Πήραμε το κόκκινο τουριστικό λεωφορείο της Θεσσαλονίκης και…
Κάναμε τον γύρο της πόλης μαζί με τους τουρίστες της!
Εικόνες: Γιώργος Νιάκας
Οικογένειες με παιδιά, δύο φίλες, ένα ζευγάρι νέων, ένα ηλικιωμένων, ένας γιος με τον πατέρα του, ένας κύριος μόνος του, όλοι περιμένουν κάτω από τον καυτό ήλιο, που κάνει τα μάτια τους να μισοκλείνουν, παραδίπλα από τον Λευκό Πύργο. Περιμένουν το μαγικό αστικό που αποκαλύπτει τα μυστικά της Σαλονίκης. Που τελικά δεν της πρέπει μόνο το καράβι αλλά και το διώροφο λονδρέζικο λεωφορείο…
Καθίσαμε και εμείς κοντά τους, αναμένοντας το κόκκινο ανοιχτό τουριστικό λεωφορείο, που άμα μένεις στη Θεσσαλονίκη σίγουρα το έχεις δει να κάνει τις βόλτες του στους δρόμους της πόλης, κατάμεστο με τουρίστες, ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Η ώρα 11 το πρωί, ένα από τα πρώτα δρομολόγια του hop on – hop off λεωφορείου, το οποίο με το που έφτασε στη Λεωφόρο Νίκης, άνοιξε απευθείας τις πόρτες του για να υποδεχθεί τους τουρίστες.
Ένας – ένας ανεβήκαμε στην οροφή του κόκκινου οχήματος, παίρνοντας θέσεις, άλλοι μπροστά, εκεί που χτυπούσε ο ήλιος, άλλοι λίγο πιο πίσω, εκεί που το σκέπαστρο προσέφερε μία σκιά, η οποία κάπως ελάφρυνε το αποπνικτικό κλίμα του καύσωνα. Παραδόξως, δεν γεμίσαμε τις θέσεις του λεωφορείου, παρά μόνο τις μισές.
Μπροστά από τον καθέναν μας, ένα πλαστικό κουτί, το σύστημα ξενάγησης, μας δίνει την επιλογή να ακούσουμε την ιστορία της πόλης σε 11 διαφορετικές γλώσσες – γερμανικά, ελληνικά, αγγλικά, ρωσικά, ρουμανικά, τουρκικά, ισπανικά, γαλλικά, ιταλικά, βουλγάρικα, πολωνικά.
Συνδέουμε τα κόκκινα ακουστικά μας και περιμένουμε μερικά μονάχα λεπτά μέχρι να πατήσει ο οδηγός το γκάζι και να ακουστεί η φωνή του ξεναγού στα αυτιά μας. Για αυτά τα λίγα λεπτά, επικρατούν γύρω μας συζητήσεις σε γλώσσες που δεν κατανοούμε. Όπως ενημερωθήκαμε από τη σύντομη συζήτηση που κάναμε με τον υπεύθυνο του λεωφορείου, φέτος οι τουρίστες έρχονται στην πόλη μας από διάσπαρτες χώρες, σε αντίθεση με πέρσι, που το Ισραήλ κρατούσε τα ηνία. Φέτος, κυρίαρχη θέση έχουν τα Βαλκάνια, με τους Ρουμάνους, τους Σέρβους και τους Πολωνούς να αγαπούν τη Θεσσαλονίκη.
Καθώς βρισκόμαστε στην αναμονή βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου να προετοιμάζονται κατάλληλα για την επόμενη ώρα που θα ακολουθήσει, φορώντας γυαλιά στα μάτια και καπέλα στα κεφάλια, χέρια να ανταλλάσουν μπουκάλια με αντηλιακό και να βάζουν την άσπρη κρέμα στους ώμους τους, ροζ και μπλε ηλεκτρικά ανεμιστηράκια να παίρνουν μπρος, βεντάλιες κουνιούνται πέρα δώθε, μία κυρία βγάζει από την τσάντα της πετσέτα και αρχίζει να σκουπίζει τον ιδρώτα της.
Το μεγάλο κόκκινο όχημα αρχίζει να κινείται, ανεβαίνοντας την Αγγελάκη, με πρώτη στάση το Αρχαιολογικό Μουσείο, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν κουνήθηκε κανείς. Μπροστά μας είχαμε ακόμα 5 στάσεις, στις οποίες όποιος επιθυμούσε είχε την επιλογή να ανέβει ή να κατέβει με το ημερήσιο εισιτήριό του.
Παίρνουμε το δρόμο προς τα επάνω, κατευθυνόμενοι στα δυτικά της πόλης. Το λεωφορείο περνά από το “καλντερίμι” της οδού Ελένης Ζωγράφου, με το πλακόστρωτο να μας ταρακουνά ελαφρώς από τις θέσεις μας. Στο θέαμα των βυζαντινών τειχών της Άνω Πόλης, άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα “κλικς” της κάμερας από τα κινητά.
Όσο περιφερόμαστε στα στενάκια των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, οι τουρίστες κοιτούν από ψηλά τους ντόπιους να ζούν στη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους, να πηγαίνουν στις δουλειές τους, να κουβαλούν χάρτινες κούτες στα μαγαζιά τους, να μιλούν στο τηλέφωνο ενώ περπατούν βιαστικά. Ταυτόχρονα, χαζεύουν τις ταμπέλες από τα φαγάδικα, με την επιγραφή “GREEK SOUVLAKI”, ενώ βγάζουν βίντεο τη διαδρομή και τη μαγευτική θέα της πόλης από ψηλά.
O οδηγός προσπαθεί να χωρέσει το ογκώδες όχημα μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης, οι κόρνες του ηχούν μέσα από τα ακουστικά. Ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια μας αρχίζει και γίνεται ανυπόφορος, μερικοί που κάθονταν στις μπροστινές θέσεις αρχίζουν να κατευθύνονται στο πίσω μέρος του λεωφορείου, για λίγη ανακούφιση κάτω από το σκέπαστρο.
Ενώ διασχίζουμε την Επταπυργίου και στη συνέχεια την Κασσάνδρου, η ουρά των αυτοκινήτων μπροστά μας γίνεται όλο και μεγαλύτερη, βιώνουμε το – συνηθισμένο για εμάς – κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης στο πετσί μας, μένουμε “κολλημένοι” σε αρκετά σημεία, χωρίς κάποιο ενδιαφέρον για θέαση, πέρα από τις παλιές και απεριποίητες πολυκατοικίες δεξιά και αριστερά μας.
Το ενδιαφέρον αρχίζει να χάνεται, το ένα ακουστικό έχει ξεκολλήσει από το αυτί των περισσότερων, τα κινητά ξαναμπήκαν στις τσέπες. Όσο περνάει η ώρα, οι επισκέπτες στρέφονται στα τουριστικά φυλλάδια που τους δόθηκαν πριν ξεκινήσει η διαδρομή, τα διαβάζουν ή κάνουν αέρα με αυτά. Οι συζητήσεις, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σπάνιες και ψιθυριστές, τώρα ακούγονται με μεγαλύτερη ένταση, από σχεδόν όλες τις παρέες. Ο κύριος που κάθεται μόνος του αρχίζει να μιλάει στο τηλέφωνό του.
Φτάνουμε επιτέλους στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου είναι η επόμενη στάση. Μερικοί κατεβαίνουν, μία καινούργια οικογένεια ανεβαίνει. Η διαδρομή συνεχίζεται ακολουθώντας τον δρόμο της Εγνατίας. Τα κινητά σηκώνονται ξανά ψηλά για φωτογραφίες, στο θέαμα της Αψίδας του Γαλερίου στην Καμάρα και της Πλατείας Αριστοτέλους. Οι τουρίστες τώρα όρθιοι απεικονίζουν το κάλλος στο κέντρο της πόλης, με τα επιβλητικά κτίρια της και τις κατάμεστες πλατείες της στο θέρος.
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, διασχίζουμε τη Λεωφόρο Νίκης, από το ύψος του Λιμανιού, όπου γίνεται και η προτελευταία στάση, για όποιον αποφασίσει να απολαύσει μία βόλτα στην Παραλία. Η γαλάζια όαση του Θερμαϊκού στρέφει όλα τα βλέμματα στα δεξιά, τα κινητά αποτυπώνουν εικόνες από την ήρεμη θάλασσα με τα καραβάκια της και την όψη του Λευκού Πύργου που τον χτυπά ο ήλιος, από μακριά.
Φτάνοντας στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε, με τον ιδρώτα πλέον να στάζει από τα μέτωπα όλων μας, παρατηρώ μερικούς τουρίστες να κατεβαίνουν από το λεωφορείο βιαστικά, ενώ άλλοι να παίρνουν τον χρόνο τους, περιμένοντας υπομονετικά.
Στην ουρά για να κατέβουμε τη σκάλες, πιάνουμε συζήτηση στα αγγλικά με τον νεαρό τουρίστα που είχε κάνει τη διαδρομή μαζί με τον πατέρα του. “Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, μας άρεσε η ξενάγηση. Η Θεσσαλονίκη είναι όμορφη πόλη!”, μας λένε.