Θεσσαλονίκη

Στα παλιά καφενεία της πόλης

Σταθερά σημεία αναφοράς μνήμης και ανθρωπιάς σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει...

Parallaxi
στα-παλιά-καφενεία-της-πόλης-1073618
Parallaxi

Λέξεις: Δήμητρα Ζαφειρίου / Εικόνες: Γιώργος Νιάκας

Σε μία περίοδο γενικότερης σύγχυσης όπου προτεραιότητες, αξίες και όρια δείχνουν να έχουν μπερδευτεί μέσα σ’ ένα αστικό τοπίο που λες και από αντικατοπτρισμό, έχει γίνει ακόμα πιο αντιφατικό, γκρίζο και ασφυκτικό, ξεχωρίζουν σαν Stop carré από ταινία παλαιότερης εποχής τα εναπομείναντα καφενεία της πόλης.

“Τα πράγματα για εμάς ήταν πιο απλά. Απλά και όμορφα.

Είχαμε περάσει μεγάλες δυσκολίες, και όταν περνάς δυσκολίες είναι πιο εύκολο να καταλάβεις τον άλλον. Υπήρχε αλληλεγγύη…” αρχίζει να μας διηγείται ο κύριος Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του “Αλέξανδρος” στη Φιλίππου, ακριβώς δίπλα στην εμβληματική Ροτόντα.

Η μελαγχολία στα μάτια του εμφανής.

Ένας αγωνιστής της ζωής κοντά στα 90 με καταγωγή από την Κεφαλλονιά.

Την αρχική συστολή διαδέχεται ένα ζεστό άνοιγμα εμπιστοσύνης

“Ήμασταν επτά αδέλφια. Οι γονείς εξορία.

Πήγαμε Πειραιά για να επιβιώσουμε και μέναμε σ’ ενα σπίτι μισοξέσκεπο, με γκρεμισμένα ντουβάρια βομβαρδισμένο στον Β’ Παγκόσμιο.

Σκορπίσαμε σε Ελλάδα και Αμερική διεκδικώντας μία θέση στην ζωή και όχι απλά καλυτέρευση συνθηκών ζωής.

Όταν ήρθαμε εδώ η Φιλίππου λεγόταν Αμφιπόλεως και ήταν αδιέξοδο με ξύλινα σπίτια !

Εμείς ανοίξαμε την Πρωτοχρονιά του ’65.

Άρχισαν να έρχονται οι άνθρωποι στο μαγαζί και να δένουν οι ζωές μας.

Χαρές και λύπες, πολιτικά γεγονότα, γιορτές, αρραβώνες, τάβλι, χαρτιά, ατελείωτες συζητήσεις, όλα εδώ, σημείο αναφοράς.

Πόσοι φοιτητές έχουν περάσει από εδώ. Η Πανεπιστημιούπολη είναι δίπλα μας.

Για ένα διάστημα είχαμε πολλούς από την Ιορδανία που ήρθαν να σπουδάσουν εδώ με υποτροφία και αφότου τελείωσαν παρέμειναν στη Χώρα και φτιάξανε εδώ τις ζωές τους.

Μετέπειτα πολιτικοί της χώρας, μεγαλογιατροί, καθημερινοί άνθρωποι, πόσους γνωρίσαμε.

Πολλοί μας επισκέπτονται κατά καιρούς, δεν μας ξεχνούν ! Αυτό λέει πολλά…

Ήμασταν η διασκέδαση, η ψυχαγωγία των νέων της τότε εποχής. Ένας κοινός τόπος συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων που με τα χρόνια πλούτιζε ηλικιακά γιατί οι νεότεροι μεγάλωναν αλλά παρέμεναν σταθεροί θαμώνες και προστίθεντο οι νεότεροι.

Μία μικρογραφία της κοινωνίας.

Ο ένας στήριζε τον άλλον ακόμα και οικονομικά σε μεγάλες δυσκολίες.

Ο ένας μεγάλωνε μέσα από τις απόψεις του άλλου και ποτέ δεν μας χώρισαν τα κομματικά, η κοινωνική θέση η καταγωγή ή οτιδήποτε άλλο.”

Πήρα το θάρρος να του πω ότι αυτό εξαρτάται από το χαρακτήρα, την κατεύθυνση που δίνει ο ιδιοκτήτης.

Με αγάπη και ταπεινότητα απάντησε πως στην ουσία όλοι ξέρουν ότι στο τέλος της μέρας ο ένας έχει τον άλλον. Τίποτα πιο πάνω από αυτό.

Ρωτάω για την περίοδο της δικτατορίας.

Δεν μιλάνε. Κάποια στιγμή κάπως διστακτικά ο κύριος Δημήτρης μας δείχνει στο πάτωμα την γωνία μιας λαμαρίνας που είναι καλυμμένη από έναν παλιό μουσαμά.

“Είναι καταπακτή, οδηγεί σε υπόγειο.

Όταν χρειάστηκε, κρύψαμε κάποιους φοιτητές.

Τώρα την έχουμε σφραγίσει.”

Σιωπή…

Πλησιάζει ο γιος του ο Αλέξανδρος και μας δείχνει με καμάρι έναν αυθεντικό δίσκο σερβιρίσματος του ’60 και ένα ξύλινο κουτί για καφέ από τότε.

Σκεπτικός ο κύριος Δημήτρης συνεχίζει:

“Δεν έχουμε τόσο κόσμο πια, άλλαξαν οι εποχές.

Κλείνουμε σιγά-σιγά ένας-ένας.

Θα συνεχιστεί αλλιώς η ιστορία…”

Μας ξεπροβόδισε χαρίζοντας μας ροδιά από το δέντρο τους.

Τους ευχαριστήσαμε και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την Κασσάνδρου.

Πίσω από το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και παράλληλα με την Κασσάνδρου, επί της Γυμνασίαρχου Κωνσταντίνου Γκράτσιου βρίσκεται το “Παγγαίο”.Φτάνουμε στην ώρα μας.

Έχει αρκετό κόσμο μέσα.

Μας καλωσορίζει το ζεστό χαμόγελο της Ελένης, της ιδιοκτήτριας.

Γυναίκα ιδιοκτήτρια καφενείου;

Πώς προέκυψε αυτό;

Είχα κατά νου ότι το καφενείο είναι κάτι σαν άβατο για τις γυναίκες το οποίο ούσα γυναίκα μου δημιούργησε και μία σχετική προκατάληψη.

“Δεν ήταν έτσι σε όλα τα καφενεία”, μου εξηγούν ο θείος της ο κύριος Γιάννης Ίλτσος, εκείνη και ο κύριος Θεόδωρος Αβραάμ ο δάσκαλος, μία σεβαστή από όλους μορφή που μας περιμένει να μας μιλήσει.

“Ήταν διαφορετικά τα ήθη, πιο αυστηρά, συνεχίζει.

Σε κάποια ίσχυε σε μεγάλο βαθμό σε κάποια όχι.

Απλά ο καθένας είχε το δικό του χώρο κοινωνικοποίησης και έκφρασης.

Για τους άνδρες ήταν τα καφενεία.”

Το συγκεκριμένο έχει ανοίξει ο παππούς της Ελένης, ο Τοπαλίδης Γεώργιος το ’72 . Άνθρωπος νοικοκύρης, ήπιων τόνων που σεβόταν τους πελάτες του και τον αγαπούσαν όλοι. Είχε έρθει από το Παλαιοχώρι Καβάλας. Μικρασιάτης στην καταγωγή.

“Όλοι εδώ, η παρέα που το φτιάξαμε, είμαστε από τη Μικρά Ασία. Μας ένωνε και ο ΠΑΟΚ. Πηγαίναμε όλοι μαζί στους αγώνες. Ο Γιώργος ήταν ΑΕΚ και κρατούσε τις ισορροπίες με όλους. Είχαμε κάνει και εμείς ποδοσφαιρική ομάδα και παίζαμε με άλλες γειτονιές στην αλάνα που βρίσκόταν εκεί που είναι τώρα ο Τσαρουχάς. Εδώ ήμασταν ενωμένοι, συζητούσαμε για πολιτική, ομάδες, κοινωνικά θέματα. Μαλώναμε ενίοτε αλλά οι φιλία ήταν πάνω από όλα!

Μία μικρή Βουλή. Ο Μαρκεζίνης είχε αποκαλέσει το Κοινοβούλιό, Κυνοβούλιο. Εδώ δεν συνέβη ποτέ να μοιάσουμε σε κάτι τέτοιο. Οι καθημερινοί άνθρωποι έχουμε άλλη ηθική και αλήθεια Μην κοιτάς που προσπαθούν να μας αποπροσανατολίζουν.”

Κάποιοι είναι ήδη στρωμένοι γύρω από την πράσινη τσόχα και παίζουν.

Τα αστεία και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν.

” Όταν ήρθα διορισμένος εδώ υπήρχαν αυλές με γαζίες και οι πόρτες είναι ανοιχτές. Τώρα είναι δύσκολα.”

Η οικογένειά του ήρθε Σέρρες το ’18 με τους πρώτους διωγμούς. Αναθάρρησαν με τις επιτυχίες του Στράτου και επέστρεψαν για να ξαναγυρίσουν μαζί με τους περισσότερους το ’22.

Αυτή τη φορά στη Δράμα. Σταμάτησε το δημοτικό στην κατοχή. Με την απελευθέρωση συνέχισε και σπούδασε, έγινε δάσκαλος.

Η Θεσσαλονίκη αναπτυσσόταν και διψούσε για ανθρώπινο δυναμικό. Όποιος δήλωνε τα μεγάλα αστικά κέντρα διοριζόταν γρήγορα.

“Έτσι ήρθα, έκανα την οικογένειά μου και μετά από 30 χρόνια διορισμού βγήκα στη σύνταξη για να βοηθήσω στο μεγάλωμα των εγγονιών μου. Έχω και τους φίλους μου εδώ.”

Υπήρχαν εντάσεις με τα κομματικά ;

“Μικροεντάσεις ίσα για ν’ανάβουν τα αίματα!” Ακούγεται ο Δημήτρης Καρύπης, συνταξιούχος επιπλοποιός.

“Ο καθένας έτρεχε για το κόμμα του και την ημέρα των εκλογών ήμασταν εδώ όλοι μαζί. Εγώ είμαι αριστερός. Εδώ δίπλα υπήρχε γραφείο της δεξιάς. Κάθε Παρασκευή το είχαμε να βγαίνουμε όλοι μαζί. Κανονικά δίνω συνεντεύξεις μόνο στο Playboy αλλά για σας θα κάνω μία εξαίρεση…”

Γελάμε όλοι.

“Υπήρχε μεγάλος φανατισμός την δεκαετία του ’80. Στα καφενεία στα χωριά μαλώνανε άσχημα για τα κόμματα.

Στις πόλεις όχι. Εμείς λέγαμε: δεν θα σκοτωθούμε για αυτούς ! 46 χρόνια δεν έλειψα ούτε μία μέρα από εδώ. Θυμάμαι όταν ήμασταν ακόμα στη Νιγρίτα και άρχισα να εργάζομαι στο επιπλοποιείο μας, πηγαίναμε μαζί με τον πατέρα μου στους φίλους του στο καφενείο. Έκανα και θελήματα εκεί!

Ήταν δίπλα στο Ειρηνοδικείο. Ερχόταν κόσμος που περίμενε να εκδικαστούν οι υποθέσεις του. Περίμεναν ώρες κάποιες φορές. Η γυναίκα του καφετζή, όταν έβλεπε ότι κάποιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και ψυχανεμιζόταν πως ήταν καλός άνθρωπος, τον ρωτούσε με τρόπο τί του συνέβαινε. Έπειτα όταν έβγαζε τα συμπεράσματα της, πήγαινε στον πρόεδρο του Ειρηνοδικείου και έδινε αναφορά και νουθεσία. Κοίτα, αυτός είναι καλός άνθρωπος. Βοήθησέ τον…

Πολλά καφενεία είχαν παράδοση στους ωραίους μεζέδες.

Στις Σέρρες υπήρχε ένα στην πλατεία Δημοκρατίας όπου όποτε ανανέωνες το τσίπουρό σου, γέμιζε το τραπέζι μεζέδες. Παρέες, συζητήσεις, ζωή μαζί.”

Υπήρξε κάποια δυσκολία κάποιο απρόοπτο που θυμάστε έντονα;

Ο Γιάννης και ο Δημήτρης κοιτάζονται.

“Πολλές. Στα περισσότερα στηρίζαμε ο ένας τον άλλον. Μου έρχεται τώρα ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Κάποια χρονιά στις φωτιές του Αη Γιαννιού είχαμε ένα ατύχημα. Κάηκε ένας φίλος σοβαρά στο πρόσωπο. Οργανωθήκαμε και μαζέψαμε χρήματα για να μπορέσει να πάει ο άνθρωπος στην Αθήνα για ό, τι ήταν χρειαζόταν και για την πλαστική που ήταν απαραίτητη. Στις ανάγκες ήμασταν ενωμένοι, αλληλοβοηθιόμασταν. Αλλάζαμε και τους χαρακτήρες.

Τον βλέπεις αυτόν;

Ήταν τζαναμπέτης και τον στρώσαμε ! (γέλια)”

Η Ελένη μεγάλωσε έχοντας τις αναμνήσεις της συνδεδεμένες με το χώρο.

“Όταν γεννήθηκα υπήρχε ήδη. Ερχόμασταν με τη γιαγιά μου να χαιρετήσει τον αδερφό της και μας κερνούσε πορτοκαλάδα.

Υπήρχε το παλιό ψυγείο-βιτρίνα με τα πολύχρωμα μπουκάλια μέσα. Με τα χρόνια άλλαξε τέσσερις-πέντε ιδιοκτήτες.

Το όνομα “Παγγαίο” παρέμεινε από την αρχή. Οι τελευταία ιδιόκτητες το παραμέλησαν αρκετά. Όταν βγήκε σε πώληση και έπεσε κάπως η τιμή σκέφτηκα να το αναλάβω. Ήξερα ότι θα είναι δύσκολο αλλά το τόλμησα. Μεγαλώνω μόνη το παιδί μου και η εύρεση εργασίας είναι αρκετά δύσκολη.

Είμαι εδώ από τις 8:30 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Πήρα άνθρωπο να με βοηθάει γιατί οι ώρες είναι πολλές, είναι διαφορετικά όμως όταν αγωνίζεσαι για κάτι δικό σου.

Μου αρέσει πολύ η επικοινωνία με τους συνανθρώπους Έχω ζήσει εδώ μέσα τον παππού, τον πατέρα και τον θείο μου στην πορεία των ετών.

Το μαγαζί και τους ανθρώπους του. Στην αρχή με έβλεπαν με επιφύλαξη επειδή είμαι γυναίκα. Βοήθησε πολύ η παρουσία του πατέρα και του θείου μου σε αυτό.

Αισθανόντουσαν αμηχανία ως προς το πόσο ελεύθερα μπορούν να εκφράζονται μπροστά σε μία γυναίκα. Με τον καιρό όμως χαλάρωσαν. Όλα πήραν το δρόμο τους.

Τώρα ζητούν να τους φτιάξω τις σπεσιαλιτέ μου για τα τσιπουράκια τους, και νιώθουν πολύ άνετα μαζί μου τηρώντας πάντα τα απαραίτητα όρια και τον σεβασμό.

Έχω κρατήσει τα λίγα παλιά αντικείμενα που υπήρχαν από την εποχή που το άνοιξε ο παππούς μου.

Μου αρέσει αυτή η αίσθησης του παλιού. Θα την κρατήσω.

Με μεγάλη προσπάθεια και αγάπη το φτιάχνω σιγά-σιγά αλλά θα κρατήσω τον χαρακτήρα του. Έρχονται και νέοι άνθρωποι που αναζητούν τέτοιους χώρους ή που ψάχνουν κάτι πιο οικονομικό για να περάσουν όμορφα.

Και Τουρίστες ψάχνοντας ν’ ανακαλύψουν μόνοι τους την πόλη.

Αρέσει και στους παλιούς το ότι έρχεται νέος κόσμος. Κάποιες φορές γνωρίζονται κιόλας πιάνουν συζητήσεις μεταξύ τους.”

Η σοφία και η εμπειρία των παλαιότερων με την παρόρμηση και με τις εν εξελίξει δυνατότητες των νεότερων, σκέφτομαι.

Συγκινητικό και όμορφο.

Αποχαιρετούμε τους ανθρώπους εκεί με μια γλυκιά και ελπιδοφόρα αίσθηση.

Σκέφτομαι πως σε μία εποχή που θυμίζει μεταμοντέρνο σουρεαλιστικό Μεσαίωνα με μπερδεμένα όρια, χωρίς φανερό εχθρό να αντιπαλέψεις και με το χάσμα των γενεών να μεγαλώνει εντείνοντας πρωτόγνωρα και τον ηλικιακό ρατσισμό, άνθρωποι όπως ο κύριος Δημήτρης, ο Αλέξανδρος, η Ελένη και άλλοι, καλούνται να γίνουν οι ενδιάμεσοι δίνοντας χώρο στη συνέχιση της μνήμης και την συνοχή της επικοινωνίας διαφορετικών γενεών και ανθρώπων.

Όπως και να συνεχιστεί η ιστορία μου έρχονται στο μυαλό εκείνα τα λόγια:

“…στο τέλος της ημέρας έχουμε μόνο ο ένας τον άλλον”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα