Προς μία νέα πράσινη ατζέντα για τις πόλεις μας
Ποια είναι μερικά μικρά βήματα που μπορούν να σπάσουν το φαύλο κύκλο, στον οποίο μοιάζουν εγκλωβισμένες η Θεσσαλονίκη και άλλες ελληνικές πόλεις;
Οράματα, μεγάλα έργα υποδομής, στόχοι και υποσχέσεις από τη μία. Έλλειψη αρμοδιοτήτων, χρηματοδότησης και συμμετοχικής διακυβέρνησης από την άλλη. Ποια είναι μερικά μικρά βήματα που μπορούν να σπάσουν το φαύλο κύκλο, στον οποίο μοιάζουν εγκλωβισμένες η Θεσσαλονίκη και οι περισσότερες ελληνικές πόλεις;
Πρωί καθημερινής στη Θεσσαλονίκη, άνοιξη 2024: η θερμοκρασία βρίσκεται αρκετούς βαθμούς πάνω από τα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, η αφρικανική σκόνη καθιστά την ατμόσφαιρα έως και επικίνδυνη για κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, εκατοντάδες αυτοκίνητα βρίσκονται μποτιλιαρισμένα επιχειρώντας να καλύψουν αποστάσεις που σπανίως ξεπερνούν τα 10 χιλιόμετρα, τα λεωφορεία- το μοναδικό ΜΜΜ- αργούν, οι ποδηλάτες κινούνται με ρίσκο για μία ακόμη ημέρα στους ακατάλληλους ποδηλατόδρομους, οι τουρίστες αρχίζουν να γεμίζουν την πόλη για άλλη μία σεζόν, το πρώτο κρουαζιερόπλοιο της ημέρας ενημέρωσε με δυνατή κόρνα για την άφιξή του στο λιμάνι μιας πόλης όπου η οικονομικά προσιτή κατοικία παραμένει ζητούμενο και το πράσινο απελπιστικά λίγο, για την ακρίβεια 2.6 m2 ανά κάτοικο.
Εδώ και μερικούς μήνες η Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλες πέντε ελληνικές πόλεις, έχει αναλάβει την ευρωπαϊκή αποστολή να είναι κλιματικά ουδέτερη και έξυπνη μέχρι το 2030. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, ίσως ούτε ρεαλιστικός. Οι δημοτικές αρχές των πόλεών μας έχουν καταρτίσει τα σχέδια τους- τα οποία αναμένεται να δουν το φως της δημοσιότητας-, το παρόν κείμενο καταγράφει μερικές σκέψεις που θα μπορούσαν να δώσουν περιεχόμενο σε όρους που όλοι βρίσκουμε επιθυμητούς, όμως σπανίως μεταφράζονται σε ουσιαστικές δράσεις στην πράξη. Στα υπόλοιπα άρθρα του τεύχους θα διαβάσετε τις θέσεις και την εμπειρία ειδικών για το αστικό πράσινο, την ανθεκτικότητα, τις μεταφορές, το κτιριακό απόθεμα κ.ο.κ. Κι αν όλα αυτά συνθέτουν την αναβάθμιση που πρέπει να επιδιώξουμε στο hardware, τότε πώς μπορούμε να βελτιώσουμε και το software της Θεσσαλονίκης; Ας αρχίσουμε από την παραδοχή ότι τα μεγάλα έργα υποδομής δεν είναι η μοναδική απάντηση πλέον.
- Πόλη για ποιους/ες και με ποιους/ες;
Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές τον Οκτώβριο του 2023 σημαδεύτηκαν από την υψηλότατη αποχή που καταγράφηκε, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό πως η συμμετοχή στο δεύτερο γύρο των εκλογών για το Δήμο Θεσσαλονίκης ήταν μόλις 32,57%.
Πέρα από την όποια πολιτική ερμηνεία μπορεί να δώσει κανείς, προκύπτει και ένα ευρύτερο ερώτημα σχετικά με το ποιοι ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Πώς διασφαλίζεται ότι οι κάτοικοι μιας πόλης είναι ταυτόχρονοι και οι δημότες που εκλέγουν τη δημοτική της αρχή; Καθώς στην Ελλάδα δεν είναι υποχρεωτική η «εγγραφή» σε κάποιο δήμο, όπως συμβαίνει π.χ. μεταξύ άλλων στη Γερμανία (Anmeldung) ή το Βέλγιο (inscription), εξακολουθεί να υφίσταται η διαδεδομένη συνήθεια τα εκλογικά δικαιώματα να βρίσκονται σε άλλο δήμο από αυτόν της κατοικίας. Πόσο αντιπροσωπευτικά μπορούν να θεωρηθούν τα όποια αποτελέσματα υπό αυτό το δεδομένο;
Η στρέβλωση αυτή δεν αφορά μόνο τις εκλογές αλλά εν γένει τη σχέση των δημοτικών αρχών με τους δημότες τους. Πώς μπορεί να γνωρίζει ο δήμος Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα, ποιους θα πρέπει να ενημερώσει για κάτι; Ποιοι κάτοικοι της πόλης μπορούν να έχουν συμμετοχή σε διαδικασίες του δήμου; Αυτό το κενό διαπιστώθηκε περίτρανα πέρυσι όταν το ζήτημα της εκτεταμένης κλάδευσης των δέντρων στο δήμο Θεσσαλονίκης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις που κυρίως οφείλονταν στην έλλειψη επικοινωνίας με τους πολίτες.
Ο ρόλος των πολιτών στη βιώσιμη αστική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι δευτερεύων. Η μελέτη του Θάνου Ανδρίτσου και της Commonspace που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ προσπαθεί να επισημάνει με στοιχεία το έλλειμμα συμμετοχικότητας που χαρακτηρίζει το βασικό εργαλείο προς μία Βιώσιμη Αστική Ανάπτυξη: τις Στρατηγικές Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης (ΣΒΑΑ). Με δεδομένο ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι μακροπρόθεσμες, οι στρατηγικές μπορούν να νοηματοδοτηθούν πραγματικά μόνο μέσα από τον ενεργό ρόλο των πολιτών, όχι μόνο στη φάση του σχεδιασμού, αλλά και στη φάση της υλοποίησης, δηλαδή κατά τη «χρήση» των πόλεων.
Το θεσμικό πλαίσιο για τη συμμετοχή σίγουρα δεν είναι το καλύτερο δυνατό, αλλά υπάρχει. Όπως υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα αξιοποίησής του όπως η δράση της Πολεοδομικής Επιτροπής Γειτονιάς στο πρώην στρατόπεδο «Καρατάσιου» στο δήμο Παύλου Μελά. Παράλληλα, έχουν καταγραφεί εμπειρίες εφαρμογής Συμμετοχικού Δημοτικού Προϋπολογισμού και στην Ελλάδα. Εργαλεία υπάρχουν για την ενίσχυση της συμμετοχικότητας σε όλο το φάσμα, από την απλή ενημέρωση, στη διαβούλευση μέχρι την ενεργό εμπλοκή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το μοντέλο της διακυβέρνησης των δήμων από τα πάνω έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όριά του.
- Τα «νέα» δικαιώματα και η «απαλή πόλη»
Ή μάλλον το εξής ένα, κατά τον Λεφέβρ, το δικαίωμα στην πόλη. Για να βρει έκφραση το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα στη Θεσσαλονίκη σήμερα και αύριο οφείλουμε να δώσουμε (πιο) πειστικές απαντήσεις σε μία σειρά από ζητήματα. Κορυφαίο όλων το στεγαστικό. Σε μία χώρα χωρίς στεγαστική πολιτική οι δήμοι βιώνουν μία στεγαστική κρίση αλλά δεν έχουν αρμοδιότητες, χρηματοδοτικά ή και άλλα εργαλεία να την αντιμετωπίσουν. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε παραδείγματα παρέμβασης που δείχνουν ποιος δρόμος είναι εφικτός. Έτσι, το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ υποστήριξε την έκδοση μίας εξαιρετικής μελέτης του Α.Π.Θ. και της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης για την οικονομικά και κοινωνικά προσιτή κατοικία στην πόλη και με βάση αυτή το business plan για τη δημιουργία ενός Φορέα Κοινωνικής Μίσθωσης που έχει στόχο να κινητοποιήσει το αδρανές απόθεμα για κοινωνική κατοικία. Η πολιτική υποστήριξη της συνέχισης δραστηριοποίησης αυτού του Φορέα μπορεί να δημιουργήσει το αίτημα για έναν πιο ουσιαστικό ρόλο των δήμων στο ζήτημα της Στέγης.
Εκτός από το στεγαστικό, ο δημόσιος χώρος και ο σχεδιασμός αυτού χρειάζονται μία νέα ματιά, μέσα από το πρίσμα της έμφυλης ισότητας. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την κατασκευή ενός πάρκου. Με δεδομένο πως ο δημόσιος χώρος κατεξοχήν αναπαράγει συμπεριφορές και στερεότυπα, πώς μπορεί να εξασφαλίσει μία δημοτική αρχή πως κάθε παρέμβασή της στο δημόσιο χώρο δε θα είναι μόνο για κάποιους; Ας ξαναδούμε τις πόλεις μας μέσα από τα μάτια των άλλων και ας επιδιώξουμε τα έργα να μην έχουν απλώς τεχνικά χαρακτηριστικά στο μέλλον, αλλά να δημιουργούν αισθήματα άνεσης, πρόσβασης και ασφάλειας για όλους. Η ομάδα της URBANA προσθέτει εμπράκτως με τη δουλειά της την οπτική του Φύλου στον αστικό σχεδιασμό, ώστε ο τελευταίος να μην αποκλείει μόνο γυναίκες και θηλυκότητες, αλλά και άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι τα άτομα με αναπηρία, τα άτομα της τρίτης ηλικίας ή τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Παράλληλα, η Gender Alliance δημιούργησε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Χάινριχ έναν πρακτικό οδηγό για την τοπική αυτοδιοίκηση και την έμφυλη δημοκρατία.
Ο Σκοτσέζος πολεοδόμος, David Sim, για δεκαετίες ηγετικό στέλεχος του κορυφαίου διεθνώς γραφείου αστικού σχεδιασμού Gehl Architects, είχε δώσει μία διάλεξη το 2011 στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής, καλεσμένος της Parallaxi. Στο τελευταίο του βιβλίο εισάγει την ιδέα της «απαλής πόλης» (Soft City). Κατά τον Sim η απαλότητα συνοψίζεται σε παρεμβάσεις στην πόλη που έχουν ως αποτέλεσμα την ευκολία, την άνεση και τη φροντίδα στην καθημερινότητα των πολιτών, από το σχήμα που μπορεί να έχουν οι άκρες των πεζοδρομίων μέχρι τους ασφαλείς ποδηλατόδρομους και από την ενίσχυση της Φύσης μέσα στον αστικό ιστό μέχρι την επιλογή των υλικών και της αστικής επίπλωσης.
- Λειτουργικές αστικές περιοχές
Η συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη δε σταματάει στα όρια του δήμου, ούτε καν σε αυτά της μητροπολιτικής ενότητας. Λειτουργικές αστικές περιοχές ορίζονται οι περιοχές πέριξ των αστικών κέντρων, οι οποίες είναι λειτουργικά συνδεδεμένες με αυτά. Κάθε μεγάλο αστικό κέντρο σαν τη Θεσσαλονίκη οφείλει να σχεδιάζει στρατηγικά σε συνεργασία με το δακτύλιο που το περιβάλλει. Βέβαια, για να είμαστε σοβαροί, σήμερα μία τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει ελλείψει αξιοπρεπών συνδέσεων με ΜΜΜ ή και άλλων βασικών προϋποθέσεων διασύνδεσης της Θεσσαλονίκης με τη γειτονιά της. Μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα να ζει στη Χαλκιδική, στο Μακρύγιαλο ή στο Κιλκίς και να έρχεται καθημερινά ή έστω τακτικά στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί ή για να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, διασκέδαση κτλ;
Στις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας του 2021 ένα από τα κεντρικά συνθήματα των Πρασίνων ήταν «Τρένα, Σχολεία, Ίντερνετ: μία περιφέρεια που λειτουργεί». Τι από όλα αυτά υπάρχει στις μικρότερες πόλεις της ελληνικής υπαίθρου σήμερα σε μία χώρα που το χάσμα πόλης-υπαίθρου είναι ένα από τα στοιχεία ταυτότητάς της; Όσο δε δημιουργούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για πιο ισόρροπη ανάπτυξη τόσο η περιφέρεια όσο και τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη θα μένουν εγκλωβισμένες σε ένα μοντέλο που δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα στο σημερινό και πολύ περισσότερο στον κόσμο του αύριο. Θυμάμαι ακόμη από την περίοδο που έζησα στις Βρυξέλλες πόσο εύκολη ήταν η διασύνδεση των βελγικών πόλεων με το τρένο με αποτέλεσμα η πρωτεύουσα να γεμίζει και αδειάζει καθημερινά με αρκετά ομαλό τρόπο από ανθρώπους που μπορεί να ζούσαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά.
Πόσο διαφορετικές μπορούμε να φανταστούμε τη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις σε 20 ή σε 30 χρόνια από σήμερα; Πώς θα μοιάζουν; Πώς θα διοικούνται; Πώς θα αλληλεπιδρούμε εμείς με τον αστικό χώρο και με τις αρχές; Με μικρές αλλαγές στην καθημερινότητα θα μπορέσουμε να δώσουμε απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις και να οδηγηθούμε σταδιακά σε έναν απαραίτητο κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό. Η παγκόσμια πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης, η οποία πλήττει και θα πλήξει ιδιαιτέρως έντονα τη Μεσόγειο, φέρνει μία πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη αντιμέτωπη με προκλήσεις που ξεπερνούν όσα θέματα μονοπωλούν συνήθως το δημόσιο διάλογο στην πόλη. Η πολλαπλά προβληματική καθημερινότητα που περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου συχνά θολώνει τη ματιά μας και μας δεσμεύει σε μία ατζέντα που δε συνάδει με ένα βιώσιμο μέλλον. Ας αξιοποιήσουμε το ορόσημο του 2030 και την ευρωπαϊκή αποστολή της Θεσσαλονίκης, ώστε να διαμορφώσουμε νέες προτεραιότητες.
*Ο Μιχάλης Γουδής είναι Διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ