Στα παλιά υφασματάδικα της Θεσσαλονίκης

Εκεί που το μετάξι και η παγέτα συναντούν το τούλι και το σατέν, εκεί όπου οι μανάδες επέλεγαν τα λευκά είδη προικός και οι κοσμικές το κατάλληλο πατρόν

Μυρτώ Τούλα
στα-παλιά-υφασματάδικα-της-θεσσαλονί-931820
Μυρτώ Τούλα

Ανάμεσα στα πολυκαταστήματα, στις γνωστές μπράντες, στο fast fashion, στο κέντρο της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας, μικροί θησαυροί που φέρνουν στην μνήμη την παλιά Θεσσαλονίκη επιβιώνουν. 

Εκεί που το μετάξι, συναντά το τούλι, εκεί που το μυαλό των μόδιστρων ονειρευόταν και δημιουργούσε, εκεί που η παγέτα συναντούσε το σατέν, εκεί που οι μανάδες επέλεγαν τα λευκά είδη για την προίκα, εκεί που οι θεατρίνες και οι κοσμικές έβρισκαν το κατάλληλο πατρόν για τα φορέματα που θα παρουσίαζαν στις χοροεσπερίδες, εκεί που το κέντημα έγινε το καλύτερο κόσμημα. 

Στα παλιά υφασματάδικα της Σαλονίκης που κρατούν ιστορίες αιώνων. 

Στην Βαλαωρίτου σε μία γειτονιά που κάποτε γνώρισε την απόλυτη άνθηση των υφασματάδικων, των κλωστάδικων και των λευκών ειδών το κατάστημα Παυλίδης μετρά σχεδόν 100 χρόνια ζωής. 

Η κ. Χριστίνα Παυλίδη, ιδιοκτήτρια της επιχείρησης μας αφηγείται μία ιστορία ζωής.

312261158-596997665511255-5474544835261560517-n.jpg

“Το μαγαζί στη Θεσσαλονίκη άνοιξε από τον παππού μου, Νικόλαο Παυλίδη το 1926, τρεις γενιές πίσω δηλαδή. Η οικογένεια Παυλίδη ασχολούνταν με υφάσματα στην Αμισό του Πόντου, ήδη από το 1872. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από κει, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε, λίγο μετά το 1920, ήρθαν στη Δράμα, όπου και στεγάστηκε το κεντρικό κατάστημα της Ελλάδας για χρόνια. Το κατάστημα της Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε και άλλο ένα στην Αθήνα. Σήμερα λειτουργεί μόνο το κατάστημα της Θεσσαλονίκης , συνεχόμενα από το 1926. Το ύφασμα αποτελούσε ένα βασικό εμπορικό προϊόν την εποχή που ξεκίνησε η δραστηριότητα. Οι υπόλοιπες γενιές διαδεχθήκαμε με χαρά την κληρονομιά μας. Θυμάμαι να βρίσκομαι στο μαγαζί από παιδί. Τη μυρωδιά από τα τόπια, την αίσθηση να απλώνονται πάνω στους πάγκους, τα μεγάλα ψαλίδια στα χέρια του πατέρα μου, τους ήχους από το ύφασμα που κόβεται, τις πελάτισσες που έρχονταν με τα παιδάκια τους και που σήμερα έρχονται τα εγγόνια τους. Όλα έχουν ένα νοσταλγικό πέρασμα στη μνήμη. Η πώληση υφασμάτων με τον πήχη και στη συνέχεια με το μέτρο ήταν η μόνη μορφή για πολλά χρόνια. Ύστερα ήρθαν τα έτοιμα κομμένα και ραμμένα και τέλος τα πολυκαταστήματα. Η ποιότητα έπεσε, κάτι το οποίο ισχύει για πάρα πολλά πράγματα και τα περισσότερα μαγαζιά μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό, έκλεισαν. Οι καλές στιγμές λοιπόν συνδέονται με τα καλά υφάσματα και τη ροή της πελατείας στο παρελθόν και οι κακές με τη δυσκολία του σήμερα.”

309318355-669918067780180-9215358160026283429-n.jpg

Το μαγαζί “Παυλίδης” όπως εξηγεί η κ. Χριστίνα γνώρισε άνθιση την εποχή του παππού και του πατέρα της, μέχρι το 1990 που ο κόσμος δεν είχε στραφεί στο χαμηλότερης ποιότητας προϊόν και ασχολούνταν ουσιαστικά με τα πράγματα που αγόραζε.

309528135-810889106900016-5430326807625678887-n.jpg

“Σήμερα, όλα γίνονται από μια εφαρμογή. Αγοράζεις ύφασμα χωρίς καν να το πιάσεις στο χέρι, να το αισθανθείς. Ο παππούς μου και ο πατέρας μου δεν θα μπορούσαν καν να το διανοηθούν αυτό. Η σημερινή κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Η δημιουργία του ηλεκτρονικού καταστήματος το 2018 και η ανάγκη για μάσκες που προέκυψε λόγω της συμφοράς της πανδημίας, βοήθησαν να μην κλείσει το μαγαζί , αλλά η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη και αν το οίκημα δεν ήταν ιδιόκτητο μάλλον δεν θα μπορούσε να αντέξει. Εξάλλου η περιοχή έχει μεταλλαχθεί από ένα καθαρά εμπορικό τετράγωνο σε άλλο ένα μάζεμα με καφέ και μπαρ. 

Η στήριξη από την πολιτεία ήταν μηδενική και ο κόσμος παρασυρμένος από το μάρκετινγκ οδηγήθηκε να χρυσοπληρώνει προϊόντα που ένα οποιοδήποτε μαγαζί σαν το δικό μου , δεν θα τα έβαζε ποτέ στη βιτρίνα του. Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια μέσω του metrometro.gr, του ηλεκτρονικού μας καταστήματος, να προσφέρουμε ένα ποιοτικό προϊόν σε μια προσιτή τιμή συνεχίζοντας έτσι την οικογενειακή παράδοση και ο κόσμος ευτυχώς ανταποκρίνεται. Το μαγαζί μας, είναι το μέρος που πέρασα όλη μου τη ζωή, είναι η σύνδεση με την οικογένειά μου. Σε λίγο θα κλείσουμε 100 χρόνια και ελπίζω να γιορτάζουμε επετείους για πολλά περισσότερα.” Στο Μπεζεστένι, στην στοά που πήρε το όνομα της από τα υφάσματα το Λοϊντ Μπαρ “γεννήθηκε” το 1950, τότε που στην πόλη, οι βιομηχανίες και οι μόδιστροι άνθιζαν και όλοι έψαχναν να βρουν το ιδανικό ύφασμα για τα ρούχα των ονείρων τους. Εκεί η κ. Χρύσα και ο σύζυγος Λοϊντ της κρατούν την αίγλη της οικογενειακής επιχείρησης, βιώνοντας την στοά σε όλες τις εκφάνσεις της: 

308063133-503078158364482-8291456892112015156-n.jpg

“Το μαγαζί άνοιξε το 1958 από τον πατέρα της συζύγου μου, εμείς ζούσαμε στην Αμερική και όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα και ο πεθερός μου είχε κουραστεί το αναλάβαμε. Κάθε φορά που μπαίνω στην στοά θυμάμαι μια ολόκληρη ζωή, μετάξι, τούλι, φόδρες, μοδίστρες, ήχους ψαλιδιών, επενδύσεις. Ήταν και είναι η δουλειά μας πολλά χρόνια τώρα. Το ύφασμα κάποτε ήταν είδος πρώτης ανάγκης, μέχρι το 2008 πηγαίναμε καλά. Όσο αναπτυσσόταν η αγορά και ακολουθούσε τα standarts του εξωτερικού τόσο βαδίζαμε κι εμείς προς την πτώση. 

Θυμάμαι, μας επισκεπτόντουσαν άνθρωποι του θεάτρου για να προμηθευτούν υφάσματα κάθε λογής για τα κοστούμια τους, ράφτρες, γιαγιάδες πολλές. Τα τελευταία χρόνια στις αρχές καλοκαιριού, έρχονται ομοφυλόφιλοι, τόσο ευγενικοί και δημιουργικοί, ψάχνουν να βρουν τούλι και χρώμα για κοστούμια του καρναβαλιού έτσι μας λένε. Ντρέπονται αλλά δεν ξέρουν πως είναι οι καλύτεροι μας πελάτες. Από ‘κει και έπειτα, υπάρχουν γενιές και γενιές που ακολουθούν το μάθε τέχνη κι άστηνε. Ζητούν κομμάτια από τόπια για καλύμματα και μαξιλαροθήκες. Η στοά ήταν γεμάτη κι εδώ όλοι είμαστε φίλοι, όσοι απομείναμε δηλαδή. Μπαίνεις μέσα και μυρίζεις το ύφασμα κι εγώ μπορεί να το βλέπω ως κομμάτι επιβίωσης αλλά είναι κάτι πιο βαθύ και ρομαντικό. Έχουμε αναπτύξει σχέσεις με τους σταθερούς μας πελάτες και συζητάμε για το τι θα δημιουργήσουν, μπαίνουμε κι εμείς στην φαντασία του άλλου. Εγώ την τελευταία περίοδο βλέπω μία μικρή άνθηση ο κόσμος στρέφεται στο να αγοράσει υφάσματα για να μπαλώσει ή να αναδιαμορφώσει κάτι, έρχονται νέα παιδιά που ασχολούνται με το σχέδιο μόδας ή κάνουν κατασκευές. Κι αυτό είναι μία ανάσα για μας.” 

312106232-1461262884392863-2649747870450206219-n.jpg

Η κ. Χρύσα, θυμάται την στοά γεμάτη, είχε πολλή ζωή, θυμάται πολύ έντονες και ευχάριστες στιγμές που όπως εξηγεί δεν συνάδουν με το σήμερα.

309583633-883443939268475-5191354650589184251-n-1.jpg

“Πλέον δεν έχει ζωή το Μπεζεστένι. Παλιότερα η στοά ήταν γεμάτη με μαγαζιά, γνωριζόμασταν με όλους. Ήταν ευχάριστη η δουλειά, σαν ψυχοθεραπεία, σκεφτόμασταν πως θα ζήσουμε και θα μεγαλώσουμε την οικογένεια μας, όπως ακριβώς συνέβη και με μας. Είχε διαρκής ανταλλαγή χαμόγελου, τώρα πια δεν έχει. Το ύφασμα, είναι ένα αιώνιο βελούδο, μια ζωή, το μυρίζω, το αισθάνομαι, το νοιώθω, όλα τα συναισθήματα που μπορεί κανείς να σκεφτεί, θέλει την φαντασία σου για να ζήσει.”  Πάνω στην Ερμού ο κ. Σοφοκλής βγαίνει στην σύνταξη από το μαγαζί που μας γνώρισε το κέντημα όπως κανένας άλλος. Ο πατέρας του το 1950 αφιέρωσε την ζωή του στην τέχνη του κεντήματος. 

312171973-653402099711540-7855554160428751032-n.jpg

“Θυμάμαι έμπαινα στο μαγαζί όταν ήμουν μικρός και χάζευα τα κεντήματα, χωρίς να καταλαβαίνω τι είναι. Σιγά-σιγά μου πότισε ο πατέρας μου το δηλητήριο του σχεδίου πάνω στο ύφασμα, περνούσα μαζί του ώρες στην επιχείρηση κάθε μέρα. Σπούδασα σχέδιο, και μετά το έκανα επαγγελματικά. Μέχρι σήμερα ζωγραφίζω πάνω στα υφάσματα ώστε να κεντάνε οι γυναίκες τα διάφορα σχέδια. Αναφέρομαι στις γυναίκες γιατί οι πελάτισσες μας από πάντα ήταν γυναίκες. 

Ελάχιστους άνδρες είδα στα τόσα χρόνια κι αυτοί μας επισκέφθηκαν για να αναζητήσουν αυτό που ήθελε η κυρά. Έρχονται πελάτισσες που λένε πως η προγιαγιά τους έπαιρνε υφάσματα από εμάς, οπότε αν κάτσει κανείς να το σκεφτεί από αυτό το μέρος έχουν περάσει σχεδόν 5 γενιές οικογενειών. Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω, οι παλιές κεντήτριες μου λέγαν πως βλέπουν ότι τα κάνω σωστά έτσι αναπτύξαμε σχέση ζωής και μείνανε για πάντα πελάτισσες, τότε δεν το πίστευα. Αυτό το μαγαζί είναι η ζωή μου, με στενοχωρεί που ο νέος κόσμος δεν θέλει να ασχοληθεί με το κέντημα. Είναι μπελαλίδικο, μπερδεύεις τις κλωστές και πρέπει να τις ξέρεις απ’ έξω, οι ποικιλίες των υφασμάτων είναι πολλές και πρέπει να αφιερώσεις χρόνο γι αυτές. Η νεολαία, έχει συμβιβαστεί πια με το εύκολο. Βλέπαμε άνθηση μέχρι την οικονομική κρίση, μετά ο κόσμος συνειδητοποίησε πως δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης κι όλοι βλέπουνε τα προς το ζην οπότε έγινε είδος προς εξαφάνιση. Τα κεντήματα είναι τα κοσμήματα του σπιτιού, μία αιώνια αγάπη που δεν πρέπει να χαθεί. Πια δεν γνωρίζουμε την αξία των πραγμάτων και καταλήγουμε την εύκολη λύση.” 

308859453-2286073921570059-913593284292374979-n.jpg
309264766-3379743505590000-137617241505369179-n.jpg
311455209-672057807546341-7120567510837663716-n.jpg
312023063-1105406853675873-211763587220403932-n.jpg

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα