Στέλιος Νέστωρ-H ζωή μου όλη
Μια εξομολογητική αφήγηση μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεώτερης ιστορίας της πόλης.
Η Ελένη Χοντολίδου έγραφε για κείνον στο επετειακό τεύχος της parallaxi:
Αειθαλής και ευθύβολος, ο 89χρονος ο Στέλιος Νέστωρ είναι ένα πρόσωπο που μας κάνει να χαιρόμαστε που ζει ανάμεσά μας γιατί είναι σπάνιος. Πολιτικό ον και εθελοντής με την πιο σοβαρή έννοια του όρου. Δικηγόρος, μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας» και καταδικασμένος σε ισόβια, φυλακή (1968-1973), να ξεπλένει την ντροπή μας από την αδράνεια που επέδειξε η πόλη στο σύνολό της. Επίτιμος δικηγόρος, τ. βουλευτής και τ. -δυστυχώς παρά τρίχα- υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1986, δημοτικός σύμβουλος 1986, 1994. Γερές σπουδές στο Πειραματικό, μετέπειτα στη Νομική του ΑΠΘ και του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στις ΗΠΑ. Δικηγόρος Θεσσαλονίκης (1960-1996). Ιδρυτικό μέλος και μέλος της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ, υποψήφιος βουλευτής (1974), άντεξε μόνον μερικούς μήνες. Ιδρυτικό μέλος (1975), αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος (1978) και μέλος της διεθνούς εκτελεστικής επιτροπής του οργανισμού «Διεθνής Αμνηστία» (1982). Μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1980). Ιδρυτικό μέλος του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, βουλευτής (1989). Γενικός Γραμματέας του ΔΣ στο «Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης» (1995-2013). Συνιδρυτής και διαχειριστής της ΜΚΟ «Ανθρωπιστική Άμυνα» (1999-2003)». Έχει μια λεβεντιά και μια σοφία, όντας ταυτοχρόνως μέσα στα πράγματα και αρκετά τραβηγμένος από αυτά. Μας αφήνει πολύτιμη παρακαταθήκη το βιβλίο του «Το συναξάρι μου» (Εκδόσεις Πατάκη).
Μια εξομολογητική συνέντευξη με μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεώτερης ιστορίας της πόλης, μια εκ βάθους αφήγηση ζωής στο Γιώργο Τούλα. -Γεννήθηκα πριν από 89 ακριβώς χρόνια σε μια αμμουδιά της Θεσσαλονίκης. Τον καιρό εκείνο, εκεί που είναι σήμερα το Makedonia Palace, ήταν αμμουδιά. Ήταν το σπίτι που μέναμε και φύγαμε μόνο στους σεισμούς του ’32. Δεν θα θυμάμαι αυτά, μου τα έχουν πει. Πατέρας μου ο Ιγνάτιος Νέστωρ, από το Ψηλομέτωπο της Λέσβου. Οικογένεια, ευκατάστατοι αγρότες με κτήματα στην Μικρά Ασία. Αφού πολέμησε με την άμυνα του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη, έφυγε για την Αμερική και επέστρεψε ως «John» που το κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
–Μητέρα από αστική οικογένεια στο Αϊβαλί. ο παππούς μου, Νικόλαος Δεπάστας, ήταν φαρμακοποιός και ένας άνθρωπος γραμματισμένος και πνευματικός. Η οικογένεια του από τον 19ο αιώνα ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και είχε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο.
Πήγα κι εγώ το Αϊβαλί για να ψάξω για το φαρμακείο του παππού μου και φυσικά δεν βρήκα τίποτα. Έψαξα να βρω το καφενείο που πήγαιναν 2 παλικάρια και τα «έσπαγαν». Δεν βρήκα ούτε το καφενείο, αλλά βρήκα την μουσική.
–Έζησα όμορφες εποχές, δύσκολες αλλά και σημαδιακές. Όταν ήμουν 7 χρονών μετακομίσαμε στην επί της Εγνατίας, στον αριθμό 109. Σε ένα συγκρότημα σπιτιών, παλιό αρχοντικό, που στο βάθος ήταν το σπίτι του Άρχοντα και γύρω γύρω είχαν γίνει καινούρια σπίτια με μια περίκλειστη αυλή. Εκεί «βγάλαμε» όλο τον πόλεμο και όλη την κατοχή. Ήταν αυτό καθαυτό μια γειτονιά. Εκείνη την εποχή η Εγνατία οδός είχε το εύρος που έχει και σήμερα και είχε μια μικρή λωρίδα στρωμένη με κυβόλιθους για να περνάει το τράμ που τότε περνούσε κάτω από την Καμάρα απέναντι ήταν χωμάτινοι δρόμοι. Όταν φύσαγε ο Βαρδάρης, σηκωνόντουσαν μικρά πετραδάκια και δεν μπορούσες να περπατήσεις από την δύναμη που σε χτύπαγε στο πρόσωπο. Υπήρχε ένας ψεκαστήρας του δήμου που ψέκαζε για να μην « σηκώνονται»τα πετραδάκια.
–Ήρθε ο πόλεμος. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την εποχή, είναι ευτυχείς γιατί αυτό είναι που σημαδεύει την ζωή μας. Οι νίκες της Αλβανίας, οι σημαίες και τα ξεσπάσματα του κόσμου, ηχούν ακόμη στα αυτιά μου. Βέβαια, μετά ήρθε το ναδίρ. Η είσοδος των Γερμανών. Εκείνο που μου έχει μείνει είναι ο αγώνας του πατέρα μου για την επιβίωση μας και η καρτερικότητα της μάνας μου η οποία υπέμενε σε όλη αυτή την ιστορία αγόγγυστα και προσπαθούσε να μην καταλάβουμε τίποτα.
–Πήγα γυμνάσιο στο Πειραματικό, στις αρχές της κατοχής. Εκεί γνώρισα ένα άλλο περιβάλλον εντελώς αποσπασμένο από την μιζέρια του κόσμου. Ήταν ένας ναός ανεξαρτησίας και ανοιχτού μυαλού. Να μάθω να σκέφτομαι και να μην παρασύρομαι από γνώμες άλλων μαζί με τα γράμματα που έμαθα, δεν ήμουν πάντως ποτέ καλός μαθητής.
Αυτή η όαση επί πολεμικής και κατοχικής εποχής που έχει μείνει στο μυαλό από το Πειραματικό σχολείο, σε συνδυασμό με την προεφηβική εποχή όπου άρχισαν τα πρώτα πάρτι, αρχίσαμε να χορεύουμε, να φλερτάρουμε και να ακούμε όλα αυτά τα μελό εκείνης της εποχής που τα ακούω ξανά αυτή την περίοδο.
–1950. Πανεπιστήμιο. Εντελώς διαφορετική- αντίθετη ατμόσφαιρα από εκείνη που είχαμε στο Πειραματικό σχολείο. Μουδιασμένοι άνθρωποι, ανυπαρξία κοινωνικής ζωής και το σπουδαστικό της ασφάλειας εγκατεστημένο επίσημα στο Πανεπιστήμιο. Με είχε εντυπωσιάσει η διαφορά της ατμόσφαιρας.
–Το 1954 άρχισαν τα κυπριακά συλλαλητήρια. Εκεί, είχαμε κάθε μέρα από μια συγκέντρωση και έναν ξύλο-καυγά με την αστυνομία. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης δεν γίνεται να είναι χύδην όχλος, κάτι πρέπει να γίνει. Στην Αθήνα είχαν κάποια υποτυπώδη οργάνωση με τους συλλόγους των σχολών και με μια επιτροπή, η οποία τους συντόνιζε την ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών). Εδώ δεν είχαμε τίποτα.
–Με μια μικρή ομάδα φίλων καθίσαμε και μαζέψαμε καταστατικά και από την ΔΕΣΠΑ και από συλλόγους του εξωτερικού και κάναμε μια σοβαρή μελέτη και γράψαμε ένα καταστατικό. Κάναμε το εξής απίθανο πράγμα για την εποχή εκείνη: πήγαμε στον πρύτανη (Μαρίνος Συγκάλας της Ιατρικής σχολής) και του είπαμε ότι θέλαμε να γίνει μια γενική συνέλευση με εκλεγμένα άτομα από όλες τις σχολές για να ψηφίσουμε για το καταστατικό Ο πρύτανης είχε αμφιβολίες και προφυλάξεις. Του είπαμε ότι θέλαμε μια ώρα μια συγκεκριμένη μέρα να μην γίνουν μαθήματα και οι φοιτητές να κληθούν να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους. Αυτό το απίστευτο έγινε. Για τα τωρινά δεδομένα δεν είναι κάτι, οι φοιτητές δεν μπορούν να διανοηθούν πόσο ψυχρή ήταν τότε η σχέση καθηγητή-φοιτητή. Μετά από λίγες μέρες στην αίθουσα 39 του παλιού κτιρίου, (που τώρα λένε ότι είναι η παλιά Φιλοσοφική και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, αφού εκεί στεγαζόταν όλο το Πανεπιστήμιο κάποτε) μαζεύτηκαν οι εκπρόσωποι από όλες τις σχολές και έπειτα από μια επεισοδιακή – φαραιώδη συνέλευση που ήταν και «φυτεμένοι» διάφοροι χαφιέδες από την ασφάλεια οι οποίοι προσπάθησαν να διαλύσουν την συνέλευση, μετά από τρεις ημέρες εγκρίθηκε το καταστατικό και έγινε η φοιτητική ένωση πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ύστερα από λίγο έγινε και μια δεύτερη ένωση .από κάποιους που ήθελαν να έχουν τον έλεγχο. Αυτά τα λέω γιατί από όσα διάβασα για το φοιτητικό κίνημα, πουθενά δεν αναφέρεται πως δημιουργήθηκε η πρώτη δημοκρατικότατη ένωση φοιτητών του πανεπιστημίου.
–Το 1955 πήρα μια υποτροφία fullbright και πήγα στην Αμερική. Εκεί, η σχέση φοιτητών- καθηγητών ήταν σχεδόν συναδελφική.Όχι μόνο ημών των μεταπτυχιακών, αλλά και με τους υπόλοιπους φοιτητές. Οι καθηγητές είχαν φιλικές σχέσεις με τους φοιτητές, πράγμα που με εντυπωσίαζε. Είχαμε διαλέξει με τον καθηγητή μου την διατριβή μου και μου είπε να γράψω το πρώτο κεφάλαιο για να το δει. Περνάει ο καιρός, δεν μου έχει πει κάτι και τον έπιασα εγώ μετά από ένα μάθημα και τον ρώτησα εάν είχε δει την διατριβή. Εκείνος γέλασε και με ρώτησε που είναι τα περιεχόμενα της διατριβής (ή ο κατάλογος περιεχομένων) και που είναι ο σκελετός της διατριβής. Εγώ τρόμαξα. Μου είπε να πάω στη βιβλιοθήκη που κάνει μάθημα νομικής γραφής και αφού σου κάνει ένα μάθημα θα αρχίσεις να ξανά γράφεις. Έτσι έμαθα να γράφω, να ερευνώ, να ψάχνω και να βρίσκω λύσεις σε προβλήματα. Σημειωτέων ότι βλέπω ότι οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο της πόλης έχουν αλλάξει πολύ, τους βλέπω που έρχονται ασκούμενοι στο γραφείο αλλά εκείνο τον καιρό είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο και δεν είχα γράψει ούτε δύο αράδες.
Ένα άλλο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στην Αμερική, ήταν πως οι άνθρωποι είχαν μανία με την ψυχανάλυση. Έτρεχαν στους ψυχιάτρους και τους ψυχολόγους. Πράγμα που μου αποτυπώθηκε και θα ακούσουμε ένα τραγούδι για την ψυχανάλυση. Στην Αμερική εκείνο που πέτυχα ήταν κάτι που δεν το φανταζόμουν. Μια μέρα στο γραφείο εργασίας του Πανεπιστημίου μια ανακοίνωση από ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο για περιορισμένες ώρες δουλειάς (part time) και πήγα. Με προσέλαβαν κι εκεί μου μπήκε η μανία των δικηγορικών εταιρειών.
Αν είμαι για κάτι περήφανος στη ζωή μου δεν είναι άλλο από αυτό: όταν ήρθα στην Ελλάδα ξεκίνησα από την αρχή, να πείσω κατ’ αρχάς τους δικηγόρους για τις δικηγορικές εταιρείες. Εν συνεχεία, ήρθε το 10ο συνέδριο δικηγόρων κι εκεί αποδέχθηκαν την πρόταση. Μετά από 10 χρόνια νομοθετήθηκε η πρόταση των δικηγορικών εταιρειών. Είναι το καλύτερο προσωπικό επίτευγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.
–Για να γυρίσουμε πάλι στην Αμερική, μου πρότειναν να μείνω εκεί, αλλά ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν ήταν ο τόπος μου, δεν μπορούσα να ζήσω και γύρισα πίσω. Πίσω στην Ελλάδα τα γνωστά, ναυτικό, δικηγόρος, με το μυαλό πάντα στις εταιρείες και βοηθός νομικής σχολής στην αρχή των 60’s σε μια Ελλάδα που άρχισαν να συλλαλητήρια από το πρωί μέχρι το βράδυ, τα « Ιουλιανά» τα περήφανα και τότε εάν ήμουν αρκετά μεγάλος από αυτούς που διαδήλωναν, βγήκα στον δρόμο. Δεν μπορούσα να ανεχτώ όλη αυτή την κατάπτωση του πολιτικού κόσμου που είχαμε εκείνο τον καιρό με τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν. Μπήκα κι εγώ στα συλλαλητήρια.
–Και μετά από όλα αυτά, η δικτατορία. Γροθιά στο στομάχι.Ένιωθα πραγματικά την σωματική κόπωση όχι μόνο την ψυχική κούραση. Διότι, το να βρίσκεσαι σε ένα κλίμα και να μην μπορείς να δουλέψεις, να πηγαίνεις στο δικαστήριο και να βλέπεις γύρω σου τι γίνεται και όλα αυτά τα πράγματα γενικά με είχαν εντελώς εξαντλήσει. Κάποια στιγμή ήρθε στο γραφείο ο φίλος μου ο θρυλικός ο Γιώργος ο Σιπητάνος που είχε κάποιες επαφές με την Αθήνα, να μου πει ότι ιδρύθηκε η «Δημοκρατική Άμυνα», αντιστασιακή οργάνωση, και ήθελαν να δημιουργήσουν κλιμάκιο και στην Θεσσαλονίκη.
Δεν σκέφτηκα τίποτα εκείνο τον καιρό, ούτε την γυναίκα μου, ούτε το παιδί μου. Μπήκα μέσα με τα όλα μου. Βρεθήκαμε μια μικρή παρέα, άσχετοι με από κάθε συνωμοτική δουλεία απλώς με υπαρξιακή ανάγκη να κάνουμε κάτι και αρχίσαμε να δουλεύουμε με αυτόν τον τρόπο, σιγά σιγά, με μια και μόνο συνωμοτική δουλειά που προσπαθήσαμε και την ακολουθήσαμε και είχε επιτυχία: όποιος θα είχε ή θα έβρισκε ανθρώπους που θα ήθελαν να συμμετάσχουν θα είχε την αποκλειστική ευθύνη του ατόμου, ώστε να μπορέσουμε να απομονώσουμε τις ομάδες και να μην είναι όλοι μαζί.
Η δουλειά που κάναμε ήταν κυρίως αυτά που ξέραμε να κάνουμε. Να γράφουμε έντυπα, βγάλαμε κάτι δελτία τύπου για να εκθέσουμε αυτά που γινόντουσαν τότε με την Χούντα κι εκείνο που έγινε και είχε επιτυχία ήταν όταν ήρθε ο Παπαδόπουλος στην Θεσσαλονίκη και μίλησε στους καθηγητές και μαζεύτηκε όλο το πανεπιστήμιο και τον χειροκροτούσε την ώρα που έλεγε «να είστε μαζί μας, γιατί θα έρθουμε με τον εισαγγελέα την άλλη φορά», ήταν να στείλουμε στους καθηγητές μια επιστολή και τους προετοιμάσαμε πως θα πληρώσουν αυτοί που θα πάνε με την Χούντα. Επειδή ζούσα κοντά στο πανεπιστήμιο τότε, ξέρω πως έγινε μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Οι άνθρωποι που με ακούνε σήμερα θα νομίζουν πως είναι μια «ακτιβιστική γυμναστική».
–Εάν μεταφερθείτε σε εκείνη την εποχή, όπου οι άνθρωποι ήθελαν μια αχτίδα φωτός, μια αχτίδα ελπίδας, θα δείτε ότι αυτά που κάναμε τότε κι αυτά που έκαναν κι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, ήταν αυτά που ενέπνευσαν τον κόσμο να κρατήσει την ελπίδα. Όχι να αναμιχθεί αλλά να κρατηθεί. Μετά από έναν χρόνο και όλα αυτά, είχαμε την σύλληψη. Το ευτύχημα είναι πως η σύλληψη περιορίστηκε μόνο στους έξι πρωτεργάτες. Οι υπόλοιποι, γιατί υπήρξαν κι άλλοι που έκαναν δουλειά μετά την σύλληψη μας, δεν συνελήφθησαν.
–Μετά από την σύλληψη τα γνωστά; Η καλή περιποίηση, το ξύλο και ο σωφρονισμός; Παρόλα αυτά εγώ από την φυλακή κρατάω μερικά πράγματα, ήταν μια πολύτιμη εμπειρία. Μια εμπειρία που με βοήθησε να καταλάβω πως λειτουργεί το σύστημα. Ολόκληρο το σύστημα, όχι μόνο αυτό της δικτατορίας. Κατάλαβα πως τα όρια της ανοχής του συστήματος μεταβάλλονται ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος. Για αυτό στη δικτατορία δεν υπάρχουν καθόλου, στην δημοκρατική διοίκηση υπάρχουν όσο το ανέχεται το σύστημα και δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία. Υπάρχει αν-ελευθερία, αλλά απόλυτη ελευθερία δεν υπάρχει ποτέ.
–Στη φυλακή διάβασα πολύ. Έκανα πολύ δουλεία γραφής. Έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Καναδού κοινωνιολόγου Μπότομορ που λεγόταν “Critics of Society” και ήταν ένα βιβλίο για το κοινωνικό σύστημα της Αμερικής και το πόσο σαθρό ήταν. Έκατσα και το μετέφρασα στη φυλακή και εκδόθηκε μετά την δικτατορία με τον τίτλο «Επικριτές της Κοινωνίας» από τις εκδόσεις Παπαζήσης. Από εκεί και πέρα είδαμε μέσα στην φυλακή την προσπάθεια της νόθας δημοκρατικοποίησης που προσπάθησε να κάνει ο Παπαδόπουλος, αλλά και την αμνηστία.
–Βγήκαμε από την φυλακή και μετά από τα πανηγύρια και τις δηλώσεις που κάναμε, την δεύτερη μέρα κάναμε μια συγκέντρωση, ένα γλέντι δηλαδή, στο σπίτι του Καράγιωργα στην Σαρωνίδα. Μαζευτήκαμε όλοι και γλεντούσαμε. Εκεί με πλησίασαν δύο δικηγόροι, λαμπροί άνθρωποι που όλη την δικτατορία υπεράσπισαν πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές, με απομόνωσαν και μου είπαν: «Άκουσε να δεις Νέστορα, μπορεί να ήσουν από τα σκληρά καρύδια της φυλακής αλλά τώρα πρέπει να στηρίξουμε την κυβέρνηση Μαρκεζίνη». Εκεί, μου έπεσε τούβλο στο κεφάλι και αναρωτήθηκα αν κάθισα πεντέμισι χρόνια στη φυλακή για να στηρίξω αυτή την κυβέρνηση. Έτρεξα κι έφυγα.
–Η κοινωνία είχε κουραστεί. Ήθελε πια, έστω και με αυτή την ψευτοδημοκρατία να κάνουμε κάτι σαν την Τουρκία, με τον στρατό από πίσω και την κυβέρνηση μπροστά. Εν πάση περιπτώσει, το παλαιό πολιτικό σύστημα ήταν της άποψης ότι πρέπει να συμβιβαστούμε. Ο μόνος που στάθηκε απέναντι από όλα αυτά και έκανε και μια δήλωση λέγοντας πως όλα αυτά είναι αστεία, ήταν ο Γιάννης Ζίγδης, κανένας άλλος. Όλοι άλλοι έλεγαν για τροποποιήσεις στο σύνταγμα και τροποποιήσεις και άλλα τέτοια.
–Έγινε η μεταπολίτευση, έγιναν όλα τα πανηγύρια και η Δημοκρατική Άμυνα από αντιστασιακή οργάνωση, με επίσημη απόφαση μετατράπηκε σε έναν πολιτικό οργανισμό. Εκεί πια τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα, διότι υπήρχαν διάφορες απόψεις. Η άποψη από τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης που την στείλαμε γραπτώς, ήταν πως η Δημοκρατική Άμυνα έπρεπε να μείνει ανεξάρτητη και να φροντίσει μετά από τις εκλογές να βρει κάποιον τρόπο να συνεννοηθεί με τα άλλα κόμματα. Φάνηκε πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι, αφού υπήρχαν κάποιες συνεννοήσεις (άλλωστε η Δ.Α. ήταν «παιδί» των Παπαναστασίου) και η άποψη ήταν πως έπρεπε να συνεργαστούμε με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό έγινε, έγιναν οι εκλογές και επειδή « τον ήλιο τον μεθύσαμε πάρα πολύ» το ΠΑΣΟΚ μας διέγραψε και μας διέγραψε κάνοντας μια δήλωση λέγοντας πως το κίνημα μας δεν ήταν ώριμο για δημοκρατικές λειτουργίες.
–Οι άνθρωποι που είχαν φάει την ζωή τους στη φυλακή, έπρεπε να υποστούν πως δεν είμαστε ώριμοι να διαχειριστούμε δημοκρατικές διαδικασίες. Κατόπιν αυτού, κατάλαβα πως είχα κάνει κάτι λάθος αλλά είπα πως η πολιτική εμένα δεν ήταν καριέρα, δεν ήταν κυνήγι δόξας, αλλά συνέχεια της αντιστασιακής δραστηριότητας. Ήταν να σχεδιάσουμε και να φτιάξουμε όλα αυτά που είχαμε σκεφτεί στην φυλακή με τόσο ρομαντισμό και τέτοια αριστερή λογική του σοσιαλισμού να τα κάνουμε πραγματικότητα. Θέλετε να μου πείτε ότι έσφαλα; Δεν έσφαλα.
–Από εκεί και πέρα, ασχολήθηκα περισσότερο με την Διεθνή Αμνηστία, διότι πρώτον αισθάνθηκα υποχρέωση (όπως κι άλλοι δηλαδή) αφού η διεθνής Αμνηστία μας είχε υιοθετήσει και και μας βοήθησε όσο καιρό ήμασταν στην φυλακή. Δεύτερον, όταν ιδρύσαμε το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας, η μελέτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κάναμε μέχρι τότε διευρύνθηκε μέσα από μια πρακτική δουλειά. Και βεβαίως, μετά την εκλογή μου στην διεθνή εκτελεστική επιτροπή στο Λονδίνο, ταξίδεψα πολύ.
–Πήγα σε χώρες που είχαν δικτατορία και εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν πως αντιμετώπισα την ίδια επιχειρηματολογία των δικτατόρων και την ίδια επιχειρηματολογία εκείνων που τους στήριξαν. Οι δικτάτορες έλεγαν πως δεν μπορούσε άλλο και θα γινόταν κομμουνισμός και αυτοί που τους στήριζαν έλεγαν «Μην κάνετε κακή έκθεση γιατί θα πρέπει να σταματήσουμε την βοήθεια που τους δίνουμε και σας παρακαλούμε πολύ βοηθήστε γιατί όπου να ναι θα φύγουν». Αυτό είναι μια διεθνοποιημένη επιχειρηματολογία, τόσο των δικτατόρων όσο και των προστατών τους. Σε αυτό το σημείο θα διαφωνήσω λίγο με τον Μάνο Χατζιδάκι που λέει πως αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Ναι δεν αλλάζει ο κόσμος αλλά εμείς έχουμε την υποχρέωση να αγωνιζόμαστε για να μειώσουμε την απανθρωπιά.
–Από την μέρα που γεννήθηκα μέχρι και την μεταπολίτευση, την περίφημη δίκη μας στο στρατοδικείο όπου 6 νοικοκυραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν κάτσει στο σκαμνί. Ήταν ο γνωστότατος Παύλος Ζάνας, ο Σωτήρης Δέδες, ο μακαρίτης ο Γιώργος Σιπιτάνος, ο Άκης Μαλτσίδης, ο Κώστας Πύρζας κι εγώ. Εκεί, συνέβησαν διάφορα πράγματα και τελικά αποδείχθηκε με ομοφωνία του στρατοδικείου ότι ήμασταν γνωστοί ανατροπείς του καθεστώτος. Ποιου καθεστώτος; Αυτού που ανέτρεψαν οι ίδιοι οι οποίοι μας δίκαζαν; Κανένας δεν το κατάλαβε ποτέ. Εν πάση περιπτώσει όλα περάσαν. Και οι φυλακές περάσανε, ήρθε η μεταπολίτευση κι εκεί ήρθαν τα διάφορα σενάρια για την προσχώρηση μας στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά κι αυτό για πολύ λίγο, γιατί μετά παραμέθυσε ο ήλιος και μας πέταξε από έξω.
–Βρισκόμαστε στην «μετά-ΠΑΣΟΚ» (για μένα) περίοδο, η οποία κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια. Θα σας πω ότι αυτό δεν με λύπησε καθόλου, γιατί για μένα η πολιτική δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Δεν ήταν ούτε καριέρα, ούτε πλουτισμός. Ακόμα και τον μισθό μου, την αποζημίωση που λένε στην γλώσσα την πολιτική, ξέρουν ότι ήμουν φτωχότερος από ποτέ. Η δικηγορία μου άφηνε λίγα παραπάνω από ότι η πολιτική. Για μένα η πολιτική, ήταν μια συνέχεια, ήταν αυτό που με ώθησε στο να κάνουμε αντίσταση, ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη να προχωρήσουμε αυτά που σχεδιάζαμε στην φυλακή ή αυτά που ονειρευόμασταν. Να κάνουμε μια κοινωνία δικαιότερη, μια κοινωνία που θα καταπολεμήσει την κοινωνική ανισότητα. Θεώρησα πως ήταν καθήκον μου να μην μείνω μόνο στην δουλειά μου, αλλά να προχωρήσω σε αυτή την κατάσταση. Πάντως για μένα το κέντρο του ενδιαφέροντος μου ήταν η δουλειά μου.
–Ήταν μόνιμη και διαρκής προσπάθεια. Αυτό, ήταν το μόνο πράγμα που σχεδίασα σε όλη μου την ζωή λεπτομερώς, η μόνιμη και συνεχής προσπάθεια να εισαχθεί ο θεσμός των δικηγορικών εταιρειών, που θεωρούσα και το πιστεύω απόλυτα πως είναι μέτρο εκσυγχρονισμού του επαγγέλματος. Χρόνια πάλεψα με την συντηρητική λογική των συναδέλφων, της ιδεοληψίας των αριστερών για την λέξη «εταιρεία» και κυρίως την αδιαφορία και την ασχετοσύνη της κρατικής γραφειοκρατίας. Σε όλον αυτό τον κοπιώδη αγώνα, εκείνα τα δέκα χρόνια εκτός πολιτικής, είχα ένα αίσθημα ξεκούρασης κάθε καλοκαίρι. Κάθε καλοκαίρι αρμένιζα με τα πανιά και διάφορους φίλους κι αισθανόμουν ότι κάπου με ανανέωνε. Ο αέρας του μελτεμιού, είτε ήταν ούριος είτε ήταν αντίθετος, ήταν κάτι που σου γέμιζε την ψυχή με αισιοδοξία.
–Για όλα αυτά, πάντα με μέντορα τον άνθρωπο που με έβαλε σε αυτή την ιστορία , τον συνάδελφο δικηγόρο αλλά και «κότερα», στον οποίο η αλμύρα «είχε κάτσει στο πετσί του», Δημήτρη Ζάνα, κάναμε τον γύρο της Ελλάδος των νησιών κι αργότερα με τον Μαλτσίδη. Αυτή ήταν η ζωή μας το καλοκαίρι. Το λέω με τόση λεπτομέρεια, γιατί για εμένα ήταν η στιγμή της απελευθέρωσης από τις απογοητεύσεις και από τους αγώνες. Για αυτόν το λόγο διάλεξα ένα τραγούδι που δεν έχει σχέση με τα κότερα αλλά το τραγουδάω κάθε μέρα τραγούδι.
–Δέκα χρόνια μακριά από την πολιτική, ιδεολογικά ήμουν προσκείμενος προς την ανανεωτική αριστερά αλλά ουδέποτε έγινε κομματικό στέλεχος. Εκείνο που με ενοχλούσε και με ενοχλούσε γιατί το συζητούσα πάρα πολύ στην φυλακή με τον τότε σύντροφό μου στην φυλακή τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, με ενοχλούσε γιατί ο άνθρωπος αυτός έβλεπε τον διχασμό του δημιούργησε το ‘68 και τον έβλεπε με λύπη. Δεν ήταν σαν άλλους που είχαν μια εχθρότητα, ανάμεσα στο εσωτερικό ΚΚΕ και στο ΚΚΕ. Έτσι, καταλάβαινα κι εγώ πως υπήρχαν άνθρωποι στο ΚΚΕ που πονούσαν για αυτόν τον διχασμό, δεν τον εκμεταλλεύονταν. Κάπως έτσι φτάσαμε το 1986 στις δημοτικές εκλογές.
–Ήρθαν και μου πρότειναν να είμαι επικεφαλής του ψηφοδελτίου για τον δήμο Θεσσαλονίκης. Τότε, είπα πως εγώ δεν ήμουν διατεθειμένος να ασχοληθώ, παρά μονάχα αν υπάρχει ένα κοινό ψηφοδέλτιο. Φαντάζομαι πως έγιναν και διάφορες συνεννοήσεις μεταξύ του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΚΚΕ, δεν είμαι εγώ που το έκανα αυτό αλλά αποφάσισαν να κατεβούμε στην Θεσσαλονίκη σε κοινό ψηφοδέλτιο. Το τι έγινε εκείνες τις μέρες, δεν λέγεται. Όταν πήγαινα στις συγκεντρώσεις, δεν μπορούσα να μιλήσω. Έβλεπες διάφορα γεροντάκια με τα μπαστούνια τους, να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. «Βρε Μήτσο που σε έβλεπα τόσα χρόνια!», «Βρε Γιάννη που δεν σε χαιρετούσα», εμένα πραγματικά με συγκινούσαν. Μου κόλλησε αυτή η φράση που άκουγα τόσο συχνά εκείνη την περίοδο: «Βρε Μήτσο, τόσα χρόνια». Τόσα χρόνια άδικα χαμένα. Κάναμε μια πάρα πολύ καλή προεκλογική καμπάνια και το αποτέλεσμα ήταν πολύ ικανοποιητικό. Αγγίξαμε την δεύτερη θέση τότε και πιστεύω ότι αυτό αποτέλεσε και τον πρόλογο του συνασπισμού της αριστεράς που έγινε μετά από χρόνια, γιατί κατάλαβαν οι ηγεσίες των κομμάτων ότι δεν γίνεται να προχωρήσουμε με καβγάδες και ιστορίες. Το αποτέλεσμα που είχαμε στις δημοτικές εκλογές ήταν πολύ πάνω από το άθροισμα των ψήφων και των δύο κομμάτων, του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΚΚΕ. Έτσι, φτάσαμε σιγά σιγά να γίνονται οι συνεννοήσεις για την ίδρυση του συνασπισμού το 1989. Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες ζητήθηκε και η δική μου συμβολή σε κάτι παζαρέματα για έδρες και έκανα ότι μπορούσα και είμαι ευτυχής που ανταμείφθηκα με την ημέρα που υπογράφτηκε η συμφωνία, που ήμουν κι εγώ παρών εκεί. Είναι από τις ευτυχέστερες μέρες τις ζωή μου. Τότε που ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Χαρίλαος Φλωράκης υπέγραψαν το ιδρυτικό του συνασπισμού.
-Ο συνασπισμός, στις εκλογές που κάναμε το ‘89, ήταν τότε που μπήκα στην Βουλή για λίγο καιρό και πέσαμε στην υπόθεση της κάθαρσης. Την κάθαρση την θεωρούσα πανελλαδικό λαϊκό αίτημα. Ο Φλωράκης είχε κάποιους δισταγμούς και μου το έλεγε κάθε μέρα: «Ποιο πανελλήνιο αίτημα μου λες» και είχα δικό. Η κάθαρση δεν ήταν πανελλήνιο αίτημα, διότι οι Έλληνες βολεύονταν με αυτά που γινόντουσαν τότε. Ήταν μια πολιτική προσπάθεια να βρεθεί κάποια πρόχειρη λύση και όχι οριστική. Εάν είχαμε προχωρήσει τότε την κάθαρση, πιστεύω απόλυτα πως θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα σήμερα, αλλά δεν το τολμήσαμε.
–Είναι κρίμα που το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να αντέξει μια Αριστερά του σύγχρονου κόσμου και προτίμησε το μονολιθικό του παρελθόν. Με΄τα από την αποχώρηση (όχι ολόκληρου) του ΚΚΕ από τον συνασπισμό, ο Φαράκος έμεινε στον συνασπισμό και προσέφερε πολλά, αλλά ήταν μοιραίο μετά την αποχώρηση της ομάδος των συντηρητικών του ΚΚΕ να υπάρχει η διατάραξη της εύθραυστης ισορροπίας στον συνασπισμό, που υπήρχε πάντοτε. Από εκεί και πέρα, η πολιτική παρέμβαση του συνασπισμού παρέμεινε αμήχανη, δειλή και με διάφορες μικρο ομάδες που προσπάθησαν να περάσουν την άποψη τους. Για αυτόν τον λόγο ήταν δειλή η παρέμβαση του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να ολισθήσει το κόμμα σε ένα συνονθύλευμα αλλοπρόσαλλων συνιστωσών του περιθωρίου και έτσι να αλλάξει όνομα και φυσικά να κυβερνήσει.
Εκείνο που ήθελα να πω είναι ότι τώρα για να αποδώσει η κυβέρνηση στην χώρα και όχι στο κόμμα, πρέπει να έχει έναν συνδυασμό που να αποβλέπει στο καλό της χώρας και όχι στο καλό του κόμματος.
-Κάποια στιγμή κατάλαβα πως ο χώρος της πολιτικής είχε καταντήσει μια στείρα θεωρητική αντιπαράθεση τάσεων και προσωπικών απόψεων. Κατόπιν αυτού, κατάλαβα ότι ή εγώ δεν «σήκωνα» τον χώρο, ή το κυριότερο ήταν πως ο χώρος δεν με «σήκωνε» και σιγά σιγά με μικρά πηδηματάκια αποχώρησα. Δεν πήγα όμως σπίτι μου. Εκείνο τον καιρό, στο τέλος του ‘91, είχε προκύψει το περίφημο θέμα της Μακεδονίας και εκεί επειδή είχα αντίρρηση με τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν από όλους αυτή η ιστορία , (δηλαδή με την ιστορική αντιπαράθεση) εγώ το είδα από πλευράς διεθνούς πολιτικής ως ένα επιχείρημα πάρα πολύ ισχνό. «Η ψυχή μας είναι το όνομα», κλπ. Αυτό, μου φαινόταν ισχνό. Επικεντρώθηκα λοιπόν στον αλυτρωτισμό. Στο ότι έχουμε έναν χώρο ο οποίος είναι μικρότερος του ευρύτερου χώρου της Μακεδονίας, θεωρεί πως μόνο αυτοί είναι οι Μακεδόνες και όλοι οι άλλοι βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος ή στο βουλγαρικό είναι υπόδουλοι. Θεωρούσαν πως κάποια στιγμή πρέπει να ενωθούν με την μητέρα- πατρίδα. Αυτό, το προβάλαν και στα βιβλία τους και στην πολιτική τους και παντού. Άσχετα του ότι όταν υπήρχαν αδύναμες στιγμές προσπαθούσαν να το καλύψουν. Αυτό ήταν το δικό μου επιχείρημα. Το έλεγα και το ξανά έλεγα. Το έχω γράψει και σε άρθρα τότε στο Βήμα και στο Αντί: Αυτή η πολιτική έγινε σήμερα η επίσημη πολιτική του κράτους. Τότε το είχαμε ως επίσημη πολιτική του συνασπισμού, σε μια εισήγηση που είχαμε κάνει η ομάδα της Θεσσαλονίκης στην κεντρική επιτροπή. –Αφού τελείωσε η ιστορία της Μακεδονίας, ή τέλος πάντων δεν ήταν επείγον το να λυθεί, φτάσαμε στο ‘99. Το ΝΑΤΟ, με διάφορα επιχειρήματα κι αφού έκανε κάποιες μικρές διασκέψεις (εξ αρχής αποτυχημένες), πίεζε τον Μιλόσεβιτς να αποσύρει τον σέρβικο στρατό από την Βοσνία. Επειδή αυτό δεν έγινε, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε να βομβαρδίζει την Σερβία και αυτό ήταν η πιο βάρβαρη στιγμή πολέμου που έχω δει. Τότε, πάλι μια μικρή ομάδα, με τους παλιούς συντρόφους της Θεσσαλονίκης, κάναμε μια μικρό οργάνωση και την ονομάσαμε για αυτονόητους λόγους «Ανθρωπιστική Άμυνα», μαζεύαμε υλικό, φάρμακα κλπ και τα πηγαίναμε οι ίδιοι στην Σερβία και στην ΠΓΔΜ και στην Αλβανία. Δεν περίμενα ποτέ πως θα μπορούσαμε να μαζέψουμε τόσα πολλά. όταν τελείωσε ο πόλεμος, κάναμε μικρές εκπαιδευτικές ομάδες για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το έργο αυτό άφησε εποχή. Εκπαιδεύαμε σε computer (κι αυτό μας το είχαν ζητήσει τα ίδια τα παιδιά) νέα παιδιά τα οποία προσλαμβάνονταν σε ελληνικές επιχειρήσεις που γινόντουσαν εκεί και τους μαθαίναμε κι ελληνικά. Ήταν πάρα πολύ επιτυχημένη δουλειά, η οποία δυστυχώς λόγω της αμέλειας της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών και λόγω της (ελλιπούς) χρηματοδότησης σταμάτησε.
–Μετά από όλα αυτά, ένα άλλο κομμάτι της ζωής μου, που στην αρχή νόμιζα πως θα ήταν μια μικρή παρένθεση, κατάντησε να είναι είναι το Μέγαρο Μουσικής.
Το Μέγαρο Μουσικής, άρχισε να οργανώνεται ως ιδέα το 1993. Στην προϊστορία, ήταν τα αιτήματα που βγήκαν στην Θεσσαλονίκη από διάφορους ανθρώπους που καταλάβαιναν την έλλειψη ενός τέτοιου πολιτιστικού κέντρου, μουσικού κέντρου. Οι άνθρωποι της μουσικής ζητούσαν. Αυτό, συνδέθηκε με την φιλοδοξία του Λαμπράκη και έτσι ξεκίνησε η υλοποίηση του. Δεν ξέρω, έχω ακούσει πολλές αντιρρήσεις για τον Λαμπράκη, αλλά εάν δεν ήταν εκείνος να επηρεάσει με την πολιτική και την οικονομική του δυνατότητα, Μέγαρο Μουσικής δεν θα υπήρχε στην Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είχε μια πολύ φθηνή μουσική προπαίδεια. Δεν είχε κτήριο και είχε μια ορχήστρα που κυκλοφορούσε από αίθουσα σε αίθουσα κι έτσι δεν μπορούσε να βελτιωθεί η ποιότητα της. Όταν φτιάχτηκε το Μέγαρο, η πόλη άνοιξε τους ορίζοντες σε μεγάλες ορχήστρες, σε διεθνείς καλλιτέχνες, στον χορό, στην όπερα, και μιλάμε για όπερα που δεν άκουσε ποτέ η Θεσσαλονίκη όπερα- αλλά κυρίως σε ένα πράγμα: αγαπούσαν την μουσική και την άκουγαν από δίσκους ή πήγαιναν στο εξωτερικό για να ακούσουν. Το Μέγαρο Μουσικής έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην αισθητική του πολίτη, όχι μόνο στην κλασική ή την παραδοσιακή αλλά και σε άλλους τομείς. Ήταν ένα κριτήριο ώστε οι Θεσσαλονικείς να «δουλέψουν» την ποιότητα τους.
–Το κοινό του Μεγάρου δεν περιοριζόταν στην ελίτ των φανατικών μουσικόφιλων. Σε όλα αυτά τα χρόνια που έχω ζήσει εκεί μέσα, έχουν περάσει γύρω στους 65 χιλιάδες θεατές τον χρόνο που σίγουρα δεν ήταν η ελίτ. Ήταν ο λαός, οι νέοι άνθρωποι, εκείνοι με τα σκισμένα λόγω μόδας. Αυτοί οι άνθρωποι ερχόντουσαν και απολάμβαναν μουσική, ενώ πιο παλιά δεν ήθελαν να ακούσουν τέτοια μουσική. Φτάσαμε να έχουμε τόσο κόσμο μόνο στις δικές μας παραγωγές, ανεξάρτητα από τις ενοικιαζόμενες αίθουσες, που κι αυτές ήταν κάτι καλό για την Θεσσαλονίκη. Αυτά, ήταν κάποια από τα πλεονεκτήματα που απέκτησε η Θεσσαλονίκη από το Μέγαρο. Αυτή η συνέχεια πρέπει να υπάρξει.
Από το 1993, στην αρχή ως απλό μέλος το Δ.Σ. και πολύ λίγο διάστημα γενικός γραμματέας του Μεγάρου, η δουλειά μου ήταν να επιβλέπω την εφαρμογή των αποφάσεων του Δ.Σ. και να εισηγούμαι διάφορα θέματα στρατηγικής προς το Δ.Σ. τα οποία αποφασίζονταν. Όλη η δουλειά των αποφάσεων, βρισκόταν στην υπευθυνότητα των πολύ καλών στελεχών του οργανισμού. Το Δ.Σ. έκανε ένα πράγμα: έκανε κριτική εκ των υστέρων, αλλά ουδέποτε είχε αναμιχθεί στην δουλειά της παραγωγής. Γινόντουσαν εισηγήσεις, έπαιρναν τις αποφάσεις και αυτές εκτελούνταν από το στελεχιακό δυναμικό.
Είμαι πάντοτε της αρχής πως τα Δ.Σ. οργανισμών όπως το Μέγαρο πρέπει πάντοτε να αλλάζουν, διότι μπαίνουν καινούργιοι άνθρωποι κι έρχονται νέες ιδέες και νέοι τρόποι κλπ. Εάν έμεινε ο πυρήνας του Δ.Σ. έμεινε πολλά χρόνια, είναι γιατί είχαμε την ευθύνη να χτίσουμε δύο ολόκληρα κτίρια και αμφιβάλλω αν υπάρχει δημόσιο κτίριο στην Ελλάδα που να χτίστηκε στον χρόνο που πρέπει και χωρίς ούτε μια δραχμή υπέρβαση. Είμαστε συνηθισμένοι να έχουμε 200% υπερβάσεις όμως το Μέγαρο χτίστηκε με τα λεφτά του προϋπολογισμού. Το δεύτερο κτίριο βέβαια, χρονικά υστέρησε, αλλά όχι οικονομικά. Το 2013, όταν πια τα πράγματα είχαν μπει σε μια ροή, ζήτησα να μην ανανεωθεί η θητεία μου γιατί ακριβώς ήθελα να εφαρμόσω αυτή την αρχή που είχα πάντοτε.
–Εκείνο που έκανα ήταν να δουλέψω 20 χρόνια (και δεν ήταν απλώς τυπική παρουσία Δ.Σ. να πηγαίνω μια φορά τον μήνα) σε καθημερινή δουλειά, στην αρχή δε πλήρες ωράριο. Αυτά έγιναν χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση του Μεγάρου, παρότι έχω ακούσει πως ο Νέστωρ πλούτισε από το Μέγαρο. Ούτε 2 ευρώ για να πηγαίνω και να έρχομαι δεν έχω πάρει. αλλά έχω την τεράστια ικανοποίηση να θεωρώ ότι αυτή η εικοσάχρονη συνεισφορά μου ήταν αντίδωρο στην κοινωνία της πόλης που με στήριξε στις δύσκολες ώρες και μου έδειξε μια τεράστια εμπιστοσύνη σε ολόκληρη μου την ζωή και έκλεισε με την παραίτηση μου από το Μέγαρο Μουσικής.
–Τώρα πια βλέπω τα καλοκαίρια την θάλασσα από ψηλά, από το Πήλιο και εκείνο που κάνω είναι να θυμάμαι τα ταξίδια και να τα ονειρεύομαι. Στο Πήλιο μένω τον περισσότερο καιρό το καλοκαίρι και το μόνο παραγωγικό έργο που κάνω αυτή την στιγμή είναι να ασχολούμαι με το κρασί, που το φτιάχνω για να το μοιράσω στους φίλους. Ακούω πολύ μουσική και διαβάζω. Διαβάζω τους στίχους του παλιού μου φίλου Μανώλη Αναγνωστάκη και θυμάμαι πάντα αυτή την εντύπωση που μου έχει δώσει η ποίηση του, η λεγόμενη ποίηση της ήττας, η οποία λέει πως χαμένοι αγώνες δεν υπάρχουν πουθενά. Οι αγώνες είναι όλοι κερδισμένοι και σαν πετραδάκια που μπαίνουν σε ένα ψηφιδωτό.
-Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος για τα μελλούμενα. Η πλήρης αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτιών να ασκήσουν τον ηγετικό τους ρόλο για την αποκατάσταση της ισορροπίας στον πλανήτη, έχει αφήσει μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό. Δυστυχώς η Ευρώπη, εξαιτίας μιας κοντόφθαλμης συντηρητικής ηγεσίας δεν είναι σε θέση να αντιδράσει στο κύμα του αυταρχισμού που γιγαντώνεται. Ο ακραίος εθνικισμός, σε συνδυασμό με τον λαϊκισμό που τείνει να επικρατήσει, ιδίως μετά το εκλογικό αποτέλεσμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελεί εκρηκτικό μείγμα, το οποίο απειλεί να ανατρέψει συνολικά την όποια πολιτική σταθερότητα υπάρχει στον δυτικό κόσμο. Μέσα σε αυτή την αναστάτωση, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τα μελλούμενα για τον τόπο μας. Εύχομαι το καλύτερο.
*Η αφήγηση έγινε στο πλαίσιο της εκπομπής Ξενοδοχείο 958 του 95,8 fm της ΕΡΤ3.