Στη Δυτική όχθη της πόλης
Μια βόλτα στη γειτονιά των 12 Αποστόλων
Λέξεις: Αθηνά Παπανικολάου
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που μια σχολική μέρα “άρπαξα” την τάξη μου και τους είπα ” σήμερα το μάθημα εκτός αίθουσας, θα περπατήσουμε την οδό Ολύμπου και θα πάμε στους Αγ.Αποστόλους, στο αριστούργημα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης”
Δεν είχαμε κλείσει ούτε ξενάγηση, ούτε είχαμε ενημερώσει τον ιερέα του ναού.
Έτσι αυθόρμητα και σπάζοντας τους κανόνες της γραφειοκρατίας, βαδίσαμε μέχρι την αρχή της οδού Ολύμπου με κατεύθυνση τον Βαρδάρη.
Δεν θα γράψω λεπτομέρειες για κείνο το “βιωματικό μάθημα Ιστορίας της Τέχνης”, θα αναφέρω μόνο δύο πράγματα: πρώτο, ο ιερέας, όπως αποκαλύφθηκε, ήταν παλιός μαθητής μου και μας καλοδέχτηκε και μας ξενάγησε συμπληρώνοντας με χρήσιμες πληροφορίες τις δικές μου γνώσεις για την ιστορική διαδρομή του ναού,
δεύτερο, πολλά παιδιά της τάξης ήταν μεταναστόπουλα από την Αλβανία, Γεωργία, Αρμενία, Ρωσία…οι δικές τους οικογένειες κατοικούσαν στα πέριξ της Αγ.Δημητρίου και αγνοούσαν όπως και τα γηγενή την ιστορία της περιοχής και της πόλης τους.
Η περιοχή γύρω από τον ναό, που χτίστηκε στο διάστημα 1310-1314 και διακοσμήθηκε από τεχνίτες της Κωνσταντινούπολης, ήταν πολύ υποβαθμισμένη.
Η εγκατάλειψη, οι κλειστές βιοτεχνίες, η μούχλα που ανέδυαν οι παμπάλαιες κατοικίες, τα σκουπίδια, ήταν οι εικόνες που συνέθεταν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Στα καταρρέοντα σπίτια είχαν εγκατασταθεί οι οικονομικοί μετανάστες του διαλυμένου ανατολικού κόσμου και των βαλκανικών χωρών μαζί με εσωτερικούς πρόσφυγες από την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Σιγά σιγά έρχονταν και οι Αφρικανοί πρόσφυγες.
Η θλίψη της φτώχειας πότιζε κάθε ίντσα της γειτονιάς. ‘Ενιωσα το βάρος της να με συντρίβει την ώρα που μιλούσα στους μαθητές και μαθήτριες μου για την ομορφιά των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών.
Ο πανέμορφος, κομψός εξωτερικός διάκοσμος με το κόκκινο βυζαντινό κεραμίδι ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την άναρχη δόμηση, την ασχήμια που το περιστοίχιζε και η βαριά μυρωδιά των ανήλιαγων διαμερισμάτων αντιμαχόταν την ευωδιά που ανέδυαν τα τριαντάφυλλα και οι ανθισμένες αγγελικές της αυλής.
Τι άραγε είχε να πει η Τέχνη σ’ αυτά τα παιδιά που το μεσημέρι επέστρεφαν σε σπίτια -κλουβιά, που οι γονείς τους μόλις είχαν μάθει τη γλώσσα της νέας πατρίδας και κάθε απόγευμα γύριζαν εξουθενωμένοι από τα εξοντωτικά ωράρια στην οικοδομή, στην καθαριότητα των δικών μας σπιτιών και στη φροντίδα των γερόντων; Τι μνήμη οικοδομούσαν εκείνη τη στιγμή, τι όνειρα έκαναν…
Τα χρόνια πέρασαν, εκείνα τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν ξέρω τι πήραν από το ¨ελληνικό όνειρο”, ξέρω όμως με σιγουριά πως το σχολείο έγινε η γέφυρα που τους ένωσε με τον κόσμο μας.
Χθες, αργά το απόγευμα περπατήσαμε με τον άντρα μου στην περιοχή. Είδα την ανάπλαση που έδωσε ανάσα και απέτρεψε, υποθέτω, την περαιτέρω γκετοποίηση.
Γύρω από το αριστούργημα της υστεροβυζαντινής περιόδου, φτιάχθηκαν παρτέρια, φυτεύθηκαν λουλούδια, πεζοδρομήθηκαν δρόμοι, φωτίστηκαν τα στενά, άνοιξαν στέκια νεολαίας, καφέ και όμορφα ουζερί, οι παλιές βιοτεχνίες στους δρόμους με τα ονόματα των ποιητών, στην οδό Κάλβου, στην Παλαμά και στην πλατεία Μαβίλη μετατράπηκαν σε Urban ξενώνες, χαρούμενες φωνές παιδιών, που έπαιζαν στο προαύλιο του ναού γέμιζαν τον αέρα, γονείς τα επέβλεπαν με τρυφερά βλέμματα ανταλλάσσοντας σκέψεις για το μέλλον τους, παρέες εφήβων φλέρταραν με τα χαχανητά της αμηχανίας, η βυζαντινή κινστέρνα και τα δυτικά τείχη αναστηλώνονται, στα υπολείμματα της πύλης, στην οδό Παπαρρηγοπούλου, η γατούλα είχε βρει ασφαλές καταφύγιο στην εσοχή του τειχίου.
Κατηφορίζοντας προς την πλατεία Βαρδαρίου, παράλληλα με την άλλοτε κακόφημη οδό Ειρήνης, ο κισσός φούντωσε και αγκάλιασε το τείχος, μαζί με τις μουριές και τα πανταχού παρόντα ψηλά βρωμόδεντρα είναι οι ελάχιστες επικράτειες του πράσινου σε μια πόλη που την πνίγει το τσιμέντο. Ίσως εδώ να στεγάζονται τις νύχτες κάποιοι νέοι έρωτες, ίσως τα πυκνά φυλλώματα να προστατεύουν τα φιλιά τους και να σκεπάζουν τους αναστεναγμούς τους.
Στη συμβολή της Κάλβου με την οδό Καρατζά στέκουν τα επιβλητικά Λουτρά Φοίνιξ ή Πασά Χαμάμ, τα παλαιά λουτρά (χαμάμ) της Οθωμανικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη (1520-1530). Το κτήριο τους κτίσθηκε πάνω στα ερείπια του παλαιοχριστιανικού οκταγωνικού ναού. Η εξωτερική τους πόρτα διπλοκλειδωμένη αλλά η βαριά ξύλινη εσωτερική ήταν μισάνοιχτη. Το μνημείο δυστυχώς δεν μαρτυρά εργασίες αποκατάστασης. Τι κρίμα αλήθεια. Ευτυχώς το περιτείχισμά του στεφανώνει θαλερή κληματαριά σαν ζώσα βυζαντινή διακοσμητική γιρλάντα και στα φθαρμένα σκαλοπάτια του, κατάλοιπα του αρχαίου ναού, τα γατόνια της γειτονιάς βρήκαν τόπο ξεκούρασης από τις αλανιάρικες βόλτες τους.
Όσο όμως προχωρούσαμε στα στενά, τόσο η οσμή της νέας φτώχειας μάς άρπαζε από τη μύτη. Τελευταίοι επήλυδες οι αραβικής καταγωγής πρόσφυγες, νέες γλώσσες συναντούν τις παλιές και η Θεσσαλονίκη επιβεβαιώνει τον τίτλο της προσφυγομάνας.
Τι κι αν γκρεμίστηκε στα τείχη η λαμπρή είσοδος από τα δυτικά, η Ληταία Πύλη; Η περιοχή των Αγ.Αποστόλων παραμένει η πύλη υποδοχής των ξένων που έρχονται στην πόλη μας με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Όλων; Όχι βέβαια. Είναι η πύλη εισόδου των απόκληρων. Οι πλούσιοι εισέρχονται από ανατολικά και με άλλα μέσα.
Μένει να δούμε πώς αυτό το χωνευτήρι των φυλών θα ζωντανέψει το παρηκμασμένο κέντρο. Τι μέτρα θα παρθούν ώστε να μην είναι μόνο τόπος διασκέδασης αλλά και δημιουργίας.
Προς το παρόν οι φωνούλες των παιδιών, ελπιδοφόρα τιτιβίσματα μια νέας γενιάς, υπόσχονται την αναγέννηση.
Και μεις αποχωρήσαμε θυμούμενοι τα λόγια του Θεσσαλονικιού Βυζαντινού λογίου Νικηφόρου Χούμνου (1250-1327)
«Κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη».