Στα παλιά πορνοσινεμά

Για την ιστορία του πορνό και την εξέλιξή του μια κουβέντα απ΄ τα παλιά...

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
στα-παλιά-πορνοσινεμά-16568
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
Αρχική εικόνα: Ελένη Βράκα

Η πρωταγωνίστρια ξεκινάει να πάει στην αγορά για ψώνια. Μπαίνει στο κονβέρτιµπλ αµάξι της, βάζει το κλειδί στη μηχανή, γυρνάει, τίποτα. Ένας κρότος ξερός. Καταλαβαίνει, χάρη στην οξυδέρκειά της, ότι το αµάξι έχει χαλάσει και καλεί την οδική βοήθεια. Ο ήλιος λάµπει πάνω στους λόφους της Καλιφόρνια, όλα είναι χαρούμενα, είναι καλοκαίρι.

Ο τύπος της οδικής βοήθειας φτάνει σύντοµα. Φοράει µια φόρµα µηχανικού, την οποία και του αφαιρεί τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα της γνωριμίας τους η πρωταγωνίστρια. Κάνουν σεξ λέγοντας διάφορες παροιμιώδεις ατάκες του στυλ “το πιστόνι σας θέλει λάδωµα”, ή “κυρία µου, η µηχανή σας ζεστάθηκε, θέλει τη φροντίδα µου” και στο τέλος ο νεαρός διορθώνει και το αµάξι.

Με ανανεωμένο το ενδιαφέρον της για ψώνια, η κυρία επισκέπτεται διαδοχικά το μπακάλη -“θα ήθελα ένα σαλάµι”- τον µανάβη -“ένα αγγούρι και ντοµάτες παρακαλώ”- και τέλος πάει στο κοµµωτήριο, όπου συναντά τις φίλες της. Όταν νυχτώσει και αυτή η τυπική µέρα της Καλιφορνέζας φτάνει στο τέλος της, επιστρέφει στο σπίτι γεµάτη εµπειρίες.

Εκείνη την ώρα φτάνει και ο άντρας της, ο οποίος, σε κάποια πλάνα ομολογουμένως ασύνδετα, κανόνισε στη διάρκεια της δικής του µέρας τη γραµµατέα του, την αδελφή της γυναίκας του και µια φίλη της. Η υπηρέτρια που τους σερβίρει το δείπνο κρύβει ένα βαθύ ερωτικό αίσθηµα για το µάγειρα, που θα του το εκδηλώσει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Υπηρέτρια και σεφ ζευγαρώνουν ανάµεσα σε κατσαρόλες και φαγητά (λίγο βουτυράκι παιδιά;!), ενώ-το ανύποπτο ζεύγος των κυρίων τους μιλούν για το πόσο ο έρωτας περνά από το στοµάχι. Η ταινία κλείνει µε το σµίξιµο των πρωταγωνιστών μπροστά στο τζάκι.

Η αξία της πυρηνικής οικογένειας -ως θεμέλιος λίθος της κοινωνίας αναγνωρίζεται κι επιβεβαιώνεται. Το παραπάνω σενάριο είναι ενδεικτικό της αισθητικής και της πλοκής των ταινιών του εν λόγω είδους. Ταινιών, που πλέον είναι εύκολο να βρει κάποιος σε video club ή στις προβολές των σχετικών κινηµατογράφων. Στους κινηµατoγράφους αυτούς και στους θαµώνες τους είναι αφιερωµένο αυτό το κείµενο, χωρίς την παραµικρή διάθεση για αποκαλύψεις ή διαλευκάνσεις, αλλά µε το σεβασµό και την αγάπη που οφείλουν οι σινεφίλ στους ανθρώπους που έχουν τον κινηματογράφο κρεβάτι και σπίτι τους.

Για την ιστορία του πορνό και την εξέλιξή του μια κουβέντα απ΄τα παλιά µε τον κ. Τζαβάρα, που δούλευε είκοσι χρόνια στο χώρο και για πολλά χρόνια στο ταµείο του “ΆΛΕΚΑ”.

Ε.: Πότε ξεκίνησε η φάση µε τα πορνό;

– Κοντά στο ’70. Το πορνό λειτούργησε αρχικά σαν ένα κινηματογραφικό είδος που θα αύξανε τα εισιτήρια, που, εκείνη την περίοδο, παρουσίαζαν για πρώτη φορά πτώση. Στην πορεία ευνοήθηκε και από τις κοινωνικές εξελίξεις. Υπήρχε µια διάθεση για απελευθέρωση των ηθών στην Ευρώπη που ήρθε και στην Ελλάδα.

Ε.: Εδώ όµως τότε είχαµε δικτατορία, που διακήρυσσε “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”. Τι είδους απελευθέρωση ήταν αυτή;

– Το καθεστώς εκείνο δεν απαγόρευε τις προβολές αυτού του είδους. Άλλωστε, τότε ακόµη, δεν µπορούµε να µιλάµε για πορνό. Υπήρχαν ταινίες “τύπου σεξ”, µε το µοντέλο της τολμηρής μαθήτριας που το βράδυ άλλαζε ρόλο.

Ε.: Από πού ήρθαν στην Ελλάδα οι πρώτες πορνοταινίες;

– Πιο πολύ από τις Σκανδιναβικές χώρες. Αργότερα από τη Γερµανία και τη Γαλλία. Και στην Ελλάδα γυρίστηκαν κάποια έργα αλλά περιορισµένα.

Ε.: Έχω ακούσει ότι εκείνη την περίοδο, κοντά στο ’70, το τµήµα τελειοφοίτων του Δευτέρου τότε Εξαταξίου Γυµνασίου της Ικτίνου, είχε οργανώσει κηδεία μέσα στον “Ελλήσποντο”. Είχαν πάει φέρετρα, λαµπάδες και στεφάνια. Τότε ήταν που ακούστηκε για πρώτη φορά το “Γκουζγκούνη boss, είσαι αρχηγός” και το “Γκουζγκούνη ζεις, εσύ µας οδηγείς”.

– (γέλια) Ναι, τότε συνέβαιναν διάφορα, ιδιαίτερα στον Ελλήσποντο. Μεσουρανούσε, πράγµατι ο Γκουζγκούνης, ένας φαλακρός, καχεκτικός ανθρωπάκος, ο οποίος είχε φοβερή πέραση. Πήγαινε όλος ο κόσµος να τον δει. Μαθητές, φοιτητές, µεγάλοι άνθρωποι. Θυµάµαι, άναβαν κεριά µέσα στον κινηµατογράφο, πήγαιναν µπροστά στην οθόνη κι έκαναν µετάνοιες, ακούγονταν µάλιστα και αντιδικτατορικά συνθήµατα. Λειτουργούσε περισσότερο σαν πόλος εκτόνωσης ο κινηµατογράφος.

Ε.: Φαντάζοµαι ότι το σκοτάδι εξυπηρετούσε και την ανωνυµία εκείνων των καταστάσεων.

– Εννοείται. Πάντως, αυτή η κατάσταση κράτησε µια πενταετία. Μέχρι το ’75-’76. Μετά, εδώ στο “ΆΛΕΚΑ” παίξαµε πρώτη φορά τσόντα, µε την πραγµατική έννοια του όρου (δηλαδή του ένθετου κοµµατιού). Παίζαµε ταινίες soft και στις ερωτικές σκηνές µε τη δεύτερη µηχανή προβάλλαµε πλάνα hard core. Τότε γινόταν µεγάλο πανηγύρι, µαζευόταν κόσµος, σα γήπεδο. Εµείς φτάσαµε να κόβουµε τρεις χιλιάδες εισιτήρια.

Ε.: Δεν υπήρχαν κινηµατογράφοι που έπαιζαν τσόντες ανάµεσα στα γουέστερν και τις περιπέτειες;

– Πώς. Τα πιο συντηρητικά όπως το ”ΑΕΛΛΩ” και τα περιφερειακά σαν το “ΔΙΟΝ”.

Ε.: Στη συνέχεια;

– Στη συνέχεια ξεκίνησε ο ανταγωνισµός των κινηµατογράφων. Ποιος θα δείξει το περισσότερο και το πιο άγριο πορνό για να κόψει τα πιο πολλά εισιτήρια. Έτσι, από κει που παίζαµε τετράλεπτα hard core φτάσαµε να παίζουµε δυο ταινίες την ηµέρα και ν’αλλάζουµε τρεις φορές την εβδοµάδα.

Ε.: Τώρα όµως, δεν προβάλλετε κόπιες, έχετε προτζέκτορα.

– Ναι, σαφώς. Είναι οικονοµικότερος και µπορείς εύκολα να εξασφαλίσεις τις ταινίες από video.

Ε.: Ερωτικές ταινίες δεν υπάρχουν σε φιλµ;

– Ελάχιστες και χιλιοπαιγµένες. Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσαµε µ’αυτές. Τις παίξαµε, τις παίξαµε, τις βαρεθήκαµε.

Ε.: Τα συνάφια που κυκλοφορούν µέσα στην αίθουσα έχουν αλλάξει;

– Ναι. Το θέµα “κοινό-πορνό” έχει αλλάξει ριζικά. Παλιά, εµείς που δουλεύαµε σε τέτοια µέρη εξυπηρετούσαµε κοινό. Τώρα εξυπηρετούµε βίτσια.

Ε.: Τι βίτσια;

– Έχουµε δείγµατα απ’ όλων των ειδών τις ανωµαλίες που κυκλοφορούν. Πάντως, γεγονός είναι ότι όλα αυτά εκδηλώνουν τα γούστα τους µέσα στην αίθουσα. Έξω από την αίθουσα όλοι Παναγίες. Είχε τύχει µερικές περιόδους να έχουµε κοπέλες στο ταµείο και δεν τις πείραξε κανένας. Είχαµε βέβαια, προβλήµατα µε ανώµαλους που έπαιρναν τηλέφωνο.

Ε.: Εντάξει δεν είναι και µοναστήρι. Έχετε δηµιουργήσει φιλίες µε κάποιους από τους θαµώνες;

– Στην αρχή ήµουν πολύ επιφυλακτικός. Κάποια στιγµή, όταν έπιασα κουβέντα µε κάποιους από αυτούς διαπίστωσα ότι κάνουν καλή παρέα. Μερικοί λένε καταπληκτικές ιστορίες για τα ερωτικά τους κατορθώµατα και τις αντιζηλείες τους.

Ε.: Θυµάστε καµιά αστεία;

– (γέλια) Πριν αρκετά χρόνια υπήρχε εδώ ένας που τον φώναζαν “η Βασίλισσα της Αλέκας”. Ο κινηµατογράφος ήταν η επικράτειά του. Έκανε κουµάντο στην αίθουσα και στις τουαλέτες. Κανόνιζε ποιος µε ποιον και τέτοια. Κάποια µέρα έρχεται ένας κύριος πολύ προσεγµένος. Θυµάµαι φορούσε ρεµπούµπλικα, παλτό, κρατούσε µια σακ-βουαγιάζ και κάπνιζε πούρο. Αρχικά λέω ή ψώνιο θα είναι ή πολύ σοβαρός. Λοιπόν, κόβει εισιτήριο, µπαίνει στην αίθουσα, πριν περάσουν δέκα λεπτά βγαίνει φουριόζος κι αρχίζει να φωνάζει ότι αυτά που συμβαίνουν στον κινηματογράφο είναι ανήκουστα και θα μας καταγγείλει σ’έναν πρέσβυ που είχε φίλο. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται η Βασίλισσα, η οποία κοιτάει τον τύπο εμβρόντητη. Την πιάνω κι εγώ και της λέω: “Πάρε τον κύριο να τον ξεναγήσεις και να τον φιλοξενήσεις, μη μείνει δυσαρεστημένος και μας καταγγείλει στον πρέσβυ” (γέλια). Άλλο που δεν ήθελε αυτός, πήρε και ξεναγούσε τον τύπο, με τον οποίο έγιναν τελικά και φίλοι. Ο σοβαρός ερχόταν ύστερα μια περίοδο με δώρα. Τέτοιες ιστορίες είναι απ’αυτές που βλέπεις κι ακούς εδώ.

Ε.: Τώρα συμβαίνουν τέτοια;

– Πάλι συμβαίνουν, αλλά είναι αλλιώς. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω.

Ε.: Στον πορνό κινηματογράφο βλέπετε μέλλον;

– Όχι. Τα εισιτήρια που κόβουμε είναι οριακά. Αρκούν να συντηρήσουν μια επιχείρηση, από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν έχει έξοδα, αλλά όχι και να την κάνουν επικερδή. Κάτι πήγε να γίνει στο “ΛΑΪΚΟ” με τις μεταμεσονύκτιες, αλλά δεν έδωσε δείγματα ότι θα δημιουργήσει νέα κατάσταση.

Ε.: Ο στάνταρ κόσμος, που σ’αυτούς τους χώρους βρίσκει στέκι, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τη λειτουργία τους;

– Όχι. Και πρέπει να σου πω ότι κι αυτοί μειώνονται αισθητά. Υπάρχει κορεσμός του απλού κόσμου, που πλέον δεν έρχεται και οι τύποι που εσύ ανέφερες χάνουν σταδιακά το πεδίο δράσης τους.

Έβαλα την άδεια οφθαλμοφορίας στο πορτοφόλι και βγήκα από το αμάξι. Προχώρησα. Bar, bar, show bar, μια στοά. Κινηματογράφος “ΛΑΪΚΟ”, ώρα 1:00 π.μ. Ο ταμίας είναι σγουρομάλλης, κοντά στα τριάντα, μπορεί και νεώτερος. Η Κατρίν Ντενέβ μου γελάει από τη φωτογραφία στο τζάμι. Παίρνω το εισιτήριο και της γελάω κι εγώ. Ο ταμίας με κοιτάζει παράξενα. Ανεβαίνω είκοσι περίπου σκαλιά. Στον τοίχο ο Κέβιν Κόστνερ, ο Τομ Κρουζ και άλλοι. Δύο έργα σεξ και περιπέτειες. Σκέφτομαι ότι το σεξ είναι, ούτως ή άλλως, μεγάλη περιπέτεια.

Το πλατύσκαλο βλέπει σ’ένα χώρο παράδοξο. Μια τεράστια αίθουσα, σαν αυτή που περιέγραψε στα διηγήματά του ο Ιωάννου, κομμένη στη μέση με δυο πόρτες. Αίθουσα Α’, δυο ταινίες σεξ. Ανοίγω κι έρχομαι αντιμέτωπος με μερικά ζευγάρια μάτια. είναι σκοτεινά, στις σκάλες μικρά, κόκκινα, θαμπά φωτάκια. Ανεβαίνω όλα τα σκαλιά και κάθομαι ψηλά, να έχω την εποπτεία. Τα μάτια μου δε συνήθισαν στο σκοτάδι, αναγνωρίζω κάφτρες τσιγάρων. Ανάβω κι εγώ ένα. Θέλω μια μπύρα, αλλά το κυλικείο έξω από την αίθουσα είναι κλειστό. Στην οθόνη προβολή από τον προτζέκτορα. Μια θαμπάδα στην εικόνα, σαν πλάνο από super 8, εξασφαλίζει την άνετη και βέβαιη μεταφορά μας στο χώρο του φανταστικού.

Σταδιακά διαγράφονται φιγούρες. Διαγώνια εμπρός ένα κουρεμένο κεφάλι, φαντάρου πιθανότατα, κινείται παλινδρομικά. Ίσια κάτω δυο τύποι με μαλλιά και περφέκτο, αριστερά ένας με χαίτη. Όλος ο καλός ο κόσμος. Μια γυναίκα σηκώνεται και κατευθύνεται στην τουαλέτα. Φοράει τζην, ζιβάγκο, σακάκι. Βγαίνει μετά από πέντε λεπτά και κάθεται, ύστερα σηκώνεται ο τύπος με τη χαίτη, πάει στην τουαλέτα, αυτή από πίσω του.

Δυο τσιγγάνοι αποφασίζουν να βγουν από την αίθουσα, φωνάζουν “ΠΑΟΚ” πρώτα κι ύστερα άλλα για τις ηθοποιούς και το τι θα τους συνέβαινε αν έπεφταν στα χέρια τους. Ένας τύπος γύρω στα σαράντα, δεμένος με φαλακρίτσα και μουστάκι, πηγαίνει πάνω-κάτω, σταματάει, κοιτάει ξανά, πάνω-κάτω.

Στην τουαλέτα έχει πολύ πήγαιν’έλα. Κάποιοι κάθονται στην είσοδό της όρθιοι και κόβουν όψεις. Λέγονται διάφορα, χαμηλότονα, ένα μουρ-μουρ είναι διάχυτο. Το χαζό αν πας, είναι ν’αναρρωτηθείς πού είναι των ανδρών και πού των γυναικών.

Ένας μακρύς διάδρομος είναι με ουρητήρια και λίγες τουαλέτες, όπου άλλοι κάθονται ζεύγη κι άλλοι μοναχοί. Ένας απ’αυτούς είναι ο Γιάννης, 28 χρονών. Υδροχόος με ωροσκόπο Λέοντα. Από την επαρχία, περιφέρεια Σερρών, που ξέμεινε στο Πολυτεχνείο. Όταν του λέω ότι όσα μου πει θα τα γράψω, κομπλάρει, το ξανασκέφτεται. Λέει ότι όλη η βδομάδα του ήταν γκαντέμικη. Τι άλλο θα του τύχει; Τελικά αποφασίζει να μιλήσει.

Σε τέτοιους κινηματογράφους γυρνάει καιρό. Κοντά στα τρία χρόνια. Ίσως και παραπάνω. “Είναι η ηλικία που στη βαράει. Ξεπερνάς τους ενδοιασμούς και τα ταμπού και βουρ στον πατσά”. Δεν βγαίνει συχνά, φοβάται κιόλας μην κολλήσει τίποτε. “Αυτός ο φόβος έχει τσακίσει την κίνηση στα στέκια”. Αυτός δεν πρόλαβε τις τρελές ιστορίες που περιγράφουν οι παλιότεροι. Από τότε που άρχισε να λειτουργεί ερωτικά υπήρχε ο φόβος κι όλοι ήταν συγκρατημένοι. Τζόγος ερωτικός γίνεται σ’ όλους τους κινηματογράφους του είδους, πιο πολύ στους κεντρικούς, στο Βαρδάρι. Για τους υπόλοιπους δε γνωρίζει, έχει περάσει κάποιες νύχτες από κει, αλλά όχι τίποτε σημαντικό. Τον ρωτάω να μου πει τη σημειολογία τους, τους κώδικές τους, με ρωτάει γιατί. “Αν κάποιος γουστάρει τέτοια πράγματα θα τον βρει τον τρόπο. Οι άσχετοι δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν”.

Ε.: Τι τύποι κυκλοφορούν;

– Κοιτάει δυο που είναι δίπλα μας. “Τέτοιοι τύποι” μου απαντάει.

Ε.: Έχει και οικογενειάρχες;

– Απ’όλα έχει ο κήπος. Υπάρχουν μερικοί στάνταρ που έρχονται κάθε βράδυ κι άλλοι πιο σπάνια και μερικοί ξεκάρφωτοι -μαθητές, φοιτητές, φαντάροι που έρχονται για την τσόντα. Μ’αυτούς τους τελευταίους ανανεώνεται ο κύκλος.Μου μιλάει για μια συνθήκη, μια κατάσταση που επικρατεί. Οι μεγάλοι σε ηλικία κυνηγούν τους μικρότερους, που συνήθως το παίζουν δύσκολοι.

Ε.: Οι μικροί ζητάνε φράγκα;

– Κάποιοι ναι, άλλοι το κάνουν για το γούστο τους.

Ε.: Η “κυρία” που κυκλοφορεί;

– Αυτή τη φέρνει ο “φίλος” της αραιά και πού. Δεν είναι μόνο αυτή, έχουν περάσει διάφορες κατά καιρούς.

Τον ρωτάω πως αντιμετωπίζει το γεγονός ότι όλα αυτά διαδραματίζονται στο χώρο του κινηματογράφου κι όχι σ’ένα bar ή σ’ένα πάρκο και μου απαντάει ότι νοιώθει άνετα, ότι πάντα στον κινηματογράφο, από μικρός, ωραία αισθανόταν. “Εδώ δεν έχει ούτε πόζες, ούτε στησίματα, ούτε τίποτα. Καθαρή κατάσταση. Θέλεις, θέλει, πάτε στην τουαλέτα ή σε κανένα γιαπί ή σε σπίτι κι αυτό είναι. Γλιτώνεις χρόνο.

Ε.: Κι όταν βγαίνεις απ’τον κινηματογράφο;

– Ε, τι; Εγώ δεν πιστεύω σ’αυτά που λένε ότι έρχονται εδώ, βγάζουν τα μάτια τους κι έξω συνεχίζουν να ζουν νορμάλ, με τη γυναίκα, τα παιδιά, την πεθερά τους. Αυτή η κατάσταση σ’επηρεάζει θες δε θες. Αν ζεις διπλή ζωή, είσαι μαλάκας αν πιστεύεις ότι θα τη βγάλεις καθαρή εκατό στα εκατό. Κάτι θα γίνει και θα φανερωθείς. Οι περισσότεροι εδώ μέσα αν τους ρωτήσεις έχουν φοβερό άγχος μην αποκαλυφθούν παραέξω.

Ε.: Εσύ;

– Εγώ φίλε, την έχω κάνει την επιλογή. Ούτε κρύβομαι, ούτε το’χω για σημαία. Αλλά δε φοβάμαι και σε κάθε βήμα μου.

Βγαίνω έξω, στην αίθουσα, κάθομαι. Προσπαθώ να τυπώσω στο κεφάλι μου τα λόγια του Γιάννη για να τα γράψω. Όλοι οι πρωταγωνιστές στην οθόνη, σ’ένα κρεσέντο αισθησιασμού, φτάνουν σε οργασμό και η ταινία τελειώνει. Πέφτουν τίτλοι. Κάτι λάμπες φθορίου φωτίζουν την αίθουσα κι όλοι αυτοί που τριγυρνούσαν φεύγουν βιαστικοί. Έξω η βροχή έχει σταματήσει να πέφτει. Εγώ θα πάω σπίτι να μαγειρέψω για το φίδι μου. Εκείνου που πρόσφερε για κέρασμα μηλαράκι κι έκανε όλη αυτή τη ζημιά …

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα