Σπονδή στις μνήμες των 40 Εκκλησιών

Ένα ταξίδι στις αυλές του εξήντα στη Θεσσαλονίκη.

Parallaxi
σπονδή-στις-μνήμες-των-40-εκκλησιών-208102
Parallaxi

του Δημήτρη Κανονίδη

Άπλωσα το χέρι για να κόψω λίγα ερίκια… τα κλαδιά βαριά από τον καρπό ακουμπούσαν στο έδαφος…

Άπλωσα το χέρι και γύρισα το ρολόι του χρόνου χρόνια πριν, εκεί στη γειτονιά μου, στις 40 Eκκλησιές, αρχές της δεκαετίας του ’60… Mονοκατοικίες με κήπους να μοσχοβολούν τέτοια εποχή από τα λουλούδια, και δένδρα… κερασιές, βερικοκιές, δαμασκηνιές, ερικιές, μουσμουλιές.

H χαρά της τσακαλοπαρέας… Aπό τις αρχές της άνοιξης βολιδοσκοπούσαμε τα δένδρα και περιμέναμε να ‘’δέσει’’ και να μεγαλώσει ο καρπός, για να αρχίσουμε τις νυχτερινές μας επιδρομές. Ξέραμε απόξω και ανακατωτά ποια δέντρα κάνουν τους καλύτερους καρπούς. Η κερασιά της Καλλιρόης, η βερικοκιά του Μωραΐτη, η ερικιά του Αγγελίδη, η μουσμουλιά του Αιμελίδη… Και σαν νύχτωνε δινόταν το σύνθημα… με μπλουζάκια σκούρα, για να μη φαινόμαστε μέσα στη νύχτα, αρχίζαμε της επιχειρήσεις. Είχαμε δώσει και κωδικούς στα δένδρα για να έχουνε μεγαλύτερο ‘’μυστήριο’’ οι επιδρομές… ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ.

Ανεβαίναμε στα δέντρα καμμιά 10ριά νοματαίοι και γεμίζαμε τις τσέπες μας και τον κόρφο μας άγουρους ακόμα καρπούς… Μήπως θα τα τρώγαμε όλα; Πόσες αγουρίδες μπορεί να φάει κανείς; Αλλά να… έτσι για τη σκανταλιά. Ο μεγαλύτερος χαμός, όταν ανεβήκαμε καμμιά δεκαπενταριά άτομα πάνω στην κερασιά της Καλλιρόης, έσπασε το κλαδί και προσγειωθήκαμε στο έδαφος μέσα σε γέλια και χάχανα, και με την Καλλιρόη που δεν καλοέβλεπε να μας αναθεματίζει να μας μπουγελώνει, και να μας απειλεί πως θα πάει την άλλη μέρα στο δάσκαλο να μας καταγγείλει. Ποιος φοβόταν όμως. Που να μας αναγνωρίσει. Το σκοτάδι και τα σκούρα ρούχα ήταν σύμμαχοί μας. Και να τα γέλια, να οι φωνές.

Τα χρόνια πέρασαν… Η αντιπαροχή στη δεκαετία του ’60 και μετέπειτα, άλλαξαν τη μορφή της γειτονιάς. Οι μονοκατοικίες δώσαν τη θέση τους στις πολυκατοικίες… Οι κήποι χάθηκαν… Τα δέντρα ξεριζώθηκαν και μαζί με αυτά χάθηκαν και οι σκανδαλιές των παιδιών. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου έκανε τους ανθρώπους ‘’περήφανους’’… Ποιός να απλώσει χέρι να κόψει καρπούς από τα ελάχιστα δένδρα της γειτονιάς… οι καρποί σαπίζαν και πέφταν κάτω…

‘Απλωσα το χέρι μου και έκοψα ερίκια από το δένδρο… Γέμισα τις τσέπες μου. Έβαλα και στον κόρφο μου… μήπως θα τα έτρωγα; Αλλά να… έτσι για το γαμώτο. Έτσι για να αναβιώσω τα περασμένα χρόνια. Έτσι για να ακούσω και πάλι τις φωνές του Μωραΐτη, της Καλλιρόης, του Μπουλοβίνη, του Αγγελίδη, του Αιμελίδη… Έτσι σαν ένα προσκλητήριο στο παρελθόν… σαν ένα ‘’μνημόσυνο’’ στα χρόνια και στους ανθρώπους που έφυγαν.

…σπονδή στις μνήμες…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα