Πώς η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης
«Πρώτη προτεραιότητα είναι η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα» τονίζει ο Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του ΑΠΘ
Σε ερωτήματα όπως το πως είναι να ζει ένας πολίτης σε μια πόλη με επιβαρυμένη ατμόσφαιρα, να αδυνατεί να βρει δροσιά, να πρέπει να θωρακιστεί από τις πλημμύρες εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων επιχείρησε να απαντήσει έρευνα για την αστική ανθεκτικότητα και την κλιματική ουδετερότητα στη Θεσσαλονίκη που παρουσιάστηκε σήμερα Σάββατο 7 Δεκεμβρίου στις 19:00 στην αίθουσα Νερού του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης. Η έρευνα έγινε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας.
«Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση γιατί θίγει πάρα πολλά ζητήματα που αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Η έρευνα αυτή και η συζήτηση αφορούν την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην καθημερινότητα των κατοίκων μιας μεγαλούπολης όπως είναι Θεσσαλονίκη αναδεικνύοντας πτυχές αυτού του γενικού προβλήματος, είτε δεδομένα που αφορούν τα νερά, το θαλάσσιο περιβάλλον, είτε την ατμόσφαιρα, την έλλειψη πρασίνου, τις μεταφορές», ανέφερε στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο κ.Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.
Πρώτη προτεραιότητα η ποιότητα του αέρα
«Μερικά από τα ζητήματα της συζήτησης είναι και παλαιότερα από την επιδείνωση των επιπτώσεων, δεν είναι καινούργια. Η κλιματική αλλαγή για παράδειγμα είναι ένα παλιό θέμα… Προσωπικά θεωρώ ότι από τα πιο σημαντικά θέματα που βιώνουμε και στην πόλη μας είναι το θέμα της ποιότητας του αέρα, της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Είναι γνωστό και ότι δεν είναι αυτή που έπρεπε να είναι με βάση τις ελληνικές και τις διεθνείς, τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, γι’αυτό κιόλας η χώρα μας έχει και οδηγηθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και είχε τιμωρηθεί», τόνισε ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.
«Νομίζω ότι το πιο σημαντικό στην όλη ιστορία δεν είναι ότι τα πρόστιμα -που θα πρέπει να πληρωθούν κι αυτά από δημόσια χρήματα- αλλά το γεγονός ότι δεν αλλάζει η κατάσταση και δε φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά μέτρα, σημαντικές προσπάθειες για να αλλάξει αυτό το πράγμα, για αυτό κιόλας η χώρα μας έχει και οδηγηθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και είχε τιμωρηθεί. Το δε δυστύχημα για όλους μας είναι ότι αυτή η επιβάρυνση της ποιότητας το αέρα μεταφέρεται μεν προφανώς και κατοίκους και όχι μόνο, αλλά δεν είναι όμως κάτι χειροπιαστό, δηλαδή δεν είναι διακριτή η μεγάλη διαφορά του “χθες” με το “σήμερα” και έτσι φοβάμαι πὼς επαναπαυόμαστε επειδή δεν είναι κάτι όπως η επίπτωση ενός ακραίου καιρικού φαινομένου π.χ εξαιτίας μιας πλημμύρας ή μιας φορτικής ζέστης», εξήγησε ο κ. Κρεστενίτης.
Την ίδια ώρα η αντιμετώπιση της κακής ποιότητας ατμοσφαιρικού αέρα την πόλη μας σχετίζεται σύμφωνα με τον κ. Κρεστενίτη και με άλλα πράγματα, τουτέστιν με το ότι δεν υπάρχει το πράσινο που θα έπρεπε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με το ότι η κυκλοφορία στους δρόμους γίνεται αν με αργό τρόπο άρα παρατείνεται η επιβάρυνση στους ανθρώπους που κυκλοφορούν στην πόλη. «Δυστυχώς είναι ένα θέμα που το ξέρουμε χρόνια, το ξέρει πολιτεία, το ξέρουν τα τα όργανα της πολιτείας, είτε της κεντρικής διοίκησης, είτε της τοπικής αυτοδιοίκησης, το ξέρουν εδώ και αρκετό καιρό και παρόλαυτα δεν έχουμε την αντιμετώπιση που νομίζω έπρεπε να έχουμε, να έχει το Δημόσιο να να έχει απέναντι στους πολίτες», προσέθεσε ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.
Ζέστη και νερό
«Φαινόμενα όπως αυτό της παρατεταμένης ζέστης που ζήσαμε φέτος έχουν επιπτώσεις πέρα από την ποιότητα ζωής, και σε άλλα πράγματα παραδείγματος χάριν στο περιβάλλον, στην πρωτογενή παραγωγή. Ξέρουμε ότι δύο καλοκαίρια, το καλοκαίρι του 2024 για το καλοκαίρι του 2021 έφεραν αρκετές ζημιές σε παραγωγικούς τομείς της περιοχή, όπως στις οστρακοκαλλιέργειες. Καταστράφηκαν, όπως λένε οι παραγωγοί σε πολύ μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 80% ή και παραπάνω, άρα υπήρχε πτώση στην παραγωγή. Αυτό που ακόμη επίσης γίνεται αντιληπτό είναι η επίπτωση από τις μειωμένες βροχοπτώσεις, οπότε σαν αποτέλεσμα έχουμε να εμφανίζονται φαινόμενα έλλειψης νερού -λειψυδρία- που επιδεινώνεται μερικές φορές και από την μη καλή διαχείριση που κάνουμε συνολικά», εξήγησε ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας.
Σύμφωνα με τον κ. Κρεστενίτη στη χώρα έχουμε το πρόβλημα των μεγάλων διαρροών: «το σπαταλάμε περισσότερο από ότι θα έπρεπε το νερό, και σε χρήσεις που δεν χρειάζεται να σπαταλιέται. Έχουμε ας πούμε πολύ μεγάλη κατανάλωση σε αγροτικό νερό γενικά και εννοώ σε όλη τη χώρα, ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε έργα στον αγροτικό τομέα που θα οδηγούσαν στο να μειώσουμε την κατανάλωση του αγροτικού νερού, που είναι και ο τομέας με την μεγαλύτερη κατανάλωση σε σχέση με το νερό το πόσιμο», τόνισε ο κ. Κρεστενίτης.
Ακραία καιρικά φαινόμενα
«Το άλλο που επίσης που αρκετές φορές έχουμε βιώσει σαν κάτοικοι σε αυτή την περιοχή του πλανήτη μας είναι ακραία καιρικά φαινόμενα καταιγίδες. Οι πρόσφατες ήταν μια τέτοια περίπτωση με έντονα φαινόμενα, βροχοπτώσεις και πολύ δυνατούς ανέμους. Είχαμε σημαντικές απώλειες δέντρων και όταν είσαι σε μία πόλη με τόσο μικρό ποσοστό κάλυψης με πράσινο ακόμα και η παραμικρή απώλεια δέντρων είναι σημαντική. Δυστυχώς μάλιστα δεν βλέπουμε ούτε και δράσεις ώστε να καλυφθεί και η συγκεκριμένη απώλεια από το ακραίο αυτό φαινόμενο των τριών ημερών της καταιγίδας αυτής, που είχε τον κωδικό Bora, αλλά και να αυξηθούν οι χώροι οι πρασίνου στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης», ανέφερε ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του ΑΠΘ. «Σε αυτήν την έρευνα που ήταν και η αφορμή της συζήτησης μας τονίζεται για παράδειγμα και Ιστορία αυτή της ανάπλασης της ΔΕΘ και το πόσο μικρό μεγάλο θα είναι αυτό που ονομάζεται μητροπολιτικό πάρκο, συζήτηση για τις διεκδικήσεις να γίνει πολύ μεγαλύτερο από αυτό που σχεδιάζεται», εξήγησε.
Τι σημαίνει “κλιματική ουδετερότητα” για τη Θεσσαλονίκη
Ο συγκεκριμένος όρος σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας είναι ένας όρος που θα συναντάμε συχνά στο άμεσο μέλλον. «Πρέπει ναι να μετατρέψουμε κάποιες δραστηριότητές μας με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτύπωμα των επιβαρύνσεων στο περιβάλλον να είναι μηδενικό. Αυτό κυρίως ξεκίνησε όταν αρχίσαμε να μιλάμε για την κοινή ιστορία των αερίων του θερμοκηπίου που είναι τα αέρια τα οποία επιτείνουν το φαινόμενο αυτό της κλιματικής κρίσης άρα τις δραστηριότητες μας, τα μέσα για την παραγωγή ενέργειας ή και την κατανάλωση ενέργειας, τα κτίρια μας και άλλες δραστηριότητες μας. Στην πόλη πρέπει να προχωρήσουμε σταδιακά τις δράσεις μας ώστε να πετύχουμε αυτή την “κλιματική ουδετερότητα”», τόνισε ο κ. Κρεστενίτης που ανέφερε πως αυτή η πορεία έχει κόστος.
«Προφανώς έχει κόστος γιατί πρέπει να γίνουν επενδύσεις, να αλλάξουν πράγματα. Ως παράδειγμα μπορώ να δώσω το εξής: Από μελέτες που έχουν γίνει και είναι γνωστές και στο ελληνικό Δημόσιο αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση, ένας παράγοντας που επιβαρύνει την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα είναι κεντρική θέρμανση και κυρίως η θέρμανση η οποία πραγματοποιείται στις οικοδομές χρησιμοποιώντας είτε πετρέλαιο είτε για παράδειγμα πέλετ κι άλλες τέτοιες καύσιμες ύλες. Αυτές οι καύσεις είναι πιο επιβαρυντικές από ότι οι καύσεις με φυσικό αέριο ή αντίστοιχα με συστήματα ηλεκτρικά όπως οι αντλίες θερμότητας», εξήγησε ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας.
«Έτσι λοιπόν για να αλλάξει ένα νοικοκυριό την θέρμανση του που είναι σήμερα με πέλετ, καυσόξυλα, πετρέλαιο και να πάει σε ένα άλλο σύστημα, Προφανώς χρειάζεται οικονομική ενίσχυση χρειάζεται χρήματα. Πρέπει να γίνουν επενδύσεις ώστε να αλλάξουν αυτά τα συστήματα κι αυτά τα χρήματα κάποιος πρέπει να τα δώσει. Αυτό προβλέπεται με προγράμματα τα οποία κατά καιρούς εξαγγέλλονται, αλλά θεωρώ ότι ενίσχυση αυτών των νοικοκυριών που εξακολουθούν να έχουν, ας μου επιτραπεί όρος, παλαιού τύπου συστήματα θέρμανσης, πρέπει να είναι μεγαλύτερη. Ένα νοικοκυριό κρατάει ένα παλαιότερο σύστημα θέρμανσης γιατί δεν έχει τον τρόπο να το αλλάξει…», κατέληξε ο κ. Κρεστενίτης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ