Στις γειτονιές των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη
Η ζωή στην Θεσσαλονίκη μέσα στα μαγαζιά που μυρίζουν Μέση Ανατολή.
Επιμέλεια κειμένου: Μυρτώ Τούλα-Αντώνιο Παντέλη
Στην οδό Κλεισούρας, στην διάρκεια των συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, ο πρόσφυγας Mengal, ο οποίος μετά από πολύ κόπο δημιούργησε το δικό του κατάστημα, έβγαλε έναν πάγκο με δωρεάν νερά. Αυτή ήταν η εικόνα της ημέρας η οποία κατακλείστηκε από δεκάδες συναισθήματα, σε μία χώρα που πριν λίγα χρόνια οι φασίστες έσπαγαν πάγκους προσφύγων και μεταναστών στην λαϊκή, εκείνη αγάπησαν τους ανθρώπους και έφτιαξαν μία ζωή δική τους, μετατρέποντας το μίσος σε αγάπη και αλληλεγγύη την στιγμή που οι Έλληνες το χρειάστηκαν.
“Εκείνη την ημέρα, βγάλαμε τα νερά γιατί ξέραμε πως ο κόσμος τα χρειαζόταν, δεν μας ενδιέφερε να βγάλουμε χρήματα από τους διαδηλωτές, θέλαμε απλά να είμαστε δίπλα τους στον δικό τους αγώνα. Εγώ κατάγομαι από το Αφγανιστάν, μεγάλωσα μέσα στον πόλεμο, οι γυναίκες εκεί δεν έχουν τα δικαιώματα που έχουμε οι άντρες, δεν ξέρω πως επιβιώνουν. Εγκατέλειψα την πατρίδα μου το 2006, στην αρχή βρέθηκα στην Αθήνα εκεί ήταν δύσκολα τα πράγματα. Μετακόμισα στην Σάμο και έπειτα στην Κέρκυρα. Τότε δεν υπήρχαν οι προσφυγικές δομές, ψάχναμε ένα μέρος ίσα-ίσα να κοιμηθούμε. Βρήκα εύκολα δουλειά, σε οικοδομή, λάντζα, απλά δεν μου έβαζε κανένας ένσημο. Πήρα την απόφαση ύστερα από λίγα χρόνια, το 2009, να έρθω στην Θεσσαλονίκη, ήλπιζα να φτιάξω μία ζωή να βρω μία βάση, να μην μεταφέρομαι από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς να έχω πουθενά να πάω. Στα μάτια μου η Θεσσαλονίκη είναι πολύ όμορφη, μπορώ να βλέπω την θάλασσα κάθε μέρα και αυτό μου αρκεί.
Το μαγαζί μας ήρθε λίγο μετά, επειδή όπως προείπα δεν σε ό,τι δουλειά και να έκανα δεν έπαιρνα ένσημα με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να καλύψω τα ένσημα. Στην αρχή έψαχνα χώρο στην Αριστοτέλους, ήρθαν μερικά άτομα και μου είπαν, “αν ανοίξεις σε τόσο κεντρικό σημείο το μαγαζί σου, θα σε πλακώσω στο ξύλο, θα στο σπάσω όλο”. Φοβήθηκα, αλλά δεν τα παράτησα, έκανα μία βόλτα στην γειτονιά και είδα πως στην Κλεισούρας, έχουν κι άλλοι πρόσφυγες μαγαζιά, οπότε βρήκαμε κι εμείς τον συγκεκριμένο χώρο που ήταν ανοίκιαστος. Εγώ δεν έχει τύχει πέρα από αυτό το περιστατικό να πέσω θύμα ρατσιστικής επίθεσης, αν είσαι καλός σ’αγαπούν όλοι. Αν αγαπάς και σέβεσαι την χώρα που ζεις και τους ανθρώπους της σου γυρνάει πίσω. Οι Θεσσαλονικείς με στήριξαν, προμηθεύονται από εμένα ρύζι ακόμη και τοπικά προϊόντα. Αν είχα παιδιά θα τα έστελνα σε ελληνικό σχολείο, ναι μεν είναι δύσκολη η ελληνική γλώσσα αλλά έχει μεγάλη ιστορία. Από το 2009, δεν έχω προσευχηθεί σε κάποιον χώρο λατρείας. Καμία φορά σκέφτομαι να φύγω από την Ελλάδα, να πάω σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης αλλά το απορρίπτω, έχω φτιάξει την ζωή μου, την δουλειά μου. Εγώ ζω εδώ με άδεια παραμονής, την ανανεώνω κάθε δύο χρόνια και αυτή η διαδικασία της ανανέωσης μπορεί να πάρει και 12 μήνες. Αυτούς τους 12 μήνες μπορεί να μην έχεις χαρτιά ή να κυκλοφορείς με ληγμένη άδεια, εμένα αυτή η διαδικασία με αρρωσταίνει ψυχολογικά. Δεν θέλω να γυρίσω στο Αφγανιστάν, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, έχω μνήμες από το σχολείο, αλλά σήμερα καταλαβαίνω πως δεν είχαμε παιδεία στην πατρίδα μας τόσα χρόνια και αυτό πρέπει να αλλάξει. Αν ο λαός μας είχε παιδεία, η ειρήνη θα είχε έρθει μόνη της τόσα χρόνια.”
Λίγο πιο πέρα στην Βενιζέλου ο Νταύτι Αγιάτ, δημιούργησε την δική του Βαγδάτη, ένα παντοπωλείο με τοπικά προϊόντα του Ιρακ, είναι 20 χρόνια στην Ελλάδα και μαζί με την γάτα του προσπαθεί να ελπίζει σε κάθε τι νέο που ανακαλύπτει.
“Εγκατέλειψα το Ιράκ λόγω πολέμου με τους Αμερικανούς, θυμάμαι παντού πτώματα, έβγαινα από το σπίτι και κυλούσε αίμα, σκοτώθηκαν οι κολλητοί μου που ήμασταν μαζί από παιδιά και αυτή ήταν και η αιτία που έφυγα μόνος και ύστερα από τρία χρόνια έφερα τον αδερφό μου στην Ελλάδα, ο καθένας πλέον έχει φτιάξει την ζωή του εδώ, έχουμε τα σπίτια μας και τις δουλειές μας. Το μαγαζί μου, το έχω από το 2020, συμπληρώσαμε 5 χρόνια. Την χρονιά που άνοιξα το μαγαζί εδώ τα μαγαζιά ήταν μόνο προσφυγικά οπότε, ήταν ιδανική ευκαιρία για εμένα, γιατί εδώ συναντιόντουσαν και οι πρόσφυγες και οι Έλληνες. Καλό το μαγαζί, αλλά μας έχουν σκοτώσει η φορολογία, πάω να βγάλω 50 ευρώ και τα 37.5 μου τα παίρνουν.
Την Ελλάδα την επέλεξα τυχαία, ήρθα εδώ, έκατσα, μου άρεσε και συνειδητοποίησα μετά από 8 χρόνια πως εδώ ανήκω. Περπατούσαμε με τα πόδια 9 ημέρες και 8 νύχτες για να περάσουμε τα σύνορα, όταν φτάσαμε, έμεινα στην Κομοτηνή δύο ημέρες στα βουνά. Μετά, μας πήρανε διακινητές από Κομοτηνή και μας κατέβασαν στην Αθήνα με αυτοκίνητο, εκεί έμεινα μόνο 1.5 μήνα, μετά ταξίδεψα στην Θεσσαλονίκη, μου είχαν πει πως είναι πολύ όμορφη πόλη, ήθελα να την γνωρίσω. Ήρθα εδώ, μαγεύτηκα και αποφάσισα να εγκατασταθώ.
Ο αδερφός μου που έχει δύο παιδιά, πάνε και τα δύο σε ελληνικό σχολείο, η μαμά τους είναι ελληνίδα και ο πατέρας τους ιρακινός, αυτό είναι και το νόημα της αληθινής αγάπης. Και εγώ αν είχα παιδιά θα ήθελα να τα στείλω σε ελληνικό σχολείο είναι πολύ σημαντικό να ξέρουν ελληνικά. Στο Ιράκ πάω κάθε χρόνο, για να δω τους γονείς μου, κάθομαι ενάμιση μήνα περίπου. Στο Βόρειο Ιράκ που μένω εγώ πλέον είναι πολύ όμορφα, υπάρχει ασφάλεια, οι μισθοί έχουν ανέβει, όμως εγώ δεν θα γυρνούσα ποτέ, η ζωή μου πια είναι εδώ. Όταν γεννιέσαι μέσα στον πόλεμο, ο πόλεμος γίνεται η καθημερινότητα σου και να επιστρέψω σε περίοδο πολέμου δεν θα σοκαριστώ θα σκεφτώ “τα έχω περάσει αυτά, κάποια στιγμή θα σταματήσει”, μονάχα θα αγχωθώ για τους δικούς μου τίποτε άλλο. Δεν έχει τύχει να δεχθώ ρατσιστική επίθεση στο μαγαζί, γενικά, όμως μου έχουν επιτεθεί αρκετές φορές στον δρόμο τόσο λεκτικά όσο και σωματικά. Για εμένα όμως αυτές οι επιθέσεις, ήταν η αιτία για να μάθω ελληνικά. Αλλιώς δεν θα είχα μάθει ποτέ.
Υπάρχει στήριξη από τους Έλληνες και είμαι ευγνώμων γι αυτό, είχα υποστήριξη από όλους, λόγω των καλών τιμών και της καθαριότητας που εμείς την προσέχουμε πολύ. Είναι πολύ εύκολο να είσαι πρόσφυγας στην Ελλάδα, αν έχεις θέληση να μάθεις και να δουλέψεις, αν όμως περιμένεις από το κράτος να σε υποστηρίξει με την επιδότηση των 220 ευρώ τον μήνα δεν μπορείς να επιβιώσεις. Όπου και να πας αν έχεις θέληση μπορείς να τα καταφέρεις. Έχω περάσει από όλα τα κύματα, μέχρι να ανοίξω το μαγαζί μου, δούλεψα σε λάντζες, σε οικοδομές, έκανα ότι δουλειά μπορούσα να κάνω για να μαζέψω χρήματα. Το θετικό στην ζωή μου είναι πως δεν έμπλεξα σε παρανομίες. Πάντα ήμουν μακριά από όλα αυτά. Στο Ιράκ τελείωσα το σχολείο, είχα από πάντα όνειρο να βοηθήσω τον κόσμο, δεν με ενδιέφερε το πτυχίο, ήθελα να συνεισφέρω και με τον δικό μου τρόπο μέχρι σήμερα τα έχω καταφέρει.
Υπάρχουν χώροι λατρείας για εμάς, δεν τους επισκέπτομαι, προσεύχομαι σε κάτι που ονομάζεται Ανώτερη Δύναμη, εγώ δεν πιστεύω πως πρέπει να πιστέψω στην θρησκεία, ο καθένας έχει την δική του πίστη που αυτή του δίνει την δική του Δύναμη. Στην πόλη μας έχω παρέες από το Ιράκ και έχω και φίλους Έλληνες, είναι γοητευτικό να γνωρίζεις νέους πολιτισμούς. Δεν είμαι πολύ του έξω, όταν βγαίνουμε πάμε σε ταβέρνες, αγαπάμε πολύ την ελληνική κουζίνα, μοιάζει με την δική μας έχει έντονες γεύσεις και επειδή ασχολούμαι με το κομμάτι της μαγειρικής είχα δύο εστιατόρια street food, που πάντρεψα την μέση ανατολή με την ελληνική κουζίνα.”
Στην γειτονιά, όποιος θέλει να κουρευτεί θα βρει τον Bahez, o Ιρακινός που από μικρός είχε πολλά όνειρα – που εξαιτίας της χώρας του τα πράγαμτα αλλάξανε – συμβιβάστηκε στο να κουρεύει στο κομμωτήριο του πατέρα του μαθαίνοντας ελληνικά από τους πελάτες του
“Ήρθα στην Ελλάδα το 2019. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια όταν εγκαταλείψαμε το Ιράκ μέναμε στην Γερμανία όπου η ζωή εκεί μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα χρήματα αλλά δεν ζεις ως άνθρωπος, είναι δύσκολες οι συνθήκες. Εγώ, αυτό που θέλω είναι να ζω. Εδώ το κάνω και μου αρέσει η Θεσσαλονίκη, καλύπτει αυτά που θέλω και συνεχίζω να εξελίσσομαι μέρα με την μέρα ζώντας με την οικογένειά μου. Όταν είσαι παιδί στο Ιράκ μπορείς να έχεις όνειρα, παρόλο που στη πορεία καταλαβαίνεις πως δεν αρκεί μονάχα αυτό. Σπάνια γίνεσαι αυτό που θέλεις, κάτι σε κρατάει πίσω. Δεν κατάφερα να τελειώσω το σχολείο λόγω πολέμου και αυτό με στεναχωρεί”.
“Όταν έφτασα στην Ελλάδα η αρχή ήταν δύσκολη. Άκουγα για ανθρώπους που ζούσαν εδώ πάνω από δέκα χρόνια και είχαν προβλήματα με τα χαρτιά του. Επίσης, μας αφηγούνταν διαρκώς ρατσιστικές επιθέσεις κι αυτό στο παιδικό μου μυαλό αποτελούσε μεγάλο φόβο, πάντα ήμουν καχύποπτος με τους ανθρώπους, δεν μιλούσα και δεν κυκλοφορούσα μόνος μου ποτέ. Είναι και κάποια βλέμματα που σε πληγώνουν ως παιδί, γιατί αναρωτιέσαι τι φταίει, το χρώμα σου ή η καταγωγή σου. Τώρα όμως νιώθω πως τα πράγματα έχουν βελτιωθεί – έτσι μαθαίνω – τουλάχιστον σε θέματα γραφειοκρατίας σε θέματα ρατσισμού ίσως όχι.
Η χώρα από την οποία κατάγομαι είναι όμορφη. Δεν είναι όπως την δείχνουν στα social media. Μην πιστεύετε ό,τι βλέπετε σε αυτά. Ο κάθε ένας πιστεύει σε ό,τι θέλει και ζει όπως του αρέσει. Μπορείς να ζήσεις στο Ιράκ – με μια καλή δουλειά – και ας υπάρχουν αρκετοί φτωχοί, είναι όπως εδώ. Θα ήθελα να επισκέπτομαι την πατρίδα μου αλλά όχι να γυρίσω εκεί μόνιμα. Υπάρχουν αρκετά οικογενειακά προβλήματα και θέματα με την κυβέρνηση. Οι Τουρκία πάντα μας προκαλεί και σκοτώνει τον λαό μας μεταξύ αυτών είναι και γυναικόπαιδα καθώς και άμαχος πληθυσμός. Μας σκοτώνουν άδικα. Μου αρέσει η Ελλάδα, θα ήθελα πολύ να μάθω ελληνικά και να αποκτήσω έναν στόχο για να τα καταφέρω εδώ όπως τα κατάφερε ο πατέρας μου. Δεν θέλω να ξαναζήσω τον διωγμό ή τον πόλεμο.”
Ο Uddin md Nashin δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν έχει φίλους αλλά έχει καταφέρει να ανοίξει το δικό του μίνι μάρκετ όπου σε αυτό οι Έλληνες τον στηρίζουν
“Ήρθα στην Ελλάδα πριν από 25 χρόνια, έφυγα από την πατρίδα μου, το Μπαγκλαντές γιατί εδώ μου ήταν πιο εύκολο να ανοίξω μαγαζί, για αρχή είχα πάει στην Αθήνα, έφυγα από εκεί το 2010 και ήρθα στην Θεσσαλονίκη. Η πόλη μας -γιατί πλέον κι εμένα η πατρίδα μου είναι- , μου αρέσει πολύ οι άνθρωποι της με αγαπάνε και τους αγαπάω, κι αυτό το εκτιμώ πολύ.
Δεν μιλάω καλά ελληνικά αλλά προσπαθώ κάθε μέρα με τις συναναστροφές μου να αναπτύσσω το λεξιλόγιο μου. Ούτε μου ήταν εύκολο να προσαρμοστώ, δέχθηκα αρκετές ρατσιστικές επιθέσεις τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, αλλά ήταν κάτι που το γνώριζα, δεν δέχονται εύκολα οι άνθρωποι κάποιον που δεν είναι σαν αυτούς. Μου είναι δύσκολο να κάνω φίλους και δεν εμπιστεύομαι εύκολα, έπειτα από αυτά που μου έχουν συμβεί. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ για να συντηρώ τον εαυτό μου.
Η οικογένεια μου έμεινε πίσω. Τους αγαπάω και μου λείπουν αφάνταστα, κάθε φορά που μπορώ τους επισκέπτομαι και τους στηρίζω οικονομικά. Πέρα από την οικογένεια μου, μου λείπει η χώρα και ο κόσμος της αλλά δεν ξέρω – ακόμα – αν θα γυρνούσα πίσω, ούτε το έχω σκεφτεί ακόμα. Η ζωή μου πλέον είναι διαφορετική, εδώ ζω και έχω παλέψει για αυτό, το έχτισα όλο μόνος μου”.
Αγαπάω τους Έλληνες, νιώθω την στήριξή τους καθημερινά. Έρχονται στο μαγαζί και αγοράζουν πράγματα ενώ παράλληλα προσπαθούν να μου μιλήσουν και να ανοίξουν συζητήσεις μαζί μου, με εμπιστεύονται και αυτό μου αρέσει. Και προσπαθώ κι εγώ μέρα με την μέρα να τους εμπιστεύομαι παραπάνω. Σέβομαι την χώρα που με βοήθησε να ζω όμορφα.”
Ο Hussein δουλεύει σε μαγαζί με κινητά και συσκευές. Ήταν αυτός που από τα εννιά αδέρφια του έφυγε από το Πακιστάν για να συνεισφέρει οικονομικώς στην οικογένεια του.
“Ήρθα στην Ελλάδα μόνος μου το 2008 όταν ήμουν 18 ετών, πρώτα στην Αθήνα όπου και εργάστηκα πρώτη φορά αλλά κατέληξα στην Θεσσαλονίκη. Πέθανε ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει, δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να επιβιώσουμε. Κάποιος έπρεπε να βοηθήσει την οικογένεια και το έκανα εγώ που ήμουν ο μεγαλύτερος.
Η προσαρμογή μου δεν ήταν απλή, τα ελληνικά μου φαινόντουσαν πολύ δύσκολα και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με κανέναν. Απλά δούλευα, δεν είχα κανέναν φίλο, ή συγγενή εδώ ήμουν ολομόναχος, ενώ συνεχώς δεχόμουν ρατσισμό αλλά εγώ δεν κράτησα κακία σε κανέναν, αντιλαμβάνομαι την καχυποψία των ανθρώπων αλλά δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο και αυτό θα ήθελα να το ξεκαθαρίσω. Πλέον όμως έμαθα και την γλώσσα και να πατάω στα πόδια μου.
Το Πακιστάν μου λείπει και η οικογένεια μου, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω θα ήθελα να σπουδάσω, ήταν κάτι που είχα αρχίσει τότε αλλά η ζωή τα έφερε αλλιώς και χρειάστηκε να τα αφήσω όλα για να ζήσω την οικογένεια μου με όποιο κόστος είχε αυτό στην δική μου ζωή.
Τώρα το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω κάθε μέρα στο μαγαζί, ο κόσμος δεν έρχεται συχνά σε τέτοια καταστήματα, δεν τα εμπιστεύεται και δεν έχουμε πολύ επικοινωνία με τους έλληνες, αλλά είμαστε κι εμείς πληροφορικάριοι και έμποροι σαν όλους τους άλλους.
Επισκέπτομαι την χώρα μου κάθε χρόνο, όλοι εκεί είναι. Εδώ δεν έχω φίλους ούτε παρέες, όποτε βγαίνω το κάνω μονάχος, είναι σκληρή η μοναξιά ειδικά όταν βρίσκεσαι σε μία χώρα χωρίς ένα οικείο περιβάλλον, πίστευα πως αν μάθω ελληνικά θα πάνε όλα πολύ καλύτερα έκανα λάθος… μου αρέσει η ελληνική κουζίνα και τακτικά επισκέπτομαι τα ελληνικά εστιατόρια της γειτονιάς και για να τα στηρίξω και γιατί αγαπώ τις γεύσεις τους. Θα ήθελα να έχω φίλους εδώ αλλά έχω αποδεχτεί τα πράγματα όπως έχουν – πως η ζωή μου δεν είναι κανονική… Δεν ξέρω αν θα γύριζα εκεί γιατί έχω φτύσει αίμα για να φτάσω ως εδώ. Το μόνο που σκέφτομαι πάντα είναι πως θα ήταν η ζωή μου αν έκανα κάτι για εμένα, έχω μάθει όμως πως δεν ξέρεις που θα είσαι την επόμενη μέρα οπότε δεν αποκλείω τίποτα”.