Πλαζ Αγίας Τριάδας: Εγκατάλειψη και ντροπή
Η πιο γνωστή πλαζ της Θεσσαλονίκης μετά την Αρετσού ήταν πάντα η πλαζ της Αγίας Τριάδας. Μια διάσημη παραλία για τα beach party της με συναυλίες γνωστών συγκροτημάτων και καλλιστεία, τις ταινίες που γυρίστηκαν εκεί, αλλά και τις υποδομές της, μυθικές στα χρόνια του εξήντα και του εβδομήντα. Καμπίνες για αλλαγή ρούχων, ντους, μπάνια, υπέροχα […]
Η πιο γνωστή πλαζ της Θεσσαλονίκης μετά την Αρετσού ήταν πάντα η πλαζ της Αγίας Τριάδας. Μια διάσημη παραλία για τα beach party της με συναυλίες γνωστών συγκροτημάτων και καλλιστεία, τις ταινίες που γυρίστηκαν εκεί, αλλά και τις υποδομές της, μυθικές στα χρόνια του εξήντα και του εβδομήντα.
Καμπίνες για αλλαγή ρούχων, ντους, μπάνια, υπέροχα κτίρια σε μοναδικές οβάλ γραμμές, ταμεία εισόδου, μπαρ, ακόμα και αίθουσα χειμερινή με τζάκι να δεσπόζει εντός της. Την πολυτέλεια εκείνης της εποχής την αντιλαμβάνεται κανείς ακόμα και σήμερα που αντικρίζει το σοκαριστικό θέαμα της απόλυτης εγκατάλειψης. Ακριβώς μπροστά κολυμπούν καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι όμως εντός της μόνο χάος.
Οι εικόνες μιλούν μόνες τους. Παρακμή, γκρεμισμένα κτίρια, μαραμένοι φοίνικες, κόπρανα, σκουπίδια παντού, σπασμένα τζάμια, σύριγγες. Τρομακτική εικόνα που ντροπιάζει την πόλη που δεν κατάφερε να κρατήσει το στολίδι των θερινών της προαστίων σε μια αξιοπρεπή κατάσταση. Παρότι πριν δυο χρόνια είχε ανακοινωθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο ανάπλασης
Μια από τις πιο κοντινές αγαπημένες παραλίες που υποβαθμίστηκε μετά την λαίλαπα της τσιμεντοποίησης και της άναρχης δόμησης και η ομορφιά του παραθαλλάσιου μετώπου του Δήμου Θερμαϊκού αλλοιώθηκε.
Σύμφωνα με παλιότερο ρεπορτάζ του Σάκη Ιωαννίδη κατά μήκος της παραλίας πλανιέται το φάντασμα των κατασκηνώσεων του ΠΙΚΠΑ. Οι εγκαταστάσεις ανήκουν στο υπουργείο Υγείας και τις διαχειρίζεται η Νομαρχία Θεσσαλονίκης, αλλά το πότε θα ανοίξουν ξανά παραμένει άγνωστο. Οικιστικά η Αγία Τριάδα διατηρείται ακόμη «αγνή». Στα στενάκια του χωριού μπορείς ακόμη να βρεις παραδοσιακά σπίτια ψαράδων και τα λεγόμενα προσφυγικά. Το πράσινο και τα αγριολούλουδα έχουν διακεκριμένη θέση στο τοπίο. Οι αυλές των σπιτιών σε προδιαθέτουν για ξεγνοιασιά και παιχνίδι δίπλα στη θάλασσα. Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας είναι χτισμένη από πέτρα, πράγμα σπάνιο για παραθαλάσσιο χωριό. Η παραλία της Αγίας Τριάδας φτάνει μέχρι την περιοχή Βράχια. Από πίσω βρίσκεται το Αγγελοχώρι. Στα Βράχια επίδοξοι ψαράδες σαν κυνηγοί που παραμονεύουν το θήραμα ψάχνουν για σουπιές και χταπόδια. Εκεί είναι το τέλος και η αρχή της βόλτας που κάνουν οι ηλικιωμένοι καθημερινά. Θυμούνται τους τουρίστες που παλιά στοιβάζονταν σαν σαρδέλες στα δωμάτια και τα ξενοδοχεία.
Προσφυγούπολη
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, μετοίκησαν το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή από την περιοχή της Μ. Ασίας και της Θράκης στην Περαία όπου. αρχικά εγκαταστάθηκαν εκεί περίπου 204 οικογένειες. Το επόμενο χωριό δίπλα στην Περαία ήταν το τούρκικο Μπαξέ Τσιφλίκι. Οι περίπου 159 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν προέρχονταν από την πόλη Επιβάτες, βόρεια της Προποντίδας, και έδωσαν στο συνοικισμό τους το όνομα Νέοι Επιβάτες. Στο χωριό Λευκή Βρύση, τη σημερινή Αγία Τριάδα, εγκαταστάθηκαν 85 οικογένειες από τα χωριά Ξαστερό και Οικονομείο. Η περιοχή λόγω της άμεσης πρόσβασης στη θάλασσα ανέπτυξε την αλιεία, αλλά και τη γεωργία καθώς υπήρχαν διαθέσιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εκεί που σήμερα αναπτύσσονται διάφοροι οικισμοί.
Τα καραβάκια του Θερμαϊκού
Η ιστορία με τα βαποράκια σε σταθερή βάση ξεκινά στα 1926 με το μοτοράκι Άρης. Ακολούθησαν ο Αετός και ο Ποσειδών. Εκτός αυτού από το 1928 ο Μπαξές αποτελούσε τόπο παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. Βλέπετε οι προκομμένοι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν πολύ γρήγορα ένα ξύλινο λιμένα και τα πρώτα καραβάκια ξαναβγήκαν στον Θερμαϊκό εκτελώντας την συγκοινωνία Λευκός Πύργος – Μπαξέ Τσιφλίκι. Για τους κατοίκους των νέων προσφυγικών οικισμών τα καραβάκια ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο. Το 1934 δρομολογήθηκε ο Πολικός του Καπετάν Νικόλα Μπάρμπα που έπιασε για πρώτη φορά τη σκάλα της Αγίας Τριάδας. Η δεκαετία του 30 ήταν η πρώτη χρυσή εποχή για την θαλάσσια συγκοινωνία και στο στόλο προστέθηκαν η Λευκή, η Ελλάς, η Προποντίς, η Θάλεια, η Τρίγλια και το Δελφίνι. Ο Θερμαϊκός ήταν τότε καταγάλανος και πεντακάθαρος και οι Θεσσαλονικείς δεν χρειαζόταν να μετακινηθούν σε μακρινές αποστάσεις για να βρουν καθαρές θάλασσες και πεντακάθαρες πλαζ. Η παραθέριση και οι βακάνς γινόντουσαν πλησίον της πόλης και η Χαλκιδική ήταν άγνωστος τόπος μέχρι και τη δεκαετία του 60. Η δεκαετία αυτή είναι και η δεύτερη χρυσή εποχή της θαλάσσιας συγκοινωνίας, με τον κόσμο να ξεχειλίζει κατά τη θερινή περίοδο για να μεταφέρεται στις πλαζ της Αγίας Τριάδας. Εικόνα των σκαφών που πηγαινοέρχονται στον Θερμαϊκό είναι ειδυλλιακή και οι Θεσσαλονικείς ξέρουν τα καραβάκια με τα ονόματά τους: Μακεδονία, Ελλήσποντος, Νεράιδα, Φανούλα, Καμέλια, Σοφία, Άγιος Νικόλας, Μεταμόρφωση, Άγιος Βασίλειος, Ναυτίλος, Λευκή, Ιουλία, Ελπίδα, Ευδοκία, Αλέκος, Θεσσαλονίκη. Τα καραβάκια έφευγαν κάθε 20 λεπτά από την προκυμαία του Λευκού Πύργου και μετά από μισή ώρα “έπιαναν” Περαία, Μπαξέ και Αγία Τριάδα. Η αύξηση των επιβατικών αυτοκινήτων αλλά κυρίως η γραμμή του ΟΑΣΘ που εγκαινιάστηκε μετά το 1965 προς Αγία Τριάδα, Μηχανιώνα οδήγησε στη σταδιακή πτώση των επιβατών. Τα βαποράκια αραίωσαν μέχρι το 1971, οπότε και αποσύρθηκε και το τελευταίο πλοίο, κατασκευής του 1967. Ήταν το Θεσσαλονίκη ΙΙ.
Η χρυσή εποχή των μπιτς πάρτι
Τα beach party που προμοτάριζε η εφημερίδα Θεσσαλονίκη έχουν αποτυπωθεί στις αναμνήσεις των κατοίκων. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Φωτιάδης υπήρξε πρωτοπόρος στην οργάνωση των μπιτς πάρτι μέσα από την εφημερίδα, ενώ επικεφαλής της ομάδας που κάλυπτε τα πάρτι ήταν ο Γιάννης Νέγρης, αλλά ο όρος μπιτς πάρτι έφτασε στην πόλη από τον Λευτέρη Κογκαλίδη του Ελληνικού Βορρά. Μέσα της δεκαετίας του ’60 και καθιερώνονται τα πάρτι κάθε Σαββατοκύριακο από τον Μάιο μέχρι τα τέλη του Αυγούστου γύρω στις 4 το απόγευμα που τα καραβάκια έφερναν τους νέους στην παραλία. Πολύχρωμες ομπρέλες, βυσσινί πάλκο, κοκκινωπά τραπεζάκια, κόκα κόλα, 7up, βερμούτ στο χέρι και ξεφάντωμα μέχρι τις 8 το βράδυ. Ένα τετράωρο πάρτι με τραγούδια, μουσική, διαγωνισμούς χορού και ομορφιάς. Οι μπάντες της εποχής έπαιζαν live πάνω στην άμμο και οι νέοι αποθέωναν τους Ολύμπιανς, τους Ρενάλντι, τα Τρελά Παιδιά, τους Σνόουμπολς, τους Βόρειους, του Απ Τάιτ. Έσκαγαν και οι Άιντολς από την Αθήνα, αλλά και ο Τέρης Χρυσός (πάντα με καμπάνα παντελόνι). Γινόντουσαν διαγωνισμοί με δώρα, συχνά δίσκους της ΛΥΡΑ, αλλά και ρούχα και καλυντικά, προσφορές από τα εμπορικά καταστήματα της εποχής. Ο διαγωνισμός χορού που άφησε εποχή ήταν ο χορός του λεμονιού όπου τα ζευγάρια χόρευαν σέικ προσπαθώντας να κρατήσουν ένα λεμόνι ανάμεσα στα δυο μέτωπά τους. Κάθε μπιτς πάρτι έφτανε να έχει 5000 κόσμο τη στιγμή που στην Αθήνα τα αντίστοιχα με το ζόρι έφταναν στα χίλια άτομα. Η Μις Πάρτυ με τολμηρό για την εποχή μαγιό φιγουράριζε στο πρωτοσέλιδο της Δευτέρας και εκτόξευε τα νούμερα της «Θεσσαλονίκης» από 50.000 φυλλά που ήταν το σύνηθες σε 80.000. Παράλληλα γινόντουσαν και καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί μεταξύ νέων συγκροτημάτων που ήθελαν να ξεκινήσουν δισκογραφία. Οι τελικοί των διαγωνισμών γινόντουσαν στο Παλαί Ντε Σπορ το φθινόπωρο.
Το κάμπινγκ της Αγίας Τριάδας
“Το κάμπινγκ άρχισε να φτιάχνεται τη δεκαετία του 1960. Η πρώτη υποχρεωτική απαλλοτρίωση και μέχρι το 1968 είχαν γίνει άλλες δύο που οδήγησαν το κάμπινγκ στην έκταση των 124 στρεμμάτων που κατέχει μέχρι και σήμερα. Το κάμπινγκ ήταν πολύ γνωστό για τις ανέσεις που παρείχε. Εκτός από τους Θεσσαλονικείς, ερχόντουσαν και πολλοί τουρίστες από διάφορα μέρη. Η παρακμή ήρθε σταδιακά με τη μόλυνση του Θερμαϊκού κόλπου και το κάμπινγκ έκλεισε οριστικά πριν 15 χρόνια και σήμερα παρουσιάζει εικόνα πλήρους εγκατάλειψης. Το κάμπινγκ περιήλθε στην ιδιοκτησία του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο προώθησε την πώλησή του με σκοπό να μετατραπεί σε ένα τουριστικό χωριό 62 στρεμμάτων μέσα στο οποίο θα χτίζονταν βίλες. Τα υπόλοιπα 20 περίπου στρέμματα της συνολικής έκτασης προορίζονταν για κοινόχρηστους χώρους και τα εναπομείναντα 42 περίπου στρέμματα για κοινωφελείς υποδομές Μετά από ενστάσεις του δήμου και των διαμαρτυρίες των πολιτών, αυτή η πρόταση δεν προχώρησε και τελικά το ΤΑΙΠΕΔ δέχτηκε να γίνει διαγωνισμός για εκμίσθωση της έκτασης για να επαναλειτουργήσει ο χώρος σαν κάμπινγκ. Ο διαγωνισμός μέχρι στιγμής δεν έχει προχωρήσει. Σήμερα πάνω στην αμμουδιά μία έκταση γεμάτη πράσινο, λεύκες, πεύκα και φοίνικες και κάθε λογής βλάστηση ρημάζει εγκατελειμένο στη φθορά του χρόνου από τον ΕΟΤ και το δήμο Θερμαϊκού.
O Γιάννης Παλαμιώτης θυμάται:
Περαία – Μπαξέ – Αγία Τριάδα το… τριαδικό δρομολόγιο που εκτελούσαν καλοκαίρια του ’60 όσα βαποράκια αναχωρούσαν από το Λευκό Πύργο. Προτιμούσαμε την Αγία Τριάδα επειδή είχε καλύτερη αμμουδιά και πιο ανοιχτό τοπίο. Μόλις άρχισε τότε να λειτουργεί η κοσμική μοντέρνα πλαζ που διέθετε ομπρέλες, ξαπλώστρες, αποδυτήρια, ψύκτες νερού, διακοσμητικά παρκάκια, τσουλήθρες, μπαρ για καφέ και σάντουιτς. Προοριζόταν για τους κάπως εύπορους που μπορούσαν να πληρώνουν το εισιτήριο. Εξάλλου η θάλασσα ήταν παντού ίδια. Παίρναμε υπό μάλης την ομπρέλα, την μπήγαμε στην άμμο, απλώναμε πετσέτες και στα διαλείμματα του μπάνιου τρώγαμε (υπό σκιά) ό,τι κουβαλούσαμε σε τυλιγμένα ταψιά ή τσίγκινα πιάτα – δεν υπήρχαν τότε τάπερ. Αγοράζαμε μόνο βρασμένα καβούρια ή καμιά λιχουδιά που πουλούσαν οι πλανόδιοι με τα σηκωμένα μπατζάκια και τον ταβλά στο χέρι. Βγάζαμε απ’ τα ρηχά όστρακα («μάτια» τα λέγαμε) που τρώγονταν ζωντανά με λίγο λεμόνι. Υπήρχε και μια ταβερνούλα εκεί κοντά με τζιτζιφιές – για οικονομία, σπάνια τρώγαμε σ’ αυτήν. Γύρω ερημιά, χωματόδρομοι και χωράφια με καλαμιές, ούτε σπίτια, ούτε μόνιμοι παραθεριστές. Όλη μέρα δίπλα στο κύμα και μέσα στη θάλασσα, χωρίς αντηλιακά, μέχρι που αργά το απόγευμα, ξέροντας τα δρομολόγια, περιμέναμε στη σκάλα το βαποράκι για την επιστροφή.
Μία από τις ελάχιστες φορές που μπήκαμε στην οργανωμένη πλαζ, έτυχε να γυρίζεται η ταινία «Κάτι να καίει». Όταν προβλήθηκε στο σινεμά, διακρίναμε σε πολύ μακρινό πλάνο κάτω απ’ την ομπρέλα εμένα και τη μάνα μου να τρώμε σταφύλια! Στη μικρή οθόνη, εξαφανιστήκαμε. Ειδοποιούσαν τον κόσμο με ντουντούκα, κάθε φορά που ξεκινούσε νέα λήψη, να κάνει ησυχία. Η αντιδραστική μάνα μου σε μια τέτοια στιγμή φώναξε επίτηδες δυνατά και μακρόσυρτα το όνομά μου «Γιαννάκηηηη!» Κάπου σε σκηνή της ταινίας ακούγεται ένα «…άκηηη»! Στο διάλειμμα πέρασα επίτηδες μπροστά από τη Ρένα Βλαχοπούλου – ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών. Θυμάμαι κάπνιζε με απόλαυση μια μακριά πίπα: «Τι τρως αφρατούλη μου;» με ρώτησε. Συνέχισα ατάραχος την πορεία προς τον ψύκτη. Αλλά συγκράτησα έντονα στη μνήμη εκείνο το πέρασμα…
*Η ταινία της Φίνος Φιλμ “Κάτι να καίει”, με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου, Μάρθα Καραγιάννη, Χλόη Λιάσκου, Έλενα Ναθαναήλ και Κώστα Βουτσά γυρίστηκε πριν 50 ακριβώς χρόνια, το 1964. Η ταινία, είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία, καθώς είχε κόψει συνολικά 660.791 εισιτήρια και από τις 92 ταινίες της χρονιάς, είχε καταλάβει την 1η θέση.
Πηγές: “Κάποτε στη Θεσσαλονίκη” του Στράτου Σιμιτζή, εκδ. University Studio Press “H Μνήμη της πόλης” του Χρίστου Ζαφείρη, εκδ. Γνώση Περιοδικό Τάμαριξ, τέχος 6, Ιούνιος 1997