Θεσσαλονίκη

Στα συντρίμμια της οδού Γιαννιτσών

Παρά τη γειτνίαση με εστιατόρια πολυτελείας, πεντάστερα ξενοδοχεία και μεγάλα brand η Γιαννιτσών είναι πιο παρηκμασμένη από ποτέ

Γιώργος Τσιτιρίδης
στα-συντρίμμια-της-οδού-γιαννιτσών-917294
Γιώργος Τσιτιρίδης

Πριν από δύο δεκαετίες η Θεσσαλονίκη ξεκινούσε και τελείωνε για τους περισσότερους από τους κατοίκους της στον Νέο Σιδηροδρομικό σταθμό.

Πέρα από τα όρια αυτά στην αρχή των δυτικών συνοικιών μόλις στα τέλη του 20ού αιώνα άρχισε να συντελείτε ένα θαύμα.

Απουσία άλλων χώρων για εκμετάλλευση όλες οι νέες επιχειρηματικές ιδέες γεννήθηκαν μέσα σε παλιές αποθήκες και εγκαταλελειμμένα εργοστάσια.

Στην αυγή του 2000 με το Φιξ τον Μύλο και το Βίλκα η περιοχή της οδού Γιαννιτσών, τα Ξυλάδικα και ο Βαρδάρης έγιναν το νέο χωνευτήρι ιδεών, θεατρικών ομάδων εναλλακτικών χώρων διασκέδασης, live μουσικών σκηνών, εστιατορίων ακόμα και θερινών σινεμά και πολυκινηματογράφων.

Τα εμπορικά κέντρα, τα μπουζουξίδικα και τα μπάρ δεν άργησαν να ακολουθήσουν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή στην περιοχή είχε αναπτυχθεί δειλά δειλά η υπαίθρια σεξ εργασία που με τα χρόνια μετακινήθηκε από τα Λαδάδικα και την Φράγκων στην οδό Πολυτεχνείου και από την στροφή του Μύλου στην Γιαννιτσών.

Με κάθε αστική ανάπτυξη διάφοροι παράγοντες καταφέρνουν την μετακίνηση της σεξεργασίας ακόμα πιο δυτικά. Καθόλου τυχαίο που οι άδειες των οίκων ανοχής δεν ανανεώθηκαν στην περιοχή του Βαρδάρη για να δημιουργηθεί μια Red light στην οδό Ανδρέου Γεωργίου.

Σήμερα η δημιουργία ξενοδοχείων και νέων χώρων διασκέδασης, εστιατόρια και πολυκαταστήματα κάνουν την εργασία στην οδό Γιαννιτσών δύσκολη με αποτέλεσμα σταδιακά να πηγαίνει ακόμα πιο δυτικά προς τον υπεραστικό σταθμό των ΚΤΕΛ.

Το πρόβλημα του Βαρδάρη και ευρύτερα της οδού Γιαννιτσών εστιάζεται στην απουσία ουσιαστικού βιώσιμου σχεδίου ανάπτυξης με τόλμη, όραμα και προοπτική.

Συνεχίζει και παραμένει εδώ και χρόνια η γειτονιά στην οποία η πόλη εναποθέτει ότι περισσεύει, ότι δεν χωρά πουθενά, ότι είναι το αναγκαίο κακό με τα μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά σχέδια να αποτυγχάνουν το ένα μετά το άλλο.

Η Ανδρέου Γεωργίου αντί ενός φιλόδοξου Red Light γέμισε με κακής αισθητικής στούντιο, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο την γειτονιά ενώ θα μπορούσε ο Βαρδάρης να διατηρήσει τους παραδοσιακού οίκους ανοχής του σε μια περιοχή που ουσιαστικά ζούσε από την σεξεργασία και με το κατάλληλο σχέδιο ανάπλασης με την συντήρηση δρόμων και κτηρίων να κρατήσει τον χαρακτήρα της και να διευκολύνει τους σεξεργάτες με πρόσβαση σε υπηρεσίες και παροχές που θα στοχεύσουν στην πάταξη παράνομων δραστηριοτήτων και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Ενώ το όνειρο του Μπουτάρη ο οποίος διέταξε και την μεταφορά και συγκέντρωση των οίκων ανοχής σε ένα συγκεκριμένο σημείο ήταν η δημιουργία μια περιοχής στα πρότυπα του Άμστερντάμ η Ανδρέου Γεωργίου μόνο Άμστερνταμ δεν θυμίζει. Ο παλιός παραδοσιακός Βαρδάρης αντίθετα θα μπορούσε να αναβιώσει την ένδοξη ιστορία του και να φιλοξενήσει στην Βίλα Πετρίδη το μουσείο της πόλεως με εστίαση στην πλούσια ιστορία του Βαρδάρη.

Στον κακό σχεδιασμό, τις λάθος αποφάσεις και την αδιαφορία των τοπικών αρχών με τα χρόνια ήρθε να προστεθεί η οικονομική κρίση και η πανδημία με αποτέλεσμα τεράστια συγκροτήματα όπως ο Μύλος και η Βίλκα που συγκέντρωναν πλήθος κόσμου να στέκουν έρημα και άδεια. Παλιοί χώροι εγκαταλείπονται, αποθήκες γκρεμίζονται, οι δρόμοι γέμισαν καταστήματα χονδρικής πώλησης.

Τα κόκκινα τούβλα σαν ανοιχτές πληγές ξεχωρίζουν στις όψεις των πολυκατοικιών και θυμίζουν τα παλιά ξυλάδικα, τα συνεργεία και τα χαμηλά σπίτια που αφήνουν πίσω τους κενούς ανεκμετάλλευτους χώρους σε μια γειτονιά δύο ταχυτήτων. Το πρωί τα εμπορικά κέντρα τα πολυκαταστήματα, οι συνεδριακοί χώροι και τα ξενοδοχεία συνυπάρχουν με τις μεταφορικές και τα συνεργεία μέχρι να σουρουπώσει να ανάψουν τα κόκκινα φανάρια και δειλά δειλά να εμφανιστούν από τα στενά δρομάκια οι σεξεργάτριες. Κάποτε οι δύο κόσμοι δεν ήταν διαχωρισμένοι. Συνυπήρχαν με έντονη αλληλεπίδραση. Καφέ, εστιατόρια, κυλικεία πατσατσίδικα ανοιχτά 24 ώρες το 24ώρο εξυπηρετούσαν κάθε είδους πελατεία. Σήμερα το ταξικό χάσμα είναι εμφανές σε κάθε βήμα.

Παρ όλη την γειτνίαση με εστιατόρια πολυτελείας, πεντάστερα ξενοδοχεία και μεγάλα brand η Γιαννιτσών είναι πιο παρηκμασμένη από ποτέ με τους περισσότερους να της γυρνούν επιδεικτικά την πλάτη. Θύμα του Gentrification που εφαρμόζεται σε περιοχές όπως το Μεταξουργείο , το Γκάζι και το Ψυρή η απλά θύμα της αδιαφορίας των αρχών;

Η μέθοδος της τεχνίτης υποβάθμισης περιοχών γνωστή με τον όρο Gentrification για να μειωθεί η αξία των ακινήτων και να αγοραστούν από μεγαλοεπενδυτές, σε πολύ χαμηλές τιμές για να αναβαθμιστούν στην συνέχεια και να πωληθούν στην δεκαπλάσια τιμή είναι μια πρακτική που εφαρμόζεται παγκοσμίως και χρησιμοποιήθηκε ως όρος το 1964, από τη Βρετανίδα κοινωνιολόγο Ruth Glass, η οποία, μελετούσε τις αλλαγές στην κτηματομεσιτική αγορά σε περιοχές του Λονδίνου. Ο Βαρδάρης είναι το καλύτερο παράδειγμα αυξομειώσεων στις τιμές πώλησης ακινήτων τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Θεσσαλονίκη.

Σήμερα συνεχίζουν να συνυπάρχουν σε αυτόν καινούργια ξενοδοχεία, πολυτελή χώροι διασκέδασης, πορνεία, παραβατικότητα, αποθήκες χοντρικής πώλησης κινέζικων προϊόντων, άστεγοι, πρόσφυγες, μετανάστες, μετακινούμενος πληθυσμός με ορατά και αόρατα όρια να τους διαχωρίζουν.

Κατά πολλούς είναι ζήτημα χρόνου η κορύφωση της σταδιακής υποβάθμισης και στην συνέχεια η βίαιη μετακίνηση αυτών που δεν θα χωράνε στα νέα μεγαλεπήβολα σχέδια ανάπλασης.