Οι Πορτολάνοι του Θερμαϊκού
Η Θεσσαλονίκη, σαν ένας ενδιάμεσος εμπορικός σταθμός από την ιταλική χερσόνησο προς την Κωνσταντινούπολη και την Μαύρη Θάλασσα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων ναυτικών, που συνέταξαν «Πορτολάνους» για την ασφαλή προσέγγιση στο λιμάνι της.
Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά πότε ο άνθρωπος βγήκε στην ανοιχτή θάλασσα. Αυτή η ερώτηση δεν θα απαντηθεί ποτέ με απόλυτη βεβαιότητα. Πάντως θεωρείται σίγουρο ότι «Ο άνθρωπος έμαθε να χρησιμοποιεί ένα κουπί και ένα πανί προτού καβαλήσει τη ράχη ενός ζώου και κατασκευάσει μια σέλα», όπως έγραψε ο πρωτοπόρος της ναυτικής πειραματικής αρχαιολογίας Thor Heyerdahl.
Η περιπέτεια του ανθρώπου πάνω στο νερό ξεκίνησε πιθανότατα πριν από 700.000 χρόνια. Όλα ξεκίνησαν όταν ο άνθρωπος καβάλησε τον κορμό ενός δέντρου που επέπλεε. Αυτός ο κορμός σιγά σιγά με το πέρασμα των χιλιετηρίδων, έγινε μονόξυλο, σχεδία, βάρκα, πλοίο. Η πρωϊμότερη και μοναδική επιστημονική μαρτυρία που έχουμε παγκοσμίως για ένα ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα έχει καταγραφεί στο Αιγαίο, στις Κυκλάδες, και τοποθετείται πριν από περίπου 11.000 χρόνια. Το ταξίδι αυτό σχετίζεται με τη μεταφορά οψιδιανού (ηφαιστειακό ορυκτό) από τη Μήλο στο σπήλαιο Φράγχθι, στην Ανατολική Πελοπόννησο.
Πλοία με μεγάλο αριθμό κουπιών απεικονίζονται σε πήλινα αγγεία που χρονολογούνται μεταξύ 2.800 και 2.300 π. Χ. Στην περίφημη τοιχογραφία της «Δυτικής Οικίας» στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, η οποία χρονολογείται στα μέσα του 16ου αι. π.Χ., απεικονίζονται δέκα πλοία (επτά μεγάλα και τρία μικρά) καθώς και μια βάρκα, που κινούνται με κουπιά και πανιά.
Για τους πρώτους ναυτικούς ο μόνος οδηγός για την εύρεση της πορείας τους ήταν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στις ακτές. Τα χαρακτηριστικά αυτά στην αρχή μεταβιβάζονταν προφορικά ή σε μορφή σκίτσου από ναυτικό σε ναυτικό για να διευκολύνουν την πλοήγηση. Αργότερα καταγράφονταν σε ένα «βιβλίο», το οποίο στους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους πήρε το όνομα «Πορτολάνος».
Οι Έλληνες από τον 5ο π.Χ αι. χρησιμοποιούσαν οδηγούς πλοήγησης για τα ταξίδια τους στη Μεσόγειο. Αυτοί οι οδηγοί ονομάζονταν «Περίπλοες». Ο «Περίπλους» ήταν ένας κατάλογος με οδηγίες στους ναυτικούς, με διευθύνσεις και θαλάσσιες αποστάσεις μεταξύ διαφόρων σημείων, με ονόματα ακτών και παράκτιων τόπων. Τους αρχαίους «Περίπλοες» διαδέχονται οι ελληνιστικοί «Σταδιασμοί» που περνούν στο Βυζάντιο με τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη και φθάνουν στην μεσαιωνική Ευρώπη με το όνομα «Πορτολάνοι» για να καταλήξουν στους σύγχρονους «Πλοηγούς», που εκδίδουν οι Υδρογραφικές Υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού κάθε χώρας.
Μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα οι «Πορτολάνοι» είναι βιβλία καθαρά τεχνικά. Το τι ακριβώς περιέχουν το διαβάζουμε στον χειρόγραφο «Πορτολάνο» της Βιβλιοθήκης του Βατικανού που χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. Σύμφωνα με τον συντάκτη: «…καθώς τα θέλεις ειδή εις τούτο το βιβλίον γεγραμένα, λιμιόνες, ραψήματα, ξέραις, νησιά, χώρες και άλλον πάσα πράγμα όπου κάμνει χρεία να γνωρίζει τινάς πάσα τόπον»
Στα τέλη του 13ου αι. εμφανίζονται οι πρώτοι ναυτιλιακοί χάρτες με το όνομα «Πορτολάνοι» ως απαραίτητο συμπλήρωμα στα βιβλία πλοήγησης. Σε μια εποχή που η χαρτογραφία ήταν κάτω από την επίδραση της εκκλησιαστικής ιδεολογίας και οι χάρτες απεικόνιζαν έναν φανταστικό κόσμο, οι χάρτες «Πορτολάνοι» αποδίδουν με μεγάλη λεπτομέρεια και με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ακτογραμμές, παρά το γεγονός ότι σχεδιάζονταν με απλές παρατηρήσεις χωρίς χρήση οργάνων αποτύπωσης. Ήταν χάρτες επίπεδης προβολής με πολλές σημειώσεις και συμβολικά σκαριφήματα των ανωμαλιών του βυθού, με κακότεχνες ζωγραφικές παραστάσεις για τις προσγειαλώσεις, με κάποια αστρονομικά στοιχεία προσανατολισμού, με ανεμοδείκτες με τους επικρατούντες στην περιοχή ανέμους καθώς και σημειώσεις για θαλάσσια ρεύματα. Η ονοματολογία περιορίζεται κυρίως σε λιμάνια, ακρωτήρια και άλλα χαρακτηριστικά της ακτής. Περιστασιακά απεικονίζονται ποτάμια και πόλεις της ενδοχώρας χωρίς, ωστόσο, ακρίβεια.
Στην πλειοψηφία τους οι πρώτοι χάρτες «Πορτολάνοι» έγιναν στις ιταλικές ναυτικές πόλεις Γένοβα, Βενετία, Πίζα, Λιβόρνο κλπ και περιορίζονταν στην απεικόνιση της Δυτικής Ευρώπης, τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Αυτό είναι κατανοητό αφού οι Γενοβέζοι και Ενετοί θαλασσοπόροι διενεργούσαν το ναυτικό εμπόριο σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο.
Η Θεσσαλονίκη με την πλούσια ενδοχώρα της, σαν ένας ενδιάμεσος εμπορικός σταθμός από την ιταλική χερσόνησο προς την Κωνσταντινούπολη και την Μαύρη Θάλασσα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων ναυτικών, που συνέταξαν «Πορτολάνους» για την ασφαλή προσέγγιση στο λιμάνι της.