Πολιτισμός και παιδί
Η συμμετοχή στον πολιτισμό σημαίνει, ειδικά για τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, ότι μεγαλώνουμε με ίσες ευκαιρίες.
Λέξεις: Ιωάννα Αβραμίδου-Σακελλαρίου
Συνήθως όταν μιλάμε για πολιτισμό, για συναυλίες, θέατρα, κινηματογράφο, λογοτεχνικά και ποιητικά δρώμενα, αθλητισμό και εν γένει καλλιτεχνικές δραστηριότητες, οι σκέψεις και οι προτάσεις μας απευθύνονται πάντα σε ενήλικες κι όχι στα παιδιά. Ας θυμηθούμε ότι η λέξη «πολιτισμός» είναι η μετάφραση της γαλλικής λέξης «civilisation» την οποία μετέφρασε ο Αδαμάντιος Κοραής στα ελληνικά και σημαίνει κυρίως τον τεχνολογικό πολιτισμό κι όχι τον πνευματικό.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, για τον πολιτισμό είχαν τη λέξη παιδεία και αφορούσε κυρίως τον πνευματικό πολιτισμό, την κουλτούρα και την ιστορία ενός λαού, ξεκινούσε από την μικρή ηλικία και διαμόρφωνε καλλιεργημένους ανθρώπους και ανάλογες συμπεριφορές. Η παιδεία ενός πολίτη πρέπει να ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία, εξ απαλών ονύχων, μέσα από εκπαιδευτικές διαδικασίες που δεν αφορούν μόνο την απόκτηση γνώσεων αλλά κυρίως συμπεριφορές εντός και εκτός σπιτιού και τούτο οφείλουν να το αναλάβουν καταρχάς οι γονείς, και κατά δεύτερον το σχολείο ή ιδιωτικοί και κρατικοί πολιτισμικοί φορείς με την στήριξη των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών.
Οι γονείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των παιδιών και του τρόπου σκέψης τους. Πρωτίστως οι γονείς είναι εκείνοι που προετοιμάζουν τα παιδιά στον τρόπο που θα αλληλεπιδρούν με την κοινωνία. Στη συνέχεια, το καθήκον αυτό οφείλει να το αναλαμβάνει η Πολιτεία.
Η επαφή των παιδιών από την ηλικία των τριών έως δώδεκα ετών με τις διάφορες μορφές τέχνης, με επισκέψεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα μουσεία, σε έναν χώρο πολιτισμού ο οποίος προσφέρει τέτοιες υποδομές για παιδιά ώστε να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε, είναι περισσότερο και από αναγκαίος προκειμένου να διαμορφώσουμε την επόμενη γενιά πολιτών οι οποίοι θα διορθώσουν τα κακώς κείμενα και τις στρεβλώσεις της σημερινής κοινωνίας μας.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί με υποστήριξη του Δήμου, ένα «Παιδικό Σπίτι» σε κάθε δημοτική κοινότητα με τις κατάλληλες υποδομές στα μέτρα των παιδιών, στο οποίο αναλαμβάνουν εκπαιδευμένοι νηπιαγωγοί ή παιδαγωγοί, δίχως την παρουσία των γονέων, να μεταβιβάσουν στα παιδιά την λειτουργία των διαφόρων επαγγελμάτων, την τέχνη της αφήγησης και τη σωστή χρήση της γλώσσας (πολύ σημαντική η γλώσσα για την περαιτέρω διανοητική ανάπτυξη των παιδιών) μέσα από παραμύθια και μύθους, τη γνώση για τη λειτουργία του σύμπαντος, την μύησή τους στα μυστικά της κουζίνας αδιακρίτως φύλου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της μουσικής, του θεάτρου όπου τα παιδιά αναλαμβάνουν να παίξουν τα ίδια διάφορους ρόλους ή να αυτοσχεδιάζουν.
Στην χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν συνηθίζεται οι γονείς να επισκέπτονται χώρους πολιτισμού, όπως μουσεία ή βιβλιοπωλεία για παράδειγμα με τα παιδιά τους, λόγω ίσως έλλειψης χρόνου, καλλιέργειας, κόπωσης από τη δουλειά και άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κυρίως οι μη προνομιούχες οικογένειες.
Όμως, πρέπει να το εμπεδώσουμε: ο ποιοτικός χρόνος αφιέρωσης στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών, έχει εξαιρετικά οφέλη για την καλλιέργεια τους. Όλα αυτά βεβαίως δεν είναι μόνο ευθύνη της πολιτείας, αλλά προπαντός και κυρίως των γονέων, οι γονείς αποτελούν το πρώτο πρότυπο για τα παιδιά. Οι γονείς που, αντί να αφήνουν τα παιδιά να βλέπουν τα σκουπίδια της τηλεόρασης ή βιντεοπαιχνίδια, μπορούν να αφιερώνουν λίγο χρόνο κάνοντας έναν περίπατο στη φύση και εξηγώντας τους πως λειτουργεί και πως αυτή είναι που μας τρέφει και πρέπει να τη σεβόμαστε.
Τα παιδιά που ασχολούνται με τις τέχνες και τον πολιτισμό, αναπτύσσουν μια υγιή σχέση με τον εαυτό τους και με τον κόσμο γύρω τους, καλλιεργούν την αισθητική, ανακαλύπτουν την κλίση τους μέσα από ασχολίες που τους ενδιαφέρουν περισσότερο και στις οποίες αργότερα θα στραφούν ,είτε συνεχίζοντάς τις ως χόμπι, είτε επαγγελματικά. Όλες οι μορφές τέχνης γενικώς, αναπτύσσουν τη φαντασία η οποία ανοίγει νέους κόσμους, όχι μόνο στις λεγόμενες φιλολογικές σπουδές, αλλά και στις θετικές επιστήμες, αναπτύσσει την κριτική σκέψη, βελτιώνει τις γνωστικές ικανότητες, ενισχύει την αυτοπεποίθηση, την πειθαρχία και την αυτοπειθαρχία. Τα παιδιά μαθαίνουν να δουλεύουν ομαδικά με σεβασμό στην διαφορετικότητα του άλλου που ανήκει σε έναν άλλο πολιτισμό ή παράδοση.
Εν ολίγοις, ο πολιτισμός είναι παιδεία και είναι μεταδόσιμη. Η συμμετοχή στον πολιτισμό σημαίνει, ειδικά για τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, ότι μεγαλώνουμε με ίσες ευκαιρίες. Η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει τις προσπάθειες πολιτιστικών κέντρων για παιδιά. «Μου πήρε μια ζωή για να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί», είπε κάποτε ο διάσημος ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο.
Και είχε δίκιο: τα παιδιά έχουν το δικό τους μοναδικό τρόπο να προσεγγίσουν τον πολιτισμό. Όταν τα παιδιά εξασκούνται σε χορογραφίες, φτιάχνουν μαριονέτες με το χέρι ή κάνουν μουσική μαζί, πρωτίστως διασκεδάζουν και δευτερευόντως ενισχύουν τις νοητικές τους ικανότητες, βιώνουν την αίσθηση της κοινότητας και ενισχύουν τη δημιουργικότητά τους.
Πρέπει επιτέλους να εφαρμόσουμε αυτά που είχε σχεδιάσει ως Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού η αείμνηστη Μυρσίνη Ζορμπά της οποίας το όραμα συμμερίζομαι πλήρως. Συγκεκριμένα έλεγε: «Έχουμε υποχρέωση απέναντι στα παιδιά και τις νεότερες γενιές να δείξουμε και να προάγουμε τους πολλούς και διαφορετικούς δρόμους που μας οδηγούν στον πολιτισμό, από το παιχνίδι και την καθημερινή συμπεριφορά ως το μουσείο και τις τέχνες. Δρόμους βιωματικούς και συμμετοχικούς, που συνιστούν πολιτισμικά δικαιώματα και χωρούν τη διαφορετικότητα. Οι πολιτισμικές ανισότητες και διακρίσεις θέτουν εμπόδια στην κοινωνική μας ζωή και πυροδοτούν αρνητικά φαινόμενα που οφείλουμε να περιορίσουμε ανοίγοντας τον ορίζοντα σε στάσεις ζωής με όραμα.».
Όταν η χώρα μας ήταν μια φτωχή χώρα, οι γονείς καλλιεργούσαν στα παιδιά να εκτιμούν περισσότερο τις πνευματικές αξίας, τη γνώση, την περιέργεια, την πολυμάθεια και να μην επιδίδονται στο κυνήγι των υλικών αγαθών, διότι μόνο οι πνευματικές ικανότητες και οι ηθικές αξίες είναι σίγουρο πως οδηγούν στην επιτυχία.
Εν κατακλείδι, η παράταξη του Σπύρου Πέγκα «Θεσσαλονίκη για Όλους», στην οποία έχω την τιμή να συμμετέχω ως υποψήφια δημοτική σύμβουλος στις προσεχείς δημοτικές εκλογές, έχει την όρεξη και τις ικανότητες να υλοποιήσει όλα τα ανωτέρω διότι διαθέτει μια ομάδα νεαρών υποψηφίων με υψηλές προδιαγραφές οι οποίοι γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει ώστε να προσαρμοστούμε στις νέες κοινωνικές συνθήκες που ζούμε.
Η Θεσσαλονίκη, ως η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και συμπρωτεύουσα, πρέπει να αποκτήσει έναν νέο δήμαρχο που να γνωρίζει το τι διακυβεύεται και να πράξει αναλόγως, κι όχι να επιστρέψει σε παλαιότερα μοντέλα δημαρχιακής διοίκησης με παρωχημένες πρακτικές κι έναν λαϊκιστικό λόγο. Οι εποχές έχουν αλλάξει, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τρέχουν με υψηλές ταχύτητες για να επιλύσουν τα προβλήματα των μεγάλων πόλεων που προκύπτουν ως συνέπεια των νέων προκλήσεων.
*Η Ιωάννα Αβραμίδου-Σακελλαρίου είναι Φιλόλογος-Μεταφράστρια, Υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος με την παράταξη του Σπύρου Πέγκα «Θεσσαλονίκη για Όλους».
**Φιλοξενούμενη δημοσίευση