Θεσσαλονίκη

SnowMan’s Land: Οι άνθρωποι που γύρισαν κυριολεκτικά από το κρύο

Δύο επιστήμονες που ταξίδεψαν στην Ανταρκτική γράφουν στην Parallaxi όσα έζησαν.

Parallaxi
snowmans-land-οι-άνθρωποι-που-γύρισαν-κυριολεκτ-391367
Parallaxi

Επιέλεια: Λάζαρος Θεοδωρακίδης

Δύο επιστήμονες που ταξίδεψαν στην Ανταρκτική και έζησαν από πολύ κοντά το μεγάλο, ανυπέρβλητο κρύο αφηγούνται στην Parallaxi τις εμπειρίες τους με φόντο τον πάγο και την λευκή ησυχία στο Νότιο Πόλο.

Κυνηγώντας μετεωρίτες στο… ψυγείο

Στα 38 του, έχοντας επιλεγεί από τη NASA, μπήκε… στην κατάψυξη, κυνηγώντας μετεωρίτες στην Ανταρκτική. Ο Γιάννης Μπαζιώτης, γεωλόγος, Επίκουρος Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, έζησε για τρεις μήνες, στην καλύτερη φυσική «παγίδα» συγκέντρωσης μετεωριτών στη Γη. Ε, εκεί που κάνει λίγο κρύο παραπάνω! Εξάλλου, ήταν μόλις 200 χιλιόμετρα από το Νότιο Πόλο. Ο ίδιος περιγράφει:

Στην Ανταρκτική αναζητούμε τα ίχνη του πλανήτη Άρη, της Σελήνης, των αστεροειδών, της δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, της προέλευσης του νερού, της πιθανής ύπαρξης ζωής σε μη γήινο περιβάλλον, όλα αυτά μέσω των μετεωριτών.

Πηγαίνουμε στην Ανταρκτική γιατί αποτελεί τη καλύτερη φυσική «παγίδα» συγκέντρωσης μετεωριτών στη Γη. Ένα πέτρωμα όπως ένας μετεωρίτης (με μαύρο -συνήθως- εξωτερικό περίβλημα, λόγω της καύσης του κατά το πέρασμα από τη γήινη ατμόσφαιρα), διακρίνεται πολύ εύκολα στο ολόλευκο περιβάλλον της Ανταρκτικής, αλλά και σχετικά ευκολότερα από τα υπόλοιπα πετρώματα που βρίσκονται εκεί. Στην πραγματικότητα, κάθε πέτρωμα που ξεχωρίζει σε μία πληθώρα όμοιων –γήινων– πετρωμάτων, είναι εν δυνάμει μετεωρίτης. Σημαντικό όμως είναι το ότι, κατά την πτώση των μετεωριτών στο παγωμένο κάλυμμα της Ανταρκτικής, ένα κάλυμμα που «ρέει» με κατεύθυνση τον ωκεανό, από Ανατολή προς Δύση, συναντά στο διάβα του ένα τεράστιο εμπόδιο: τη ραχοκοκαλιά της Ανταρκτικής, τα όρη Transantarctic. Αυτό έχει ως συνέπεια την προς τα πάνω κίνηση του πάγου όταν συναντήσουν το «εμπόδιο»-πάγο στον οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι μετεωρίτες. Ταυτόχρονα, η δράση των λεγόμενων καταβατικών ανέμων που πνέουν από το βουνό προς το κάλυμμα πάγου, βοηθά στην απόξεση και απομάκρυνση του επιφανειακού πάγου, γεγονός που αφήνει μια επιφάνεια γεμάτη με «εξωγήινα» αντικείμενα.

Για τους προηγούμενους λόγους, έχουν ανακτηθεί περίπου 23000 μετεωρίτες από την Ανταρκτική που αντιστοιχεί στο 40% των μετεωριτών που έχουν ανακτηθεί απ`όλη τη Γη. Η διαχείριση και ο χαρακτηρισμός των δειγμάτων γίνεται από τη NASA και το Smithsonian Institute.

Η αποστολή της NASA

Η αποστολή ANSMET χρηματοδοτείται από τη NASA, τη Διαστημική Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ο κύριος επιστημονικός υπεύθυνος είναι ο Ralph Harvey, και ο δεύτερος είναι ο Jim Karner. Τη διαχείριση της αποστολής την έχει αναλάβει το πανεπιστήμιο του επιστημονικού υπεύθυνου Ralph Harvey, το Case Western Reserve University που βρίσκεται στο Cleveland των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οργανωτικά, η αποστολή εντάσσεται στο πρόγραμμα μελέτης της Ανταρκτικής το οποίο και φέρει εις πέρας γραφειοκρατικά το Ίδρυμα Ερευνών της Αμερικής.

Η ομάδα αποτελείται από 8 μέλη, ενώ το να επιλεγείς στην Αποστολή ANSMET συγκεντρώνει πολύ λίγες πιθανότητες. Ετησίως οι υπεύθυνοι της Αποστολής δέχονται περί τις διακόσιες αιτήσεις από σημαντικά πανεπιστήμια και Ινστιτούτα, κυρίως της Αμερικής, αλλά και από το εξωτερικό. Οι υπεύθυνοι της Αποστολής επιλέγουν δύο έως τρεις νέους για να πλαισιώσουν τους δύο μόνιμους ορειβάτες, τον έναν επιστημονικό υπεύθυνο και τους δύο ή τρεις έμπειρους εθελοντές. Η επιλογή των εθελοντών γίνεται με βάση πολλά κριτήρια, μεταξύ των οποίων το επίπεδο του βιογραφικού, η ενασχόληση με το αντικείμενο της πλανητικής επιστήμης, η συνεχής παρουσία σε συνέδρια συναφούς αντικειμένου, συστατικές επιστολές, η όρεξη-ζήλος που δείχνει ο υποψήφιος κατά τη γνωριμία με τους ανθρώπους, και η υπομονή. Το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό για την τελική επιλογή, καθώς ο κάθε υποψήφιος απαιτείται να περιμένει κατά μέσο όρο πέντε ή περισσότερα χρόνια έως ότου γίνει δεκτός.

-45 βαθμοί, και το αεράκι…

Οι συνθήκες περιβάλλοντος ήταν πραγματικά δύσκολες. Η μέση θερμοκρασία που αντιμετωπίσαμε στο ύπαιθρο ήταν μείον 30 βαθμοί Κελσίου, ωστόσο, με την παρουσία του ανέμου, η αίσθηση της θερμοκρασίας ήταν πολύ χαμηλότερη. Υπήρχαν ημέρες που ο άνεμος έπνεε με ένταση μεγαλύτερη των δέκα μποφόρ και ταχύτητα περίπου 95 χιλιομέτρων την ώρα, δίνοντας την αίσθηση του κρύου υπό θερμοκρασία μείον 45 βαθμών.

Σε αυτές τις συνθήκες έντονου αέρα, οι σκηνές τύπου Scott αποτελούσαν για εμάς σύστημα υποστήριξης ζωής. Είχαμε ένα μικρό κουζινάκι προπανίου, το οποίο, όταν βρισκόμασταν εντός της σκηνής, λειτουργούσε αδιαλείπτως. Βοηθούσε αφενός στο να διατηρήσει τη θερμοκρασία εντός της σκηνής σε ανεκτά επίπεδα και αφετέρου στο να λειώσουμε τον πάγο ή να μαγειρέψουμε. Μαγειρεύαμε οι ίδιοι το φαγητό μας, μια διαδικασία που διαρκούσε τουλάχιστον μία ώρα. Ειδικά εκείνες τις μέρες που τις περνούσαμε εντός της σκηνής και δεν είχαμε να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο, η μαγειρική αποτελούσε μία από τις ωραίες ασχολίες. Ίσως το πιο επικίνδυνο τμήμα της Αποστολής ήταν η οδήγηση των χιονοοχημάτων πάνω από τις μεγάλες ρωγμές του μπλε πάγου, που συχνά ξεπερνούσαν το βάθος των 15-20 μέτρων. Ο κανόνας ήταν, αν περνούσαμε πάνω από τέτοιες ρωγμές, το πλάτος τους να ήταν μικρότερο του μισού μήκους του χιονοοχήματος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να τις παρακάμψουμε, ακολουθώντας άλλη διαδρομή. Φυσικά, σε περίπτωση που υπήρχε έντονη νέφωση στον ουρανό, δεν υπήρχε δυνατότητα διάκρισης της επιφάνειας, επειδή πολλές φορές καλυπτόταν από χιόνι. Έτσι ο ουρανός και η επιφάνεια έμοιαζαν ένα. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που πολλές φορές παραμέναμε στη σκηνή.

Το ταξίδι

Ξεκίνησα 24 Νοεμβρίου 2017 από Ελλάδα με στόχο την εκπλήρωση του ονείρου μου. Έπειτα από μία πτήση διάρκειας κάτι λιγότερο από τρεις ώρες έφτασα στο Μόναχο της Γερμανίας. Ακολούθησε μία ακόμα, υπερατλαντική αυτή τη φορά, πτήση για την Αμερική και το San Francisco, διάρκειας δώδεκα ωρών. Παρέμεινα εκεί δύο βράδια. Αναχώρησα στις 26 Νοεμβρίου για τη Νέα Ζηλανδία, και το βόρειο νησί, και ειδικότερα την πόλη Auckland έπειτα από δωδεκάμισι ώρες πτήσης. Εν συνεχεία μετέβην στο νότιο νησί, και την πόλη Christchurch. Εκεί παρέμεινα ένα βράδυ. Συναντήθηκα με τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής, εκτός των δύο ορειβατών (John Schutt και Brian Rougeaux), οι οποίοι ήδη βρίσκονταν στην Ανταρκτική. Παραλάβαμε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό από το Clothing Distribution Center (CDC) και ακολούθως με στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου LC-130 (το «L» σχετίζεται με το ότι το αεροπλάνο έφερε παγοπέδιλα), και πτήση εφτάμισι ωρών φτάσαμε στην Ανταρκτική και τη βάση των Αμερικανών McMurdo. Λάβαμε την απαραίτητη εκπαίδευση, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική, ενώ παραμείναμε στο ύπαιθρο για δύο βράδια. Στο ύπαιθρο της Ανταρκτικής, στήσαμε σκηνές τύπου Scott, ακολουθώντας το ίδιο πρωτόκολλο στησίματος κατασκήνωσης με εκείνο που θα ακολουθούσαμε στο βαθύ πεδίο. Επίσης, εκπαιδευτήκαμε στις τεχνικές ανίχνευσης του πάγου για μετεωρίτες, με τρόπο όμοιο με εκείνον που θα χρησιμοποιούσαμε στο βαθύ πεδίο της Ανταρκτικής.

Έπειτα από δέκα ημέρες παραμονής στη βάση McMurdo, μεταφερθήκαμε με αεροπλάνο τύπου LC-130 στο SHG (ενδιάμεσος σταθμός βάσης). Ακολούθησε η μεταφορά μας στο βαθύ πεδίο της Ανταρκτικής, στο τελευταίο βουνό-εμπόδιο –σε απόσταση 200 χιλιομέτρων– από τον Νότιο Πόλο. Συνολικά βρήκαμε 263 μετεωρίτες, ενώ επιστρέψαμε στη βάση McMurdo (μέσω SHG) στις 20 Ιανουαρίου 2018. Ο καιρός ήταν άσχημος, κι έτσι η πτήση της επιστροφής στην πατρίδα καθυστέρησε. Το πλήρωμα του χρόνου για την επιστροφή μας στον πολιτισμό, ήρθε στις 05 Φεβρουαρίου με προορισμό το Christchurch, και μετά το San Francisco μέσω Auckland. Από εκεί, για δύο ημέρες βρέθηκα στο Los Angeles, και την Pasadena για μία ερευνητική συνεργασία με τον συνάδελφο του Πανεπιστημίου Caltech, Paul Asimow. Αναχώρησα από την Αμερική στις 07 Φεβρουαρίου 2018, κι επέστρεψα στην πατρίδα στις 09 Φεβρουαρίου, μέσω Μονάχου-Γερμανίας. Η αποστολή είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία, και τα αποτελέσματά της παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της NASA στις 21 Μαρτίου 2018. Μία πραγματική Οδύσσεια, η Οδύσσεια προς την υλοποίηση του προσωπικού μου μύθου είχε μόλις ολοκληρωθεί.

Οι 80 μέρες έγιναν βιβλίο

Η εμπειρία αυτή ήδη καταγράφεται στο βιβλίο μου με τίτλο: «Ένας Έλληνας στην Ανταρκτική – 80 Ημέρες – Αναζητώντας μετεωρίτες με τη NASA» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «iwrite». Μία εμπειρία που αποτελούσε ένα παιδικό όνειρο και που έγινε πραγματικότητα. Αποτελεί ένα οδοιπορικό προς την ανακάλυψη μετεωριτών, αλλά και των βαθύτερων νοημάτων της ζωής. Όντας «ονειροπόλος», η υλοποίηση του κάθε ονείρου με οδηγεί στο να θέσω τις βάσεις για το επόμενο. Μία προσπάθεια που απαιτεί ενέργεια, υπομονή, επιμονή και στοχοπροσήλωση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, μαζί με τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης του καινούργιου, μας οδήγησαν στην Ανταρκτική. Μεγάλη μου επιθυμία είναι, το βιβλίο αυτό, να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους νέους ανθρώπους στην αναζήτηση και υλοποίηση αυτού που θεωρούν ως κάτι δύσκολο ή «άπιαστο».

Ένας πνευμονολόγος στην κατάψυξη

O Ευάγγελος Καϊμακάμης ταξίδεψε στην επιστημονική βάση Concordia που βρίσκεται στην περιοχή Dome C στην Ανατολική Ανταρκτική πριν από μερικά χρόνια. Η συγκεκριμένη  αποστολή έγινε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας και ο ίδιος περιγράφει τη ζωή σε ένα μέρος με ελάχιστη θερμοκρασία του -86 βαθμούς Κελσίου!

Η Concordia είναι μια επιστημονική ερευνητική βάση που χτίστηκε από την Ιταλική και τη Γαλλική κυβέρνηση στο μέσο του οροπεδίου Dome C στην ανατολική Ανταρκτική. Βρίσκεται σε υψόμετρο 3233 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και απέχει 1100 χλμ από τα παράλια της ηπείρου. Στέκεται δε πάνω σε 3500 μέτρα πάγου, ο οποίος έχει συσσωρευτεί εκεί το τελευταίο 1 εκατομμύριο χρόνια! Η εργασίες και τα πειράματα στην περιοχή άρχισαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την σημερινή εγκατάσταση να ολοκληρώνεται το 2005, χρονιά κατά την οποία πραγματοποιήθηκε και η πρώτη διαχείμαση (winterover) ανθρώπων, καθιστώντας την Concordia την τρίτη μόλις βάση της ενδοχώρας της Ανταρκτικής που έχει δυνατότητα φιλοξενίας πληρώματος όλο το έτος.

Η βάση αποτελείται από δύο βασικά μεταλλικά κυλινδρικά τριώροφα κτίρια που ενώνονται μεταξύ τους και με ειδικά εμπορευματοκιβώτια που περιέχουν το μηχανοστάσιο και άλλο βοηθητικό εξοπλισμό. Η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από πετρελαιοκινητήρες και υπάρχουν ειδικά συστήματα μείωσης του όγκου των απορριμμάτων και ανακύκλωσης/φιλτραρίσματος  του νερού. Το πόσιμο νερό προέρχεται από το λιώσιμο του πάγου γύρω από τη βάση, ενώ όλες οι υπόλοιπες προμήθειες πρέπει να μεταφερθούν εκεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και να αποθηκευτούν σε ειδικούς χώρους.

Η Concordia βρίσκεται στο πιο ψυχρό και ξηρό μέρος του πλανήτη και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι -55°C, με την καλοκαιρινή να ανεβαίνει έως -30°C και την ελάχιστη να φθάνει μέχρι και τους -86°C! Στη βάση εκτελούνται επιστημονικές μελέτες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και τομέων, όπως: Αστρονομία, Φυσική της ατμόσφαιρας, Μετεωρολογία, Μελέτη των πάγων, Σεισμολογία και Αεροδιαστημική Ιατρική. Το καλοκαίρι του νότιου ημισφαιρίου (Νοέμβριος – Φεβρουάριος) στη βάση καταφθάνουν έως και 90 άτομα (επιστήμονες και τεχνικό – διοικητικό προσωπικό) ενώ τους 9 χειμερινούς μήνες, παραμένουν 12 – 15 άτομα που συντηρούν την εγκατάσταση και διεξάγουν τις κυρίως επιστημονικές μελέτες σε πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο πλανήτη, μια και είναι αδύνατο σε οποιοδήποτε όχημα να προσεγγίσει την περιοχή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία του ηλιακού φωτός για 3,5 μήνες (Μάιο μέχρι Αύγουστο) και την υποξία (χαμηλό οξυγόνο στην ατμόσφαιρα) λόγω υψομέτρου, καθιστούν την Concordia το ιδανικό ίσως διαστημικό ανάλογο στη Γη. Αυτός είναι ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία (European Space Agency – ESA) αποστέλλει κάθε χρόνο έναν ιατρό – ερευνητή για τη διεξαγωγή μελετών της επίδρασης αυτών των παραγόντων στον ανθρώπινο οργανισμό και την ψυχολογία. Τα αποτελέσματα των μελετών θα χρησιμοποιηθούν για την προετοιμασία των μελλοντικών πληρωμάτων που θα ταξιδέψουν σε άλλους πλανήτες όπως η Σελήνη και ο Άρης.

Το ταξίδι

Η περιπέτεια ξεκίνησε από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» Θεσσαλονίκης. Με διάφορες πτήσεις και ενδιάμεσους σταθμούς τη Φρανκφούρτη, το Χονγκ Κονγκ, το Σύδνεϋ, βρέθηκα στο Κράιστσερτς της Ν. Ζηλανδίας, μία από τις πύλες εισόδου στην Ανταρκτική και επίσημη έδρα του Παγκόσμιου Οργανισμού για τη συνθήκη της Ανταρκτικής (www.comnap.aq). Από εκεί, με στρατιωτικό μεταγωγικό αεροσκάφος τύπου C-130, ειδικά διαμορφωμένο με σκι αντί για ρόδες, πέταξα για τη Λευκή Ήπειρο και με προορισμό τον παγωμένο διάδρομο προσγείωσης της αμερικάνικης βάσης “McMurdo” στα παράλια της Ανταρκτικής, τη μεγαλύτερη βάση στη χώρα, με πλήρωμα 2.500 άτομα το καλοκαίρι. Αμέσως μετά, ένα μικρό δικινητήριο “Twin Otter”, με οδήγησε στην Ιταλική παραλιακή βάση “Mario Zucchelli”, στην περιοχή “Terra Nova”, όπου έμεινα για μία εβδομάδα. Εκεί αντίκρισα για πρώτη φορά κομμάτια βράχου με υποτυπώδη βλάστηση, διάφορα είδη πουλιών, φώκιες και πιγκουίνους “Adelier”.  Το επόμενο βήμα ήταν η πτήση προς την Ιταλογαλλική επιστημονική βάση “Concordia”, 1.100 χλμ στην ενδοχώρα, με μια απαραίτητη στάση ανεφοδιασμού στο σημείο “Midpoint”, περίπου 600 χλμ από την ακτή, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά. Επιτέλους, άφιξη στην Concordia, με θερμοκρασία -44o C και δυσκολία στην αναπνοή, λόγω της υποξίας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα