Πέθανε ο υπέροχος Δημήτρης Πολύζος
Mια θρυλική μορφή της νύχτας και της γραφιστικής της, ένας αληθινός πρίγκιπας, ένας μπον βιβέρ με τα όλα του δεν είναι πια εδώ.
Ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της νύχτας της Θεσσαλονίκης μια θρυλική μορφή της νύχτας και της γραφιστικής της, ένας αληθινός πρίγκιπας, ένας μπον βιβέρ με τα όλα του δεν είναι πια εδώ. Έφυγε μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο.
Η κηδεία του είναι τη Δευτέρα 14/10 στις 2:15 στα Κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου.
Η ζωή του όπως την είχε αφηγηθεί στην parallaxi.
-Πήγα πρώτος στα Λαδάδικα το 1984. Λόγω του φτηνού ενοικίου. Δεν ήθελα να δουλεύω για τον ιδιοκτήτη του ακινήτου. 180 τμ 13000 δραχμές. Δεκαέξι χρόνια σε πλήρη καλλιτεχνικό οργασμό. Έκανα τα πάντα. Ετοίμαζα το setup φωτογράφιζα, έκανα τα πάντα.
-Τη δουλειά μου τη βρήκε ο Παναγιώτης Αρώνης. Φίνος πλασιέ. Πήγαινε στις βιοτεχνίες της Βαλαωρίτου, άνοιγε τις πόρτες έλεγε ένα ανέκδοτο, έπινε ένα καφέ και έκανε δουλειές. Είχα περάσει στους μηχανικούς του ΣΕΚ, των σιδηροδρόμων. Ήμασταν τρία ορφανά αγόρια, η μάνα μου χαιρόταν θα γινόμουν δημόσιος υπάλληλος. Συναντήσαμε τον κ. Αρώνη, μας έβαλε την ιδέα να ακολουθήσω το δρόμο του τυπογράφου πατέρα μου. Δοκίμασε μου είπε να γίνεις μακετίστας. Πρώτος μισθός 11,80 δραχμές τη βδομάδα. Τον τρίτο χρόνο έμαθα ότι ζητούν μακετίστα με 100 δραχμές μεροκάματο. Την πήρα τη δουλειά και έφτασα τις 1200 δραχμές τη βδομάδα. Άλλαξε η ζωή μου. Σήμερα τα ξέρουν όλα. Είναι tiktoker, instagrammer. Πήγαινα σε ένα υπόγειο που έφερνε παλιά περιοδικά, Grazia, Paris Match, Amica. Έκοβα σελίδα-σελίδα. Ένα logo, μια εικόνα. Όλα τα σχεδιάζαμε με το χέρι.
-Γράφω το όγδοο βιβλίο μου. Τα τύπωσα μόνος μου. Βγήκα και τα πούλησα σε γνωστούς και φίλους. Σήμερα το παιχνίδι γίνεται αλλιώς. Διαβάζουν κάτι απίθανες γυναίκες που γράφουν αυτά τα τούβλα. Λέω καμιά φορά θα βάλω μια περούκα, θα βάψω χείλη και θα λανσαριστώ σαν Ροδή Καρέλια. Θα κάνω και παρουσίαση και θα γίνει show. Αφού διαβάζουν μόνο οι γυναίκες. Θα γράψω και γω για αυτές. -Έχω αυτό το αρχαίο κινητό. Μια φορά μου πήρε η κόρη μου ένα καινούργιο. Πήγα μια φορά με τη σκηνή. Το βράδυ έβρεξε. Σχηματίστηκε μια λιμνούλα μόνο γύρω από το κινητό. Χάλασε. Έβγαλα την κάρτα τη σκούπισα, το ‘βαλα σε αυτό το παμπάλαιο, είπα σημαντικό ήταν και συνέχισα.
-Αφέθηκα στη ζωή χωρίς να κάνω μια προσπάθεια να γίνω κάτι. Έμαθα τη γραφιστική, έμαθα τη φωτογραφία, επαγγελματικές δουλειές, τότε δεν είχαμε φωτογράφους στην πόλη. Άρχισα να ψάχνομαι. Το φως, τον τρόπο. Χωρίς σχολή. Προχωρούσα έτσι. Έφτασα σε ένα σημείο να αφεθώ σαν ξυλάκι στο ποτάμι. Σε παίρνει επιπλέεις, βγαίνεις σε μια όχθη. Μια χρονιά αποφάσισα να πάω στα νησιά όλο το καλοκαίρι να φωτογραφίσω καρτ ποστάλ. Πήγα σε έναν του λέω τι θέλεις να βγάλω; Μου έλεγε εκκλησίες, ένας άλλος τοπία ένας άλλο κάτι άλλο. Έβγαζα εκατόν πενήντα χιλιάρικα από κάθε νησί. Μου έβγαζε 5 μήνες καλοκαίρι. Τον Ιούνιο αντίο, επέστρεφα αρχές Οκτώβρη. Σε όλα τα νησιά. Έβγαζα εκατομμύρια.
-Όταν βγήκαν μαζικά γραφίστες από τις σχολές με υπολογιστές κατάλαβα ότι τέλειωσε η δουλειά που ήξερα εγώ. Οι τιμές σκοτώθηκαν. Ένα λογότυπο που παίρναμε 300000 δραχμές γινόταν πια με 3 χιλιάρικα. Τότε μάθαμε ότι ένα μαγαζί, το Λάπις Λάζουλι χρειαζόταν ανακαίνιση. Το μαγαζί δεν δούλευε, έπαιζε λαϊκά. Μας πρότεινε ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης Αργυρόπουλος να το αλλάξουμε και να το αναλάβουμε.
-Αποφασίζουμε να κάνουμε ένα μαγαζί που να παίζει τζαζ ζωντανά. Ο Σταύρος Μορεσόπουλος ήταν ο νονός. Το βάφτισε Malt n Jazz, γιατί εγώ έπινα malt ουίσκι και θα παίζαμε τζαζ. Επειδή θα έκλεινε το καλοκαίρι στο ισόγειο αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα μαγαζί για όλο το χρόνο. Λέμε τι θα το χαρακτηρίζει; Οι μουσικές και το στιλ. Έτσι γεννήθηκε το Έθνικ το 94-95. Εγώ και ο Νίκος ο Καραδιάκος ήμασταν αυτοί που τα σκεφτόμασταν. Δεν βάζαμε λεφτά, ιδέες βάζαμε. Ακούγαμε έθνικ μουσικές, πήγαμε στο Άμστερνταμ καθίσαμε δέκα μέρες αγοράσαμε μεγάλα αντικείμενα και είπαμε: Θα περνάει το χρόνο 1 εκ. κόσμος και θα δώσει από΄500 δραχμές να πιει ένα εσπρέσο. Υπήρχε πολύ κακία επειδή πηγαίναμε καλά. Έστελναν ελέγχους, πρόστιμα.
-Μετά κάναμε το καλοκαιρινό και μετά το Its Only στη Βενιζέλου. -Τα πράγματα πήγαν μόνα τους. Μέχρι που γέμισε το κέντρο μαγαζιά ξαφνικά. Και μετά οι συνοικίες. Ήταν το κατεξοχήν επάγγελμα. Το Malt ήταν ένα δύσκολο μαγαζί. Βρήκαμε 4-5 τζαζίστες έπαιζαν σε μια κλασική μπάντα και μετά ο καθένας δημιουργούσε και μικρότερα σχήματα. Φέρναμε μπάντες μαζί με το Half Note που έπαιζαν στην Αθήνα. Πέρασαν άπειρα σχήματα. Κάθε βράδυ και ένα live. 180 live τη σεζόν. Τα είδαμε όλα. Νονοί που ερχόταν για προστασία, δεν ήμασταν μάγκες τους είχαμε με το καλό. Μας κοίταζαν στα μάτια καταλάβαιναν ότι από μας δεν είχε νόημα να μας φοβερίζει. Ταυτόχρονα ήταν μια ωραία φάση. Τα δυο μαγαζιά μας, δίπλα η Ζήτα Μι. Άξιζε πολύ εκείνη η εποχή, εκεί στην Κορομηλά. Είχε στιλ.
-Κάποτε αποφασίσαμε να ονομαστούμε X-designers. Πηγαίναμε στις τουαλέτες των μπαρ και κολλούσαμε αυτοκόλλητο στον καθρέφτη με αυτό το όνομα. Είχε γίνει θρύλος. Όλοι έψαχναν να βρουν τι είναι. Αναρωτιόταν όλοι ποιοι είναι αυτοί οι τύποι; Μας τηλεφώνησε ο Παύλος ο Ευθυμίου από την Αθήνα ότι έρχεται να βρει κάτι. Μας ρωτάει λοιπόν στα ίσια. Έχετε ακούσει ποιοι είναι αυτοί οι μυστηριώδεις τύποι. Του λέμε εμεί. Και βγάζουμε από το πορτοφόλι μας το αυτοκόλλητο.
-Το καλοκαιρινό Έθνικ στην Τριστινίκα ήταν ένα παραμύθι. Ξεκινήσαμε με δυο αυτοκίνητα να πάμε να βρούμε χώρο στην Χαλκιδική. Είπα ας κατέβουμε αυτό το μονοπάτι. Βλέπουμε το λόφο και ένα σπιτάκι. Ψάχναμε το ιδιοκτήτη, στη Συκιά, την Τορώνη, στη Χαριλάου. Τον βρίσκουμε τελικά, το κλείνουμε. Βρήκαμε ένα ξυλουργό έκοβε επί τόπου τα ξύλα, κάναμε παππάδες. Μουσικάρες, χορός. Τώρα ο κόσμος θέλει τσιτσί ποπό. Αδιάφορες μουσικές. Δεν χορεύει. Άλλαξε ο κόσμος. Όταν πρωτοπήγα στο Κριαρίτσι το 79 δεν είχε τίποτε. Ήμασταν στον Παράδεισο. Φέτος είπα δεν ξαναπάω, αλλιώς πρέπει να γίνω φονιάς. Έμεινε μόνο η θέα και η θάλασσα.
-Δεν μ’αρέσει να πηγαίνω χύμα να πάω σε ένα φεστιβάλ. Εκεί θα ντυθώ. Πως πας στην κηδεία με μαύρα να τιμήσεις. Έτσι και σε κάποια πράγματα. Πως πηγαίναν σε Χριστουγεννιάτικα πάρτι με tuxedo μεθυσμένοι αλλά με στιλ; -Όταν ήμασταν παιδιά πηγαίναμε στον Παπαγάλο για σάντουιτς. Σε μαγαζιά με juke box. Χορεύαμε το αμπάμπα μπελούμπα, ψάχναμε να αγοράσουμε τζιν από την Αμερικάνα, μαλώναμε για τους Stones και τους Beatles. Μεγαλώσαμε με αυτά τα σκηνικά. Φορούσαμε γραβατούλες στα κλαμπ. Μας έλεγαν μαλλιάδες. Μια μέρα πήγα στον κουρέα απέναντι του είπα ξύρισε τα μου. Σταμάτησαν όλοι. Τους τη βγήκα στα 16. Τώρα εκτονώνονται στην οθόνη. Υπάρχει ένας τσαμπουκάς περίεργος. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι όμορφος. Με λέγανε γοητευτικό όχι όμορφο. Τσιγάρα, νύχτα, αλκοόλ, ευτυχώς χωρίς ποτέ να γίνω αλκοολικό. Δεν ήπια ποτέ με γκρίνια, αχ άτιμη ζωή τι μου έκανες; -Τώρα ζω μόνος. Μου αρέσει. Αν θέλω να χορέψω θα ανοίξω YouTube θα βάλω τα κομμάτια που αγαπώ και θα χορέψω. Κάνε ότι θέλει η ψυχή σου και μη δίνεις λογαριασμό, αρκεί να μην ξεπερνάς τα όρια του άλλου και οι άλλοι να μην ξεπερνάνε τα όρια σου.