Θεσσαλονίκη

Περάσαμε μια μέρα με τους πρόσφυγες που ψάχνουν για δουλειά στη Θεσσαλονίκη

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, σε συνεργασία με το SolidarityNow κατάφερε να φέρει κοντά επιχειρήσεις και πρόσφυγες και να δημιουργήσουν ένα ανοιχτό διάλογο από καρδιάς.

Κλεοπάτρα Κουτσουρού
περάσαμε-μια-μέρα-με-τους-πρόσφυγες-πο-1005021
Κλεοπάτρα Κουτσουρού

Κέντρο Υποστήριξης Προσφύγων, Θεσσαλονίκη 5 Μαΐου, ώρα 12:00. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και το SolidarityNow διοργανώνουν μια ημέρα αφιερωμένη στους πρόσφυγες και στην διασύνδεση τους για να βρουν εργασία. Η ομιλία ξεκινά με κεντρικούς ομιλητές πρόσφυγες από τη δομή προσφύγων της Νέας Καβάλας στο Κιλκίς και μας μιλούν για την ζωή τους, τις εργασιακές συνθήκες που αντιμετώπισαν όταν έφτασαν στη Ελλάδα αλλά και τις δουλειές που ακολούθησαν και ακολουθούν κατά την διάρκεια της παραμονής τους στην Θεσσαλονίκη.

Κατά κύριο λόγο οι δουλειές που απασχολούν τους πρόσφυγες από την Νέα Καβάλα είναι χειρωνακτικές και προσφοράς υπηρεσιών λόγω έλλειψης επαγγελματικής κατάρτισης και εμπειρίας. Η δουλειά της καμαριέρας, του μάγειρα και της μαγείρισσας, της εργάτριας σε εργοστάσιο κονσερβοποίησης και του εργάτη σε οικοδομή ήταν οι κυριότερες που ακούστηκαν στην εκδήλωση.

Σύμφωνα με την νομοθεσία οι πρόσφυγες που έρχονται στην Ελλάδα προσπαθούν και κάνουν αίτηση για Δελτίο Αιτούντος Διεθνής  Προστασίας ή πιο απλά κάρτα ασύλου, η οποία αποτελεί από μόνη της μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία. Η κάρτα ασύλου αποτελεί το πιο σημαντικό έγγραφο για έναν πρόσφυγα ο οποίος έρχεται στην χώρα καθώς χωρίς αυτή δεν δικαιούται να μετακινηθεί εκτός του camp. Η μετακίνηση εκτός της δομής θα σημάνει την διαγραφή του και η διαδικασία καταγραφής και αίτησης για παραμονή στην χώρα θα ξεκινήσει από το μηδέν. Παρόλα αυτά και μετά την πολυπόθητη απόκτηση της κάρτας ασύλου,  η αναζήτηση για εύρεση εργασίας μπορεί να ξεκινήσει μετά τους πρώτους έξι μήνες σύμφωνα με την νομοθεσία.

Μια πρόσφυγας μίλησε για την δουλειά της ως καμαριέρα σε ξενοδοχείο στην Σαντορίνη. Η γυναίκα έχει καταγωγή από την Νιγηρία και ήρθε στην Ελλάδα πριν από 6 χρόνια. Η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν εποχιακή, για 3 μήνες περίπου και βρισκόταν στην Έδεσσα σε ένα εργοστάσιο φρούτων. Λόγω της σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς που έκανε και της φύσης της εποχικότητας της δουλειάς απευθύνθηκε στο SolidarityNow για να βρει δουλειά μεγαλύτερης διάρκειας και πιθανόν με καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Από τη δεύτερη δουλειά που έκανε ήταν στον τομέα της καθαριότητας και του housekeeping στην Χαλκιδική, από εκεί και μετά ξεκίνησε την σταθερή της συνεργασία με ξενοδοχείο στην Σαντορίνη όπου δουλεύει σε όλη την σεζόν από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Η γυναίκα από τη Νιγηρία δουλεύει 8 ώρες αυστηρά και της προσφέρουν στέγαση και σίτιση.

“Και μετά τι κάνεις; Παίρνεις επίδομα από το κράτος; Και το επίδομα είναι λιγότερο από τον μισθό;” ρωτά ένας πρόσφυγας από το κοινό.

“Φέτος ο μισθός είναι υψηλότερος από πέρσι λόγω της ζήτησης οπότε η αποταμίευση είναι μεγαλύτερη. Το επίδομα είναι λιγότερο από το μισθό αλλά σε σχέση με πέρσι η κυβέρνηση έχει αυξήσει το επίδομα.” απαντά εκείνη.

Saeb, Κουρδιστάν Ιράκ

Στις 28 Φεβρουαρίου του 2019 ο Saeb ήρθε στην Ελλάδα με τον αδερφό του από το Κουρδιστάν. Ο Saeb ζούσε σε ένα χωριό μακριά από το κέντρο και καθημερινά άκουγε βομβαρδισμούς να συμβαίνουν έξω από το σπίτι του. Πριν από την Ελλάδα κατέφυγε στην Σουηδία όπου και είχε ξεκινήσει την εργασιακή του πορεία στον κατασκευαστικό τομέα. Μαζί με τον αδερφό του αναλάμβαναν βραδινές βάρδιες και βοηθούσαν με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο, μετέφεραν υλικά, δούλευαν στην οικοδομή, έκαναν ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες και ήταν και ελαιοχρωματιστές στο τελευταίο στάδιο της κατασκευής. Εκεί δούλευαν 11 το βράδυ με 7 το πρωί και τα χρήματα ήταν 250 ευρώ καθαρά. “Δουλεύαμε πολύ σκληρά αυτές τις ώρες αλλά τα χρήματα ήταν καλά και νόμιμα. Εάν κάποιος σου μιλάει καλά και σου συμπεριφέρεται σωστά θα θέλεις να δουλέψεις και ακόμα πιο σκληρά. Έχω πάει σε δουλειές που δουλεύαμε 14 ώρες τη μέρα χωρίς συμβόλαιο και μας έδιναν απλά ένα καφέ και ένα ψωμί για όλη μέρα…δεν ήταν σωστό.” 

Saeb, Κουρδιστάν. Φωτογραφία από UNHR / Σωκράτης Μπαλταγιάννης

Όταν έφτασε στην Ελλάδα μετά το αστυνομικό τμήμα μεταφέρθηκε στο camp στη Νέα Καβάλα και από εκεί ξεκίνησε το ταξίδι του στην χώρα. Στην Ελλάδα ήταν δυσκολότερο να βρει δουλειά όπως μοιράστηκε και ο ίδιος, αφού όλοι οι εργασιακοί κλάδοι απαιτούσαν κάποιου είδους εμπειρία ή τεχνοκρατική κατάρτιση. Εργάστηκε σε ξενοδοχεία, στη διακόσμηση, στην οικοδομή σε εργοτάξιο και ως σχεδιαστής κήπων σε κατασκευαστικές εταιρίες. Στο ταξίδι του στην χώρα βρέθηκε σε διάφορες εποχιακές και μη δουλειές στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Για ένα χρονικό διάστημα συνεργαζόταν με ΜΚΟ και είχε εργαστεί και σε δουλειές παράνομα χωρίς ειδικό συμφωνητικό. “Όταν έχεις συμβόλαιο νιώθεις ασφαλής και ήσυχος, δεν έχεις άγχος ότι θα μπει κάποιος να σε πιάσει και να σε ενοχλήσει. Έχεις φόβο όταν δουλεύεις παράνομα και όταν είναι παράνομα στην τελική δεν θέλεις και να δουλεύεις” τόνισε.

Το πιο σημαντικό πρόβλημα ωστόσο που αντιμετώπισε με την εργασία του ήταν η υποχρεωτική παρουσία που έπρεπε να έχει στο camp στη Νέα Καβάλα. Όπως σημείωσε και ο ίδιος έπρεπε κάθε Δευτέρα να πηγαίνει στη δομή προσφύγων και να επιβεβαιώνει την παρουσία του γεγονός που τον απέτρεψε να κλείσει κάποιες δουλειές μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας που θα απαιτούσαν μακρινή μετακίνηση.

Ο Saeb πριν πάρει την κάρτα ασύλου δεν μπορούσε να βγει από το χώρο την δομής, όπως όλοι οι πρόσφυγες στο camp και άρα δεν είχε καμία δυνατότητα για εύρεση εργασίας και ψυχαγωγίας. Παρόλα αυτά το μόνο που ήθελε να κάνει είναι να προσφέρει, όπως λέει και ο ίδιος στην parallaxi: “Εάν δεν βγαίνεις το μυαλό σου θα τρελαθεί δεν γίνεται να είσαι όλη μέρα εκεί μέσα, ο καθένας ζει την δικιά του πραγματικότητα. Θέλω να βοηθήσω κι άλλους, να προσφέρω όσο περισσότερο μπορώ, στην χώρα μου είχα 300 μαθητές και τους εκπαίδευα. Ήθελα να τους ξυπνήσω.”

Ανώνυμη Γυναίκα, Μπουρούντι Ανατολική Αφρική

Πριν από 2 χρόνια έφτασε στην Ελλάδα με μοναδικό κίνητρο να ξεφύγει από την βαναυσότητα της χώρας της και των συμβάντων που ακολούθησαν μετά. Η γυναίκα μίλησε στην parallaxi για την ιστορία της.

“Στο Μπουρούντι σκότωσαν ολόκληρη την οικογένεια μου, η μόνη λύση για να σωθώ και να ξεφύγω ήταν να βγω έξω από τη χώρα αλλιώς θα σκότωναν και εμένα την ίδια. Μεταφέρθηκα στην Σερβία που είχα ακούσει από έναν γνωστό μου πως δίνουν γρήγορα έγγραφα και κάρτα ασύλου και παγιδεύτηκα εκεί. Με πλησίασαν λοιπόν κάποιοι άνδρες από το Πακιστάν και μου είπαν πως θα μου έδιναν γρήγορα τα απαραίτητα χαρτιά οπότε τους εμπιστεύτηκα. Εκείνοι με απήγαγαν με έδεσαν για τρεις μέρες σε ένα σπίτι και χρησιμοποιούσαν το σώμα μου όπως ήθελαν, δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε. Κατάφερα να ξεφύγω και να ζητήσω βοήθεια και έτσι βρέθηκα σε ένα αυτοκίνητο με προορισμό την Ελλάδα. Πριν μου το πουν δεν γνώριζα ότι υπάρχει τέτοια χώρα. Φτάσαμε στα σύνορα Βουλγαρίας-Ελλάδας και από εκεί περπάτησα μέχρι το camp στη Νέα Καβάλα. Σήμερα δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα, δεν έχω ανάγκη να φύγω από την Ελλάδα, δεν έχω κάπου αλλού να πάω και αν γυρίσω στην χώρα μου δεν θα έχει καλή κατάληξη. Για δύο μήνες το καλοκαίρι ήμουν εργάτρια σε κονσερβοποιείο στη Βέροια. Εκεί δούλευα στη βραδινή βάρδια που τα χρήματα ήταν περισσότερα αλλά και η δουλειά ακόμα πιο δύσκολη. Είναι μια δύσκολη χειρωνακτική δουλειά και για άντρες και για γυναίκες αλλά είναι νόμιμη, και εύκολα προσβάσιμη αφού το εργοστάσιο σου παρέχει μεταφορά από και προς της δομής προσφύγων στο Κιλκίς. Σήμερα έχουν απορρίψει δύο φορές το αίτημα μου για ανανέωση της κάρτας ασύλου και περιμένω καινούργια απόφαση.”

Στο τέλος της ημέρας αυτής τέθηκαν αρκετά ζητήματα από τους ίδιους τους πρόσφυγες οι οποίοι επισήμαναν τα βασικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν στο να βρουν μια θέση στον εργασιακό κλάδο, με πιο σημαντικά τα εξής:

Πρώτο τέθηκε το ζήτημα της μεταφοράς. Η μεταφορά είναι ένα μεγάλο αποτρεπτικό κομμάτι στην διαδικασία εύρεσης εργασίας για τους πρόσφυγες που μένουν στη δομή προσφύγων στη Νέα Καβάλα. Δεν υπάρχει συγκοινωνία που να εξυπηρετεί τους πρόσφυγες στην μετακίνηση τους και πολλές από τις θέσεις εργασίας βρίσκονται στην Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα να έχουν μειωμένο αριθμό επιλογών.

Δεύτερο σε συνέχεια με το παραπάνω, τέθηκε το πρόβλημα της εβδομαδιαίας παρουσίας στο camp. Με αυτό τον τρόπο οι πρόσφυγες δεν έχουν την δυνατότητα να ξεκινήσουν την διαδικασία εύρεσης εργασίας σε κάποιο μακρινότερο προορισμό που θα απαιτεί την μεταφορά και διαμονή τους στο εκάστοτε μέρος.

Τρίτο τέθηκε το ζήτημα των μητέρων ανήλικων παιδιών. Οι μητέρες με ανήλικα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν σε κάποιες από τις εγκαταστάσεις του camp αλλά ούτε και να βρουν κάποια εργασία που δεν θα απαιτεί την απομάκρυνση τους από τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να μην αποκτούν οικονομική ελευθερία.

Φωτογραφία από: UNHR / Σωκράτης Μπαλταγιάννης

Το εργασιακό δικαίωμα είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα δικαιώματα που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος μέσα στις δεκαετίες. Η ελευθερία στην εργασία θα έπρεπε να είναι κατοχυρωμένη και θεσμοθετημένη για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, φυλετικής διαφοράς, γλώσσας κτλπ. Αυτό έκανε ξεκάθαρο και με τη δήλωση της γυναίκα πρόσφυγας από το κοινό:

“Μιλάω σε όλους τους εργοδότες εδώ σήμερα. Έρχεστε σε ένα κέντρο προσφύγων για να προσλάβετε ανθρώπους για την δουλειά σας, οπότε εάν δεν είστε σύμφωνοι με τις διαφορετικές εθνικότητες που υπάρχουν, σας παρακαλώ μην προσλάβετε τους ανθρώπους που βρίσκονται εδώ σήμερα ανάμεσα σας, γιατί μερικές φορές βάζετε περισσότερες δυσκολίες σε ανθρώπους σαν εμάς, ώστε να ανταπεξέλθουμε στην δουλειά. Εάν ξέρετε ότι δεν είστε άνετοι με το χρώμα του δέρματος μου, με τον τρόπο που μοιάζω, με τον τρόπο που μιλάω, είναι καλύτερο να μην μας προσλάβετε από την αρχή. Σας ευχαριστώ.”

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα