Αλβέρτος Ναρ: Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός.
Ο σπουδαίος εβραίος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης.
Στα λογοτεχνικά δρώμενα εμφανίστηκε το 1985 με το βιβλίο «Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης. Τα τραγούδια μας», με πρόλογο του Γιώργου Ιωάννου. Τις μελέτες λαογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, με τις οποίες επιχειρεί να φωτίσει το χαρακτήρα της Εβραϊκής κοινότητας στην ιστορική διαδρομή της, τις συνέχισε ο Ναρ και μετά το 1985, συγκεντρώνοντας το σύνολο της δουλειάς του στο βιβλίο “Κειμένη επί ακτής θαλάσσης” (1997). Αναφορά πρέπει οπωσδήποτε να γίνει και στο βιβλίο “Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα” (1998), που κυκλοφόρησε μαζί με την Έρικα Κούνιο Αμαρίλιο. Ως πεζογράφος εμφανίστηκε επίσης το 1985 με διήγημα από το περιοδικό «Το δέντρο», αλλά συνεργάστηκε στενά και με τα περιοδικά «Παραφυάδα» και «Το τραμ» (Τρίτη διαδρομή). Κυκλοφόρησε τις συλλογές διηγημάτων : “Σε αναζήτηση ύφους” (1991, δεύτερη έκδοση το 1997 εμπλουτισμένη με πέντε ακόμα διηγήματα), και “Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός” (1999). Ήταν τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη». Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά και εβραϊκά. Πέθανε, μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο στις 2 Μαρτίου του 2005. Σήμερα αποφασίστηκε ένας δρόμος της Θεσσαλονίκης να πάρει το όνομα του.
Τον είχα συναντήσει με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του “Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός” (1999). Τα διηγήματα του μπαινοβγαίνουν στο χρόνο εντυπωσιακά. Εκεί που βρίσκεσαι στην Τσιμισκή του σήμερα μεταφέρεσαι εντυπωσιακά σε ένα καφενείο των αρχών του αιώνα για να ταξιδέψεις στη συνέχεια σε ένα θρυλικό παιχνίδι του Ηρακλή. Μια εντυπωσιακή καταγραφή τόπων και χώρων που ο συγγραφέας τους μοιάζει να είναι ένας έμπειρος χειριστής αυτής της μηχανής του χρόνου.
‘’Ο Τσέχωφ έλεγε πως η ιατρική ήταν η σύζυγος και η λογοτεχνία η ερωμένη του. Δουλειά μου είναι η ιστοριογραφία των εβραίων, είναι όμως φυσικό τα λογοτεχνικά μου κείμενα να έχουν ιστορικά στοιχεία και δρώμενα και βέβαια πολλές φορές στα ερευνητικά κείμενα χρησιμοποιώ λογοτεχνικά στοιχεία. Η διαπλοκή λογοτεχνίας, βιωματικής αφήγησης και ιστορίας είναι ενδιαφέρουσα. Η ενασχόληση μου με την ιστορία και την λαογραφία μου δίνει τη δυνατότητα να κυκλοφορώ με άνεση στο χώρο και στο χρόνο’’.
Γιατί όμως αυτό το λογοτεχνικό ταξίδι στο χρόνο;
‘”Δεν απέμεινε σχεδόν τίποτε στη φυσιογνωμία της πόλης από το 19ο αιώνα και πίσω. Δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει εκείνες τις εποχές. Σκέφτομαι λοιπόν πως ότι δεν επέμεινε στη φυσιογνωμία της ας σωθεί τουλάχιστον μέσα από κείμενα.’’
Και το ταξίδι στο χρόνο ξεκινάει, μέσα από βιώματα αλλά και μαρτυρίες που συνελέγησαν μετά από έρευνα χρόνων.
“Στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου δεν αναδείχτηκαν μεγάλοι πεζογράφοι ώστε να αποτυπώσουν όσα συνέβαιναν σε μια πόλη που άλλαζε. Αναδείχτηκαν πεζογράφοι που θεράπευσαν τον εσωτερικό μονόλογο, κάτι που τους εμπόδισε να αποτυπώσουν στη λογοτεχνία τους εκείνα τα γεγονότα που συντάραξαν την εποχή. Οι αναμνήσεις λειτουργούν και συγκινούν ακόμη και σήμερα. Η βιωματική λογοτεχνία στηρίζεται σε μνήμες άμεσες και έμμεσες. Αυτή η λογοτεχνία λειτουργεί ως αναβίωση ενός κόσμου οριστικά χαμένου. Η μικρασιατική καταστροφή, ο Μάης του 36, οι πρόσφυγες, ο εμφύλιος, γεγονότα που πάντα συγκινούν. Είναι απαραίτητη η μελέτη τους και αφορά πάντα οποιονδήποτε μπορεί να αντιμετωπίσει το διήγημα από απόσταση χώρου και χρόνου’’.
Και βέβαια εκτός από το χρόνο στα γραπτά του ο χώρος και τα αρώματα είναι κυρίαρχα: η περιγραφή του ζουρ φίξ, ενός γηπέδου μπάσκετ, όπου γεννήθηκε το άθλημα ή των θαμώνων ενός καφενείου.
‘’Με διεγείρει εξίσου η ετήσια συνεύρεση των γυναικών που επέζησαν του ολοκαυτώματος στη συναγωγή στην επέτειο, οι χώροι που διατηρούν ακόμα το άρωμα τους, ακόμα και ως σκηνικό. Με γοητεύει το νέο γήπεδο μπάσκετ που θα εγκαινιαστεί στην πόλη δεν είναι δυνατόν όμως να υποκαταστήσει το άρωμα των πέτρινων χρόνων του ελληνικού μπάσκετ στις κερκίδες του ανοιχτού γηπέδου της ΧΑΝΘ’’.
Κυρίαρχο θέμα βέβαια στα γραπτά του παραμένει το ολοκαύτωμα και τα δεινά της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ένα θέμα που δεν αφορά βέβαια μονάχα έναν εβραίο λογοτέχνη.
‘’Πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλη λογοτεχνία στην Ευρώπη που να έχει αντιμετωπίσει το ολοκαύτωμα με τέτοια ευρύτητα και σεβασμό και τόσο θετικά. Ο Χριστιανόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Βασιλικός, η Καρέλλη, ο Μπακόλας, ο Ιωάννου ο Δημήτρης Χατζής έχουν γράψει επανειλημμένως εξαιρετικά κείμενα. Παραπάνω από 20 ποιήματα και 30 πεζά. Αν σκεφτούμε πως για τη Μικρασιατική καταστροφή. Υπάρχει μια μεγάλη παράδοση λογοτεχνικών κειμένων και συγγραφέων από πόλεις με ισραηλιτική κοινότητα και λογοτεχνική παράδοση, όπως η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα.’’
Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία της λογοτεχνίας του είναι πως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται σαν άνθρωποι από όλες τις τάξεις ανατρέποντας την εικόνα που έχει η πλειοψηφία του κόσμου για το ότι υπήρξαν μονάχα η κυρίαρχη οικονομική τάξη της πόλης.
‘’Το 75%-80% εβραίων της πόλης ασκούσαν όλα τα επαγγέλματα. Εργάτες, βαρκάρηδες, χαμάληδες. Οι κάτοικοι της πόλης ιδιαίτερα μετά την πυρκαγιά του 17 ζούσαν έως και πέντε άτομα σε ένα δωμάτιο. Συνθήκες ασύλληπτες για το σήμερα. Από αυτή τη μάζα ξεπήδησε η federation. Οι γνωστές οικογένειες της πόλης Αλατίνι, Μοδιάνο, Φερνάρτεζ είναι η εξαίρεση. Η πολυπληθής εβραϊκή φτωχολογιά είναι κυρίαρχη. Από αυτήν κατάγομαι και γω και είμαι περήφανος, ο πατέρας μου ήταν μαραγκός και η μητέρα μου καπνεργάτρια’’.
Το πρώτο του βιβλίο είχε την τιμή να το προλογίσει ο Γιώργος Ιωάννου και πιστεύει ότι οι πρόωρες προωθήσεις που συχνά συμβαίνουν στο χώρο της λογοτεχνίας είναι άκαιρες και κάνουν κακό. Το εντυπωσιακό με τα γραπτά του είναι πως θα μπορούσαν να αφορούν μονάχα μια συγκεκριμένη μερίδα αναγνωστών, τους εβραίους και όσους σχετίζονται μαζί τους.
“Είναι χαρακτηριστικό πως η εβραϊκή λογοτεχνία δεν γκετοποιήθηκε ποτέ. Τίποτε γραμμένο για τους εβραίους δεν έμεινε μόνο σε αυτούς’’.
Πώς όμως ταξιδεύουν τα κείμενα ενός συγγραφέα μετά τη δημοσίευση τους.
“Δεν τρέφω φιλοδοξίες ή προβλέψεις για το πώς λειτουργούν τα κείμενα μου. Αυτός είναι ο κόσμος μου και τον εκθέτω. Από κει και πέρα με γοητεύει η ιδέα το κείμενο μου να το θωπεύει η ματιά κάποιου που δεν θα τον γνωρίσω ποτέ. Οι εμπειρίες μου που προχωρούν σε άλλους ανθρώπους, οι σκέψεις μου και τα οράματα μου και πως τα υποδέχονται με τις δικές τους εμπειρίες οι αναγνώστες. Είναι ένα συναίσθημα όμορφο’’.
Σε ένα από τα διηγήματα του διακρίνω μια πίκρα. Όσο φεύγει ο καιρός, αραιώνουν οι συναντήσεις και οι περιστάσεις που τις επιβάλλουν. Εκφυλίζονται, γράφει, και οι σχέσεις και οι δεσμοί και άδικα αναζητώ πια να πετύχω κάποιον που να εκτιμά κάπως παραπάνω τις ακριβές μας μνήμες. Τον ρωτώ για την εξομολόγηση αυτή.
“Είναι πράγματι πίκρα. Στις μέρες μας οι ευαισθησίες στην κοινότητα μας δεν λειτουργούν στο βαθμό που θα έπρεπε’’.
Φεύγω από το γραφείο του και οι εικόνες μιας πόλης που χάθηκε στοιχειώνουν στο μυαλό. Έξω στο δρόμο η στοά Μοδιάνο, ακριβώς απέναντι μου επιβεβαιώνει πως όλα αυτά δεν ήταν μόνο κομμάτια του μύθου.