Στο πιο παλιό παντοπωλείο της Θεσσαλονίκης

Αν περπατήσει κανείς μετά τις εργατικές κατοικίες και τις δωδεκαόροφες της Ξηροκρήνης, πίσω από την Αγία Παρασκευή, πέφτει πάνω σε ένα γραφικό σπιτάκι.

Γιώργος Τσιτιρίδης
στο-πιο-παλιό-παντοπωλείο-της-θεσσαλο-500510
Γιώργος Τσιτιρίδης

Βρίσκεται στην περιοχή της Ξηροκρήνης, μετά τις εργατικές κατοικίες, σε ένα διώροφο σπίτι με αυλή και μπαλκόνια που χτίστηκε το 1922, όταν οι πρόσφυγες ήρθαν στην περιοχή. Λειτουργεί από το 1932 και είναι το παλαιότερο παντοπωλείο της Θεσσαλονίκης.

Αν περπατήσει κανείς μετά τις εργατικές κατοικίες και τις δωδεκαόροφες της Ξηροκρήνης, πίσω από την Αγία Παρασκευή, πέφτει πάνω σε ένα γραφικό σπιτάκι από αυτά τα διώροφα με τις αυλές, τις ωραίες σκάλες, τα μπαλκόνια και τα κεραμίδια. Κάτω από το σπίτι βρίσκεται ένα παντοπωλείο που σε γυρνάει σε εποχές παλιές, που υπάρχουν πλέον μόνο στις ελληνικές ταινίες. Ένα ξύλινο ντουλάπι με ψωμιά, η ζυγαριά, ένα παλαιού τύπου ψυγείο και ξύλινα ράφια με τα είδη πρώτης ανάγκης, μακαρόνια, ζάχαρη, απορρυπαντικά, μπαχαρικά, αλάτι.

Πρόκειται για ένα σπίτι που χτίστηκε μετά το 1922, όταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και την συνοικία Ξηροκρήνη της Κωνσταντινούπολης βρέθηκαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Θεσσαλονίκη και αποφάσισαν να αναβιώσουν την παλιά τους γειτονιά σε μια περιοχή που τότε είχε χαμηλά ξύλινα σπιτάκια εβραίων, παράγκες από λαμαρίνα, στις οποίες έμεναν τσιγγάνοι, λάσπη, κρύο και φτώχεια. Το σπίτι έχει μεγάλη ιστορία, μιας και από αυτό πέρασαν πολλές γενιές. Οι πρώτοι ένοικοι το άφησαν στα παιδιά τους και αυτοί στα δικά τους παιδιά, τα οποία άνοιξαν στο ισόγειο του σπιτιού ένα παντοπωλείο. Το 1977 πέρασε στα χέρια της επόμενης γενιάς, που μέχρι και σήμερα, σε πείσμα των καιρών, το κρατά ανοιχτό, περιμένοντας να περάσει στους νεότερους. Στα δωμάτια δίπλα από το μαγαζί, αλλά και στον επάνω όροφο, έμενε η οικογένεια, που από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζει και διαμένει σε αυτό. Απέναντι από τον δρόμο που τότε ήταν χωματόδρομος, ένα καφενείο που δεν υπάρχει πια έβγαζε καρέκλες και τραπεζάκια. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, διασκέδαζε, μιλούσε, χαμογελούσε, ζούσε τους ρυθμούς της καθημερινότητας της γειτονιάς.

Σε έναν οικισμό που σήμερα δεν θυμίζει τίποτα σχεδόν από το παρελθόν και τον οποίο περιγράφουν με μεγάλη νοσταλγία οι ηλικιωμένοι ως τον ομορφότερο της πόλης, με αυλές, χαμηλά σπίτια και ωραία καταστήματα, η γωνία όπου συνυπάρχει η αυλή, το σπίτι και το παντοπωλείο, εικόνα μιας καρτ-ποστάλ από την εποχή που ο κόσμος όλος ήταν η γειτονιά, οι αυλές της. Τίποτα δεν υπήρχε έξω από αυτόν, μιας και αυτός αρκούσε για να είναι κανείς πλήρης και ευτυχισμένος. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα