Πώς ο δήμαρχος ξέχασε τον Μισέλ Δημόπουλο και γιατί η πόλη οφείλει να τον τιμήσει
Τόσο αμήχανη και άλλο τόσο εκκωφαντική η σιωπή της Θεσσαλονίκης
Χτες μέσα σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης ήταν η (πολιτική) κηδεία του Μισέλ Δημόπουλου. Φίλοι, γνωστοί και παλιοί συνεργάτες βρέθηκαν στο τελευταίο αντίο ενός σημαντικού ανθρώπου της κινηματογραφικής κριτικής και του πολιτισμού. Υπάρχει όμως κάτι που ειλικρινά μου έκανε αρνητική εντύπωση (πέρα από την ανύπαρκτη – όπως διαβάζω – εκπροσώπηση του Υπουργείου Πολιτισμού).
Δεν ξέρω αν κάποιος φορέας από τη Θεσσαλονίκη έστειλε κάποιο στεφάνι ή έδωσε το παρών στην τελετή, νομίζω όμως πως η απουσία της πόλης της Θεσσαλονίκης από την ύστατη τιμή στον άνθρωπο που άλλαξε τη ροή της Ιστορίας σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας και το σημαντικότερο γεγονός της πόλης (μετά τη ΔΕΘ) ήταν τόσο αμήχανη και άλλο τόσο εκκωφαντική.
Και απόδειξη σε αυτό αποτελεί ίσως ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Δήμαρχος της πόλης προσπέρασε την είδηση του θανάτου του Μισέλ Δημόπουλου μην κάνοντας καμία δήλωση ως τιμητική ενθύμηση στο όνομα του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Είναι πράγματι παράξενο πως ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε μια δημόσια δήλωση (μέσω των κοινωνικών δικτύων) τιμώντας τη μνήμη και την συνολική προσφορά του Μισέλ Δημόπουλου στον πολιτισμό της χώρας αλλά την ίδια στιγμή ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης δεν έβγαλε ένα στοιχειώδες δελτίο τύπου που να κάνει μια – έστω τυπική – αναφορά στο όνομα του Μισέλ Δημόπουλου- ούτε καν μια δημοσίευση στα κοινωνικά δίκτυα – όπως έκαναν τουλάχιστον αρκετοί άλλοι εκπρόσωποι τοπικών φορέων που θεσμικά και προσωπικά συνεργάστηκαν με τον εκπλιπόντα.
Κι όμως, νομίζω πως η Θεσσαλονίκη οφείλει να θυμηθεί τι συνέβη τότε και να τιμήσει με κάποιο τρόπο την μνήμη του Μισέλ Δημόπουλου. Και όχι μόνο στο περιθώριο του ίδιου του Φεστιβάλ, το οποίο εικάζω πως ως οργανισμός με κάποιο τρόπο θα κάνει κάτι για να κρατήσει αναλλοίωτη τη μνήμη του και την συνεισφορά του στο θεσμό.
Η πόλη οφείλει να το κάνει ξεχωριστά για πολλούς λόγους: πρώτα απ’ όλα γιατί όταν ο Μισέλ Δημόπουλος ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ ήξερε πως αναλαμβάνει μια δύσκολη πρόσκληση, σε έναν σημαντικό πολιτιστικό θεσμό με ιστορία, που ήταν όμως από χρόνια σε τέλμα και εσωστρέφεια. Κατάφερε να ξαναφτιάξει το Φεστιβάλ από την αρχή – μέσα σε μια εξαιρετικά γόνιμη θητεία που κράτησε από το 1992 μέχρι το 2004 – ανοίγοντας με την διεθνοποίηση του Φεστιβάλ νέους ορίζοντες εξωστρέφειας και δημιουργίας για την πόλη.
Μια πολιτιστική διεθνοποίηση που έβγαλε την πόλη από τα στενά όρια της ελληνικής περιφέρειας και την προώθησε παντού στον κόσμο ενώ οι επισκέψεις ξεχωριστών δημιουργών και κινηματογραφικών αστέρων (Κιαροστάμι, Ιοσελιάνι, Μπερτολούτσι, Ντενέβ, Ιπέρ) αποτέλεσαν μια επιπλέον ξεχωριστή προβολή για την Θεσσαλονίκη.
Η αλλαγή αυτή δεν έγινε εύκολα και αυτονόητα. Είναι γνωστό σε όλους πως εντός της κινηματογραφικής κοινότητας η ανησυχία για τον «αφελληνισμό» του Φεστιβάλ και οι αντίρροπες δυνάμεις αυτής της προοπτικής αντιδρούσαν διαρκώς στις αλλαγές με πολλούς και διάφορους τρόπους.
Τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο όσοι ζήσαμε τα πρώτα χρόνια της διεθνοποίησης του Φεστιβάλ η αμηχανία για το που πάει ο θεσμός κι αν αυτή η νέα πρόταση ανοίγματος και μεγαλώματος της διοργάνωσης ταιριάζει στο προφίλ της πόλης ήταν έκδηλη. Ας μην ξεχνάμε πως όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή καθόλου εύκολη, όταν η ίδια η πόλη είχε συνηθίσει να ομφαλοσκοπεί αυτάρεσκα μέσα σε μια σειρά ψευδαισθήσεων μιας δήθεν ευμάρειας, ενός λαιφσταϊλ ξεβλαχέματος, εθνικιστικών κορώνων και άκρατο υπερσυντηρητισμό που κράτησε στάσιμη την πόλη για αρκετό καιρό.
Κι όμως η πρόταση του Μισέλ Δημόπουλου για το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου προχώρησε και έτσι ο θεσμός μπήκε σε μια δημιουργική τροχιά. Ο Μισέλ Δημόπουλος προχώρησε αναδεικνύοντας με ξεχωριστά αφιερώματα και ρετροσπεκτίβες εθνικές κινηματογραφίες (όπως το Ιράν ή γειτονικές χώρες μέσα από την ξεχωριστή καθιερωμένη πλέον ενότητα Ματιές στα Βαλκάνια) και νέους πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς (ακόμη και Έλληνες) που αργότερα έγιναν πρωταγωνιστές και διακρίθηκαν σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ ακόμη και στα Όσκαρ (όπως ο Κορεάτης Μπουνγκ Τζουν Χο ή ο Πάβελ Παβλικόφσκι, ο Αλεξάντερ Πεϊν αλλά και άλλοι πολλοί).
Το Φεστιβάλ την ίδια εποχή δημιούργησε επίσης ένα δίκτυο εξαιρετικών συνεργασιών με άλλους θεσμούς μέσα στην πόλη όπως πχ το ΑΠΘ, το Μακεδονικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, το ΚΘΒΕ, την Έκθεση Βιβλίου, τη ΔΕΘ, τον ΟΛΘ, τα ξενόγλωσσα Ινστιτούτα και τις Πρεσβείες πολλών χωρών. Ξεχωριστό κεφάλαιο είναι σίγουρα η συνεργασία του με τον Δήμο Θεσσαλονίκης καθώς ο Μισέλ Δημόπουλος συνεργάστηκε στη θητεία του με τρεις Δημάρχους Θεσσαλονίκης (τους Κωνσταντίνο Κοσμόπουλο, Δημήτρη Δημητριάδη και Βασίλη Παπαγεωργόπουλο), με αρκετούς δημάρχους από τους όμορους δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος (Καλαμαριά, Σταυρούπολη, Συκιές, Νεάπολη) αλλά και τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997.
Μέσα από αυτή την αναδημιουργία του διεθνούς φεστιβάλ ο Μισέλ Δημόπουλος θεσμοθέτησε επίσης μια σειρά από δυναμικές παράλληλες δράσεις όπως η Αγορά του Φεστιβάλ – που τότε έκανε τα πρώτα βήματα της με ξεχωριστό κομμάτι το Balkan Fund, το οποίο προσέλκυσε παραγωγούς και σκηνοθέτες από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και στήριξε δεκάδες κινηματογραφικά projects που έκαναν την πόλη ελκυστική για τους νέους δημιουργούς και αργότερα χάρη σε αυτή την υποστήριξη που έλαβαν εδώ διεκδίκησαν σημαντικά βραβεία σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ – το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ (αγκαλιάζοντας την εξαιρετική ιδέα του τότε συνεργάτη του Δημήτρη Εϊπίδη) και άλλες πολλές παράλληλες δράσεις και ρετροσπεκτίβες σε σημαντικούς Έλληνες και ξένους δημιουργούς από την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου στην διάρκεια όχι μόνο του δεκαημέρου αλλά σταθερά στη διάρκεια του ετήσιου προγράμματος (από αυτή την ετήσια δράση θυμάμαι τα εξαιρετικά αφιερώματα στους δημιουργούς της νουβέλ βαγκ, στον Φελίνι ή τον Κώστα Γαβρά).
Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Μισέλ Δημόπουλος ενδιαφέρθηκε για την ανανέωση και ανασύσταση του ενδιαφέροντος του φεστιβαλικού κοινού της πόλης και ακόμη περισσότερο δούλεψε αρκετά (κι αυτός και ο Δημήτρης Εϊπίδης και όλη η τότε ομάδα των συνεργατών τους) εκπαιδεύοντας ένα νέο σινεφίλ κοινό – επενδύοντας πολύ και στην δυναμική παρουσία των φοιτητών του ΑΠΘ – στο διαφορετικό και ανεξάρτητο σινεμά από όλο τον κόσμο με δεκάδες αφιερώματα και προβολές, με παράλληλες εικαστικές δράσεις και συνεργασίες με δεκάδες φορείς της πόλης όχι μόνο στη διάρκεια του Φεστιβάλ αλλά επίσης στις δικές τους εκδηλώσεις και διοργανώσεις αλλά και τις ειδικές εκδόσεις που εμπλούτισαν την ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία.
Κι ας μην ξεχνάμε πως άφησε στο Φεστιβάλ ως προίκα κατά τη θητεία του τ(μέσα από την συνεργασία του με το Υπουργείο Πολιτισμού και την Πολιτιστική Πρωτεύουσα) την σταθερή έδρα του οργανισμού και της διοργάνωσης στο Ολύμπιον, μια σειρά από νέους χώρους στην Προβλήτα του Λιμανιού (με τέσσερις νέες αίθουσες και την Απόθήκη Γ για τα οργανωτικά της διοργάνωσης) και επιπλέον εκπαιδεύοντας μια μαγιά από νέους επαγγελματίες (ή φέρνοντας και κάποιους έμπειρους όπως τον Δημήτρη Εϊπίδη ή τον Αντώνη Κιούκα που δούλεψαν σκληρά ο καθένας στο πόστο του μέχρι το τέλος) ως στελέχη του Φεστιβάλ αγκάλιασαν το θεσμό και αποκτώντας πείρα στον Οργανισμό συνέχισαν δημιουργικά την πορεία τους είτε ως σταθεροί συνεργάτες των κατοπινών διευθυντών στα χρόνια που ακολούθησαν είτε από άλλες θέσεις δημιουργώντας πολλές άλλες νέες δράσεις μέσα στην πόλη.
Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί λόγοι για να θυμόμαστε και κάπως να τιμήσουμε το όνομα και την προσφορά του Μισέλ Δημόπουλου στην πόλη.
Δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό. Ότι όμως δίνει ανάσες εξωστρέφειας, δημιουργίας και προοπτικής στην πόλη αξίζει να το θυμόμαστε και να το τιμούμε.