Πόλη παρατημένη, άνθρωποι σε παραίτηση
Τελευταίο βράδυ στην Σαλονίκη. Κατάθλιψη.
Λέξεις: Θωμάς Τζίρος
Όντας μέρος ενός τόπου, μεγαλώνοντας μέσα και μαζί με αυτόν είναι δύσκολο να εντοπίσεις αλλαγές που γίνονται σε καθημερινό επίπεδο. Έχοντας ουσιαστικά πάνω από δύο χρόνια να έρθω να μείνω και να γυρίσω στην πόλη, στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσα, οι τελευταίες δέκα ημέρες μου αφήσανε μια πικρή γεύση.
Την Πέμπτη, μια ημέρα πριν ξεκινήσω το ταξίδι του γυρισμού στη χώρα όπου βρήκα τρόπο να επιβιώσω της οικονομικής κρίσης έγραψα το ακόλουθο κείμενο στο Facebook, κυρίως ως μια υπενθύμιση για τον μελλοντικό μου εαυτό:
Τελευταίο βράδυ στην Σαλονίκη. Κατάθλιψη. Δε θέλω να φύγω, δε θέλω να μείνω. Η πόλη παρατημένη, οι άνθρωποι σε παραίτηση και οι κυβερνώντες ονειρεύονται ενυδρεία.
Έχω την εντύπωση ότι οι άστεγοι έχουν αυξηθεί. Η Πρασακάκη, ένας μικρός δρόμος στην Αγίας Σοφίας, 12 η ώρα το μεσημέρι έχει περίπου 30- 40 πολίτες της πόλης, οι περισσότεροι περιποιημένοι, όχι άστεγοι, να περιμένουν το συσσίτιο της φιλοπτώχου αδελφότητας κυριών της πόλης.
Οι δρόμοι γεμάτοι από ντελιβεράδες που κινούνται χωρίς να τηρούν κανένα άρθρο του ΚΟΚ, αυτοκινητα παρκαρισμένα όπου θέλουν. Κανένας έλεγχος. Καμία προοπτική κανένα όραμα. Ζούμε για το σήμερα. Η Λουσάκα του 2009 είναι η Θεσσαλονίκη του 2021.
Η πρώτη εντύπωση που είχα ήταν ότι α) δεν υπάρχει αύξηση στα καύσιμα στην πόλη και β) ότι ο μισός πληθυσμός κινείται με δίκυκλα δουλεύοντας ως ντελιβεράδες. Η πόλη σχεδόν ολόκληρη την ημέρα ασφυκτιούσε απ’ την κίνηση των αυτοκινήτων που ειλικρινά με την αύξηση των καυσίμων δεν καταλαβαίνω που πηγαίνανε. Είχα την αίσθηση ότι το 80% των παρκαρισμένων αυτοκινήτων ήταν παράνομα παρκαρισμένα επί 24ωρου βάσης.
Οι λαμαρίνες του Μετρό στην Βενιζέλου και την Αγίας Σοφίας ακόμα είναι εκεί, και κάπως έτσι έχασα στοίχημα αν θα τελειώσει το μετρό της Σαλονίκης πριν το αεροδρόμιο του Βρανδεμβούργου, προκαλώντας επιπλέον ασφυξία στην πόλη, πέτυχα δε και φορτηγά που μπαινοβγαίνουν στα εργοτάξια να κάνουν μανούβρες στην Εγνατία γιατί βρε αδερφέ έτσι βολεύει και κανένας δεν είναι εκεί για να ρυθμίσει την κυκλοφορία. Είναι απορίας άξιο που βρίσκονται όλοι αυτοί οι αστυνομικοί που προσλαμβάνει το κράτος. Τροχαία δεν είδα στον δρόμο ούτε για δείγμα.
Μπορώ ως ένα σημείο να καταλάβω αυτόν που κατεβαίνει με το αυτοκίνητό του όταν στον δρόμο κυκλοφορούν τα περίφημα λεωφορεία της Λειψίας τα οποία δεν έχουν παράθυρα. Στην περίοδο του κορωνοιού η πόλη είχε την ατυχία όχι μόνο να “εξυπηρετείται” από ένα μέσο μαζικής μεταφοράς όπως ο ανεκδιήγητος ΟΑΣΘ, αλλά να ανακατευτεί στην λειτουργία του και ένας δήμαρχος που μάλλον δεν καταλαβαίνει βασικά πράγματα. Δεν θα μπω στην διαμάχη του Δήμου με τον ΟΑΣΘ για τα κλιματιστικά, δεν έχει καμία σημασία, το να πας και να αγοράζεις λεωφορεία χωρίς παράθυρα για την Θεσσαλονίκη είναι ηλίθιο είτε έχεις πανδημία είτε όχι. Ειρήσθω εν παρόδω, τι παίζει και τα λεωφορεία αυτά κυκλοφορούν χωρίς να δουλεύει ο ηλεκτρονικός τους πίνακας; Το να έχει έναν αριθμό στο τζάμι βοηθάει ώστε ο τουρίστας που θέλουμε να έρθει στην πόλη, να μπορέσει να πάει στον προορισμό του; Να μη συζητήσω για πινακίδες στάθμευσης που σε άπταιστα ελληνικά λέει μόνο για κατοίκους και από πάνω έχει με αυτοκόλλητο “Residents”.
Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τα απίστευτα ελληνικά lockdown αν κατάλαβα καλά ήταν η αιτία το επάγγελμα του ντελιβερά να είναι η καλύτερη λύση για πολύ μεγάλο αριθμό συνανθρώπων μας στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Το όνειρο της πολιτικής διαφήμισης της ΝΔ επί Σαμαρά με τον ντελιβερά, που κοροϊδεύαμε κάποτε, έγινε πραγματικότητα. Όμως αυτό που έζησα δέκα μέρες στη Θεσσαλονίκη ήταν το κάτι άλλο. Δίκυκλα να μην σέβονται ούτε ένα άρθρο του ΚΟΚ, το κόκκινο δεν είναι χρώμα στο φανάρι για τα δίκυκλα, το πεζοδρόμιο ανήκει στα δίκυκλα, δεν συζητάμε για τον ποδηλατόδρομο, όπου δεν έχει παρκάρει αυτοκίνητο. Η αίσθηση που έχει κάποιος που έρχεται από μια χώρα όπου δεν προσλαμβάνουν αστυνομικούς για να τραμπουκίζουν πολίτες ή για να “δώσουν αίσθημα ασφάλειας” είναι ότι όλα είναι ξέφραγο αμπέλι και ότι και αυτός μπορεί να κάνει ατιμώρητα ότι θέλει. Τώρα κατάλαβα γιατί οδηγοί που έρχονται από χώρες του εξωτερικού γίνονται σαν τα μούτρα μας εδώ.
Αυτή βέβαια ήταν η πρώτη αίσθηση. Κυκλοφορώντας όλες αυτές τις μέρες στην γκρίζα πόλη με τις γερασμένες και παρατημένες πολυκατοικίες- εκτρώματα παρατήρησα ότι οι άστεγοι ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους θυμόμουν, όχι μόνο από την συμμετοχή μου παλιότερα στην δράση του Θεσσαλονίκη Αλλιώς, αλλά και από τις προηγούμενες επισκέψεις μου. Περνώντας μάλιστα ένα βράδυ από το κτίριο του ΚΘΒΕ είδα ότι σε κάθε πόρτα του που έχει καμάρα κοιμόταν και ένας άστεγος με την πραμάτεια του. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί άστεγους εκεί. Και καλά ας πούμε ότι αυτή είναι η φανερή φτώχεια, τι γίνεται με την κρυφή; Στην Κουκούφλη, δίπλα από την Πρασακάκη, υπάρχει η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κυριών η οποία έχει συσσίτιο, για άπορους προφανώς. Πέρασα ένα μεσημέρι και πέτυχα περίπου 30 με 40 καταβεβλημένους, απογοητευμένους ανθρώπους να περιμένουν να ανοίξει για το συσσίτιο. Ανθρώπους περιποιημένους που αν τους έβλεπες αλλού δεν θα μπορούσες να θεωρήσεις ότι ζουν με συσσίτιο.
Μίλησα με συγγενείς με φίλους, είδα τα ανίψια μου που ανήκουν στην γενιά της κρίσης. Λεφτά δεν υπάρχουν προσπαθούν να μαζέψουν και να πληρώσουν τους λογαριασμούς και για το παιδί που σπουδάζει το όνειρό τους είναι να τα καταφέρει να πάρει πτυχίο και να φύγει έξω. Μίλησα με γονείς αλλά και εκπαιδευτικούς που μου περιγράψανε τα παιδιά τους που ζούνε σε μια δικιά τους φούσκα, χωρίς ιδιαίτερα σχέδια για το μέλλον, οράματα ή ενδιαφέροντα που φυσικά αντανακλά την κατάσταση των γονιών τους. Σαφώς δεν είναι όλοι έτσι, αλλά μιλάμε για την μάζα όπως άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι μου την περιγράψανε.
Στις 10 αυτές μέρες έζησα και μια άλλη πλευρά της πόλης, μια άλλη φούσκα. Παρακολούθησα ένα session ενός συνεδρίου για Industry 4.0 στο πλαίσιο της έκθεσης Beyond Thessaloniki Innovation Capital. Πρώτη παρατήρηση έλεος με το κόμπλεξ μας να είμαστε πρωτεύουσα του κάτι. Η έκθεση αν κατάλαβα καλά ήταν κάτι σαν υποκατάστατο της πάλαι ποτέ, επίσης αδιάφορης, με τον καιρό, Infosystem. Το κομμάτι λοιπόν αυτό του συνεδρίου που παρακολούθησα είχε τους κουστουμαρισμένους κύριους, αξιόλογους στον τομέα τους, που είπαν να μας μιλήσουν για το επερχόμενο Industry 4.0 σε μια χώρα χωρίς καν Industry 1.0. Η συζήτηση έγινε παρουσία ενός υπουργού που πουλούσε Νανογιλέκα κάποτε, πιθανότατα ως Innovation product, ο οποίος όταν έπρεπε να φύγει φώναξε το πάνελ να βγουν φωτογραφία γιατί είπε “υπάρχουν και τα Social Media”.
Ένα από τα θέματα που θίξανε ήταν η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού. Θεωρούσαν ότι δεν υπάρχουν αρκετοί εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι, παρ’ ότι δίνουν καλά λεφτά, άκουσα ένα νούμερο 2500 για Μηχανικό. Μια μέρα πριν συζητώντας με φίλο μου που έχει εταιρία πληροφορικής μου έλεγε τα ίδια μόνο που ήταν πιο σοβαρός. Αναγνώριζε ότι τους έτοιμους που χρειαζόταν τους έχει απορροφήσει το εξωτερικό, είτε έφυγαν είτε δούλευαν Ελλάδα από απόσταση, και οι 3-4 μεγάλες εταιρίες που ήρθαν Ελλάδα και ότι το πρόβλημά του ήταν ότι οι υπόλοιποι ή χρειάζονται εκπαίδευση που όμως όταν την πάρουν στην εργασία μπορεί να φύγουν για μια μεγαλύτερη εταιρία ή ουσιαστικά περάσανε σε μια σχολή που δεν τους ενδιέφερε. Υπάρχει μια αίσθηση ότι όλοι μένουν εξωτερικό για τα λεφτά, γι’ αυτό και οι γελοίες προσπάθειες του “Brain Drain”. Οι νέοι άνθρωποι δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω, όχι μόνο γιατί τους προτείνανε δουλειές με 480€ επειδή μπορούσανε αλλά και γιατί έχοντας ζήσει έξω έχουν διαπιστώσει τι λείπει από την πόλη που ζούνε.
Δεν έχουν πειραματικό σχολείο με πολύ λιγότερες τάξεις απ’ ότι μαθητές. Οι μητέρες μπορούν να κυκλοφορήσουν με το καροτσάκι στους δρόμους και τα φανάρια για τους πεζούς να μην ανάβουν κόκκινο ενώ ο πεζός είναι ακόμα στην μέση της διάβασης μη τυχόν και περιμένει περισσότερο ο οδηγός. Υπάρχουν παιδικοί σταθμοί ακόμα και σε χωριά όπου μπορούν να δουλέψουν χωρίς πρόβλημα και οι δυο γονείς, παιδικοί σταθμοί υπάρχουν και σε τεχνολογικά πάρκα με εταιρίες όπου αυτές πληρώνουν για τους παιδικούς σταθμούς. Δεν περιμένουν να έρθει ΕΣΠΑ μπας και μπορέσουν να τους λειτουργήσουν. Η ποιότητα της ζωής είναι διαφορετική.
Οι γκρίζες πολυκατοικίες που ανάφερα, οι γερασμένες, ίσως να μην είναι πιο παλιές από αυτές στο εξωτερικό αλλά τουλάχιστον τις ανακαινίζουν ή βάφουν, τις συντηρούν. Εδώ, ναι ξέρω, δεν υπάρχουν λεφτά να επιβιώσεις όχι να συντηρήσεις την πολυκατοικία. Αντί ίσως ο Δήμος να ασχολείται με το πως θα αναπλάσει την Αριστοτέλους ενώ έχει στις λαμαρίνες την Ελευθερίας και ψάχνει να κάνει πάρκινγκ, όταν όλες οι σύγχρονες πόλεις θέλουν να διώξουν τα αυτοκίνητα από το κέντρο, αντί να ανακοινώνει ενυδρεία που μάλλον δεν θα γίνουν ποτέ ίσως θα έπρεπε να ψάξει να δει αν μπορεί να βρει και να διαθέσει πόρους μπας και τα κτίρια πάψουν να είναι μουντά, μπας και τα πεζοδρόμια γίνουν κατάλληλα για να περπατούν άνθρωποι και οι δρόμοι έστω υποφερτοί για τα όσα αυτοκίνητα κινούνται.
Οι νέοι άνθρωποι που φύγανε από την πόλη ίσως σκεφτούν να γυρίσουν πίσω όταν ξεφύγουμε από την επαρχιώτικη λογική “να κάνω έργο βιτρίνας να βάλουν το όνομα μου σε πλακέτα” και αρχίσουμε να κάνουμε έργα ουσίας. Ούτε η κρίση αλλά ούτε και η πανδημία βοήθησαν την πόλη, θέλει όμως έναν άνθρωπο με όραμα που να μπορεί να ξεσηκώσει άλλους για να κάνουν μαζί την πόλη αλλά και τους ανθρώπους καλύτερους. Να κάνει την καθημερινότητά τους καλύτερη να τους δώσει τα εργαλεία/ευκολίες ώστε να μην σκέφτονται καν να παραμείνουν έξω για τα λεφτά και μόνο. Αλλά αυτό απαιτεί κάποιον που πρώτα απ όλα αγαπά τον τόπο, δεν επιτρέπει να τεμαχίζεται η ιστορία του, δεν σκέφτεται μόνο τι βολεύει τους φίλους του, έχει ένα όραμα για την πόλη και όχι για την υστεροφημία του και προσπαθεί να βρει λύσεις για όσους είναι άστεγοι και στα όρια της φτώχιας, για τους αδύναμους της κοινωνίας μας. Και σε αυτό το σημείο διαφωνώ με τον φίλο μου τον Γιώργο Τούλα, η πόλη δεν είναι παρακόρη γιατί την αδικεί ίσως το κεντρικό πολιτικό σύστημα, αν είναι παρακόρη γενικά είναι γιατί έχουμε επιτρέψει να μας δούνε έτσι, λειτουργώντας ως παρακόρες. Αν δεν ξεφύγουμε από αυτή την νοοτροπία μόνο ντελιβεράδες και όμορφα Airbnb διαμερίσματα θα έχουμε σε μια καταθλιπτική πόλη.
Υ.Γ. Επίτηδες απέφυγα να μιλήσω για την παραλία και το αίσχος με τις παρκαρισμένες παράνομα καντίνες στον δρόμο που πουλάνε από το άνοιγμα τους προς την παραλία ή από τους διάφορους που τραγουδάνε ούτε καν σκυλάδικα για να μαζέψουν λεφτά και μάλιστα στο ύψος του Δημαρχείου.
*Ο Θωμάς Τζίρος μετακόμισε στη Γερμανία από τη Θεσσαλονίκη πριν μερικά χρόνια.