρίς να πει όμως πού ακριβώς. Είναι πολύ εύκολο έτσι, να σου βγάλουν μαχαίρι και να σε απειλήσουν, ή να σε κλέψουν, έχουμε ακούσει τέτοιες ιστορίες και περιστατικά από συναδέλφους. Μόνο τα εργαλεία της δουλειάς να αρπάξει κάποιος, για παράδειγμα τα κινητά, είναι 400 ευρώ ζημιά. Αν τύχει κάτι “ύποπτο”, δίνεις πληροφορίες σε κάποιον άλλον οδηγό ταξί τηλεφωνικά, αλλά με άνετο τρόπο για να μην καταλάβει κάτι ο πελάτης. Και πάλι όμως, μπορεί ο τύπος με τα μούσια, την κουκούλα και τα μαύρα ρούχα, που φαίνεται “ύποπτος”, να μην είναι και απλά να είσαι εσύ ο καχύποπτος, γιατί έχουν δει τόσα τα μάτια σου και έχουν ακούσει άλλα τόσα τα αυτιά σου. Αλλά αυτή είναι η φύση της δουλειάς».
«Εγώ μεθυσμένους δεν παίρνω», μας δήλωσε κατηγορηματικά ο Νίκος, ενώ αναλύαμε τους κινδύνους της νύχτας:
«Είναι δικαίωμα των οδηγών να αρνηθούν επιβάτη αν είναι μεθυσμένος. Έχω παραλάβει ένα παλικάρι από τη Θέρμη που ήταν “τύφλα” και σε όλη τη διαδρομή μου έλεγε: “Μη φοβάσαι αδερφέ, δε θα τα βγάλω”. Τον τήρησε τον λόγο του και όντως ο τύπος δεν “τα έβγαλε”. Το χειρότερο μου σε ένα ταξί είναι να μυρίζει τσιγάρο και εμετός. Από όταν ξεκίνησα τη δουλειά είπα ότι θα είμαι ο οδηγός που θα ήθελα εγώ να έχω, οπότε προσπαθώ να έχω στο μυαλό μου αυτή την σκέψη και να την τηρώ».
Στις δυσκολίες της δουλειάς συμπεριλαμβάνεται και η καθιστική καθημερινότητα. Το συνεχόμενο «σταμάτα – ξεκίνα», οι πολλές ώρες στην ίδια θέση και τα προβλήματα που εμφανίζονται με τον καιρό:
«Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα στο συγκεκριμένο επάγγελμα και ούτε να αποφύγεις την καθιστική καθημερινότητα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι όπου προλαβαίνεις να βγεις λίγο από το αυτοκίνητο για να τεντωθείς. Από εκεί και πέρα, μακροπρόθεσμα φαίνονται οι συνέπειες. Εγώ έχω εμφανίσει πρόβλημα στο πόδι που πατάει τον συμπλέκτη. Πάω να ανέβω τις σκάλες και με ενοχλεί. Ή το κλασικό θέμα το καλοκαίρι με τον ήλιο, η αριστερή μου πλευρά είναι κάρβουνο και η δεξιά σαν χαρτί.
Μία ακόμα περίεργη δυσκολία που έχει το επάγγελμα είναι… η τουαλέτα. Οι περισσότεροι οδηγοί έχουμε μερικά “στάνταρ” μαγαζιά, στα οποία πηγαίνουμε και μας ξέρουν. Η άλλη λύση είναι εάν είσαι κοντά στο σπίτι σου και κάνεις μία στάση, ή σε κάποιον συγγενή. Αν δεν μπορώ να κάνω κάτι από αυτά, θα μπω κάπου να πάρω ένα νερό, μόνο για να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα. Το χειρότερο είναι άμα είναι βράδυ και είναι όλα τριγύρω κλειστά, τότε αναγκαστικά ψάχνεις να βρεις μια ερημιά…».
Ο Νίκος προσπαθεί να μην είναι ο κλασικός «ταρίφας» και τον περιγράφει σαν τον άνθρωπο – «παντογνώστη»:
«Ο ταρίφας είναι αυτός που θα σε πάει από την πιο μακρινή διαδρομή με την πιο μικρή ταχύτητα για να “γράψει” το ταξίμετρο παραπάνω. Είναι αυτός που περιμένει με ανυπομονησία να ακούσει το “Δεν είμαι από εδώ, δεν ξέρω, πάω πρώτη φορά”. Είναι αυτός που το ταξί του μπορεί να είναι λίγο παρακμιακό ή και γεμάτο με εικόνες της Παναγίας. Εκτός αν είναι καινούργιο, γιατί αυτά τα προσέχουν. Είναι αυτός που θα ακούει σε όλη τη βάρδια αθλητικούς και πολιτικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο και θα παίρνει τηλέφωνο για να σχολιάσει. Είναι αυτός που τα ξέρει όλα και δεν έχει ποτέ άδικο. Προσπαθώ να μην είμαι “ταρίφας” και νομίζω μέχρι τώρα το πετυχαίνω».
Αρχίσαμε να παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, με την κίνηση να χτυπάει «κόκκινο» στις 17:30. Από το One Salonica μέχρι την Εγνατία, η διαδρομή μας γινόταν «σημειωτόν» και ο Νίκος μας εξιστορούσε μία από τις πιο περίεργες διαδρομές του:
«Παίρνω κλήση από Κέντρο Υγείας στον Εύοσμο για το Ιπποκράτειο νοσοκομείο και παραλαμβάνω μια αδύνατη κοπέλα, λίγο χλωμή. Περάσαμε πρώτα να πάρουμε τη μητέρα της και κατά τη διάρκεια της διαδρομής καταλαβαίνω ότι η κοπέλα πονάει. Από εκεί που ήταν ήσυχη, άρχισε να βογκάει και “διπλώθηκε” στα δύο από τον πόνο. Ήταν μέρα με πολύ κίνηση και είχα πάει μέσω Περιφερειακού. Έβλεπα όμως ότι η κοπέλα δεν ήταν καθόλου καλά, είχε κάνει εμετό και αναγκάστηκα να βγω ανάποδα από τον Περιφερειακό με αλάρμ, φώτα και κόρνες για να την πάω στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Μπαίνει στο νοσοκομείο μαζί με τη μητέρα της και μετά από ένα δεκάλεπτο γυρνάει η μαμά της και μου λέει ότι δεν βρίσκουν καροτσάκι για να την βάλουν να κάτσει. Τραβάω χειρόφρενο, κλειδώνω το αμάξι, μπαίνω μέσα και αρχίζω να ωρύομαι. Βλέπω το κορίτσι καθισμένο δίπλα σε μία κολώνα, διπλωμένη στα δύο και την κυρία στην υποδοχή να ζητάει από το τηλέφωνο να φέρει κάποιος καρότσι, ενώ υπήρχαν ακριβώς από δίπλα δύο που ήταν κλειστά. Βάζω την κοπέλα να κάτσει και αρχίζω να φωνάζω για έναν γιατρό. “Γιατί φωνάζετε κύριε;”, μου είπε ένας και αφού τον ανάγκασα να εξετάσει το κορίτσι, γύρισα στο αμάξι. Ήρθε μαζί μου και η μητέρα της για να πάρει τα πράγματα και να με πληρώσει. Το ταξίμετρο είχε γράψει 25 ευρώ. “Αφήστε ό, τι νομίζετε”, της είπα. Μου άφησε 10 ευρώ. Ζήτησα ένα τηλέφωνο να επικοινωνήσω κάποια στιγμή να δω αν είναι καλά το κορίτσι και τελικά της άφησα εγώ τον δικό μου αριθμό. Δεν έλαβα ποτέ ξανά κάποιο σημάδι ζωής, δεν έμαθα αν έγινε καλά η κοπέλα».