Θεσσαλονίκη: Σε Κωστής Παλαμάς ονομάστηκε το 3ο Γυμνάσιο Μενεμένης με Λυκειακές Τάξεις
Ο Δήμαρχος στην ομιλία του αναφέρθηκε στη ζωή και το έργο του ποιητή.
Σε ειδική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το πρωί της Πέμπτης 12 Σεπτεμβρίου, η ονοματοδοσία του 3ου Γυμνασίου με Λυκειακές Τάξεις Μενεμένης σε 3ο Γυμνάσιο Μενεμένης με Λυκειακές Τάξεις «Κωστής Παλαμάς», με απόφαση του Δήμαρχου και ύστερα από σχετικές εισηγήσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αμπελοκήπων – Μενεμένης, της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως – Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβας, ο Δήμαρχος Αμπελοκήπων – Μενεμένης και Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος κ. Λάζαρος Κυρίζογλου, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού κ. Παύλος Κεσόγλου, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι κ. Ελένη Γκαγκαρίδου και κ.Αριστείδης Αμανατίδης, η Κοινοτική Σύμβουλος κ. Μαρία Δραγάτση, εκπαιδευτικοί, γονείς και παιδιά.
Ο Δήμαρχος στην ομιλία του αναφέρθηκε στη ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο ποιητικό έργο του «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». «Με την μετονομασία αυτή αποδόθηκε η ελάχιστη τιμή στον Κωστή Παλαμά τον κορυφαίο Έλληνα, ποιητή, δοκιμιογράφο, κριτικό λογοτεχνίας, διηγηματογράφο και θεατρικό συγγραφέα, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Η χαραγμένη πινακίδα που φέρει το όνομά του, θα είναι εκεί για να κρατά ζωντανή τη μνήμη του στις επόμενες γενιές που θα περάσουν και θα φοιτήσουν στο σχολείο μας», επισήμανε ο Δήμαρχος.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Δημάρχου.
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη “Παλαμαία Σχολή” και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα “Διηγήματά” του (Β’ έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι. Ο πατέρας του ήταν στο επάγγελμα δικαστικός.
Όταν ο ποιητής ήταν σε ηλικία 6 ετών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864 – Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, τον μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός. Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα “Μεσολόγγι”. Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή και απέκτησαν τρία παιδιά. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1898, μετά τον θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γενικός γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε το 1928. Οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Η κηδεία του Κωστή Παλαμά
Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά τον θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του ποιητή έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμος τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Η κηδεία του έγινε κατά την Γερμανική Κατοχή της Ελλάδος 1941-1944.
Η κορυφαία έκφραση της “λυρικής σκέψης” του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.
Διαβάζω μερικά αποσπάσματα.
ΛΟΓΟΣ Α΄ Ο ερχομός
Για μας ο δημόσιος δρόμος, ο κάβος, τα δάση, τα βράχια. Είμαστε λαός από τυχοδιώχτες που όλο περπατεί. Σπίτια και τζάκια για τους άλλους είναι. Ibsen («Brand»)
Γύφτισσα τονε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά. Σέρβικο τραγούδι ………..
……..Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών αφροκάμωτη νεράιδα, κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη! και ήτανε της γης το περιβόλι, και ήταν όπου σε μια δόξα των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι, και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι στη Ρωμαία των Κωσταντίνων πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο των Ελλήνων…… ……Κι αντιχτύπαγε κι ο ήλιος από τα βουνά τα Βιθυνιώτικα σε Μαγναύρες και Βλαχέρνες, και του ήλιου όλα τα φέγγη εκείνες φέγγοντας, προς τα ύψη αψήφιστα τραβούσαν. Κι απ’ των κάστρων τις Χρυσόπορτες, κι από τ’ άπαρτα Εφταπύργια ώς την άκρη στα σπαρτά σμαραγδονήσια, λεγεώνες τα παλάτια και στρατοί τα μοναστήρια….. …… Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια δε σου πόδισαν ποτέ, δε σου κάρφωσαν το δρόμο τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο, Γύφτε, αταίριαστε λαέ. Της στεριάς τα τρεχαντήρια, νά τ’ αδάμαστα μουλάρια! Τ’ άρμενά τους είναι τα τσαντίρια· νά παλάτια, ιδές ναοί! Σ’ ένα παίξιμο ματιών εδώ και κει χτίζονται και υψώνονται και πάνε και γκρεμίζονται, όπως πάνε, ύστερ’ απ’ το χτίσμα κι απ’ τον υψωμό, όσα πλάθει ο λογισμός μας κάτου εδώ. Και δεν είναι ο γύφτος του σπιτιού ραγιάς, και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς, και το σπίτι ακολουθάει, και είν’ αυτό πιστό στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό… Κι εγώ λέω σε σας ανάμεσα, στους ξεχωριστούς ξεχωριστός: Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια, ούτε τσαντίρια· στο μεγάλο αφεντοπάλατο της πλάσης μια μονάκριβη σκεπή μου· ο ουρανός! Και μου φτάνει για ξενύχτι κάποιου αρχαίου δεντρού κουφάλα, πάντα φτάνει ο τοίχος κάποιου βράχου για ν’ αποκουμπήσω την πηλάλα της ζωής μου μια στιγμή…..
ΛΟΓΟΣ Β΄ Δουλευτής ….Γύφτε, σιδεροπελέκα, που έζησες ερημικά σε ύψη γαληνά απλησίαστα, Γύφτε, σιδεροπελέκα, στη φωτιά για τη φωτιά τα κοντάρια, τα σκουτάρια, τα σπαθιά… ……Και είμαι ο σφυροκοπητής που σφυροκοπάει αντί σπαθιά κάποια αφύσικα λουλούδια, και είμ’ ο δαμαστής ο γύφτος που γεννάει από τη φλόγα κύκλους, ίσκιους, γρύπες, μάγια, κάποιες ρηγικές κορόνες, λάμιες, ξωτικές, γοργόνες για καράβια, για σαράγια, που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόμα·….. …..νέα στο νου μου φύτρωσε βουλή· το σφυρί πετώ, και στο καμίνι σβήνω τη φωτιά· κι άδραξα το γύφτικο ζουρνά, και παντού μ’ ακούσαν και μ’ αγνάντεψαν τόποι και λαοί λαλητή… …. (Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν με τους οικοδόμους οικοδόμο, και όταν μου είπαν: «Γύφτε, τράβα δρόμο!» κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος το δικό μου δρόμο πάλι, γνώρισα μια θλίψη μέσα μου, θλίψη ασώπαστη μεγάλη!)…
ΛΟΓΟΣ Γ΄ Αγάπη
…..Περδικόστηθη Τσιγγάνα, ω μαγεύτρα, που μιλείς τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα γλώσσα προσταγής, που μιλώντας γιγαντεύεις και τους κόσμους ξεπερνάς και τ’ αστέρια σού φορούνε μια κορόνα ξωτικιάς!…..
ΛΟΓΟΣ Ζ΄ Το πανηγύρι της Κακάβας ….. Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι διαβασμένοι κι οι σκεφτικοί κι οι βυθισμένοι στ’ αξήγητου το ξήγημα, ήρθαν, κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι χτυπημένοι από την πέτρα της μελέτης, κι οι μαντευτάδες κι οι αστρολόγοι, κι οι γητευτές κι οι ρουχολόγοι, κι οι ξηγητάδες των ονείρων…. …..Κι ήρθαν και οι γύφτοι που γνωρίζουν των πλανητών τα κατατόπια κι όλα τα μυστικά των άστρων, και που μιλάνε με τ’ αστέρια, και που θωρώντας τα μαντεύουν ζωές, αγάπες, μοίρες, χάρους…. … Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν το χάλκωμα και το καλάγι, κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες, κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους! με τα πανάρχαια σύνεργά τους, με τα διπλά τους φυσητήρια, γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα τα χίλια μύρια, ξεσκαλιστάδες της φωτιάς, κρατώντας την πάντ’ αναμμένη και σα να παίρνουν από κείνη πάντα όση δύναμη τους μένει…. …. Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες φανταχτερά γιορτής φουστάνια, 285 γύφτισσες ήρθαν και κρεμάνε χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια, με κόκκινα φορέματα ήρθαν, με κίτρινα μακριά μαντίλια· ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια! 290 Κι ήρθαν ανθοστεφανωμένες μ’ όλα τα λούλουδα του Μάη…. …. Κι ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες, οι γύφτισσες που τραγουδάνε: —Τώρα είν’ η άνοιξη κι ο Μάης, τώρα το καλοκαίρι, τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάει, στον τόπο του να πάει, και τρέχει, νύχτα σελώνει τ’ άλογό του, νύχτα το καλιγώνει, βάνει, χρυσά τα πέταλα τα βάνει, βάνει και τα καρφιά ασημένια. Καταραμένοι κι εσείς γύφτοι, που να γυρίσετε δεν έχετε κανένα τόπο, και πατρίδα, γύφτοι, καμιά δε σας προσμένει, ο Μάης ο μήνας σάς προσμένει, ο Μάης ο ρήγας σάς καλεί, ελάτε, γύφτοι από τη Δύση και γύφτοι απ’ την Ανατολή, και μ’ όλα του τα περιβόλια σας κράζει ο Μάης ξεφαντωτής στην τρίμερη και στη μονάκριβη γιορτή της γύφτισσας ζωής!….
ΛΟΓΟΣ ΙΑ΄ Το παραμύθι του Αδάκρυτου
….. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παραλής, κι είχ’ ένα αγόρι· και η μάνα του κι ο πατέρας πολύ τ’ αγαπούσαν· πήγε στο σκολειό· ό,τι στον κόσμο υπάρχει, όλα τα ’μαθε. (Αρχή ενός Ατσιγγάνικου Παραμυθιού)….
ΛΟΓΟΣ ΙΒ΄ Κόσμος …..Άναρχος ο Κόσμος κι άσωστος. Κι ο Ήλιος μες στη λαμπεράδα του τεράστιου Γαλαξία μια λιγνή κι αυτός λαμπάδα. Κι απ’ τον Ήλιο αργά ξεχώρισε φλόγα μες στο Χάος, και νά! Στους αιώνες των αιώνων φλόγα η Γη κι ολογυρνά….. ….Και θα ζήσει ο λόγος, τ’ άλογα, κι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση, σαν τ’ αγνά και σαν τα ωραία δέντρα στα μεγάλα δάση. Μ’ εμάς πρώτος τη μελλόμενη μοίρα υπέρτατη στερνή, Γύφτε, ζήσε την απάνου στο προφητικό βιολί!
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε Ψυχές!
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές! Κι ό,τι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου, Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου! Χτίσ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μές στο κορμί σου μένει, Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη. Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθιά, Ο πόλεμος να μην μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθιά. Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει; Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη, Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι! Κωστής Παλαμάς, “Στον Δάσκαλο”
Ας χτίσουμε λοιπόν όλοι μαζί της κοινωνίας το παλάτι. Καλή Χρονιά!
Λάζαρος Κυρίζογλου Δήμαρχος Αμπελοκήπων – Μενεμένης Πρόεδρος Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος