Στον Αμφιτρύωνα του Βογιατζή
Πήγα νωρίς. Ήθελα να δω την πόλη στο φως του δειλινού, ήθελα να μιλήσω με έναν καλό φίλο καθισμένοι στα ξύλινα περίπτερα του Θεάτρου Δάσους, για το καλοκαίρι που τελειώνει και το πρωτόγνωρο φθινόπωρο που έρχεται, ήθελα ακόμη λίγο χρόνο για να προετοιμαστώ, εκεί πάνω από την πόλη με ένα δροσερό αεράκι να με ξυπνάει […]
Πήγα νωρίς. Ήθελα να δω την πόλη στο φως του δειλινού, ήθελα να μιλήσω με έναν καλό φίλο καθισμένοι στα ξύλινα περίπτερα του Θεάτρου Δάσους, για το καλοκαίρι που τελειώνει και το πρωτόγνωρο φθινόπωρο που έρχεται, ήθελα ακόμη λίγο χρόνο για να προετοιμαστώ, εκεί πάνω από την πόλη με ένα δροσερό αεράκι να με ξυπνάει μετά από έναν τρίμηνο σχεδόν καύσωνα.
Τα οικονομικά, οι υποχρεώσεις, φέτος πρώτη χρονιά με οδήγησαν στην απόφαση να μηn παρακολουθήσω καμιά παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών. Με ζήλια μικρού παιδιού διάβαζα τις γνώμες των φιλών για τη «Δεσποινίδα Τζουλια» της Katie Mitchell, το «InSenso» του Μιχαηλ Μαρμαρινου, τον «Αμφιτρύωνα» του Λεύτερη Βογιατζη. Σε άλλους άρεσαν σε άλλους φανήκαν αδιάφορες, υπήρξαν κι αυτοί που έπληξαν. Έτσι είναι όμως η Τέχνη, σου αφήνει το περιθώριο να επιλέξεις αυτό που σε αφορά, να δοκιμάζεις το γούστο σου, να διαφωνείς με φίλους, κάτι σαν επιλεκτική τροφή για το μυαλό, να μη σκουριάζει από την καθημερινότητα.
Μια από τις παραστάσεις, που σε άλλες εποχές θα τηλεφωνούσα στο θεατρόφιλο ταξιτζή και φίλο μου πια Μανώλη και θα πηγαίναμε αυθημερόν ως την Επίδαυρο να τη δούμε, ήταν κι ο «Αμφιτρύωνας» του Μολιέρου, η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Λεύτερη Βογιατζή. Δεν μπόρεσα, όμως. Για καλή μου τύχη ο Αμφιτρύωνας ηρθε στη Θεσσαλονίκη. Αφήνοντας το ξύλινο παγκάκι του Δάσους προχωρήσαμε στην είσοδο του θεάτρου, είχε αρχίσει να νυχτώνει, κόσμος μαζευότανε μπροστά στην κλειστή πόρτα, φίλοι ηλιοκαμένοι κι άλλοι δυσκολοθώρητοι περίμεναν το σήμα της εισόδου, χαιρετισμοί από μακριά, ο Πρόδρομος , ο Κώστας, η Αλίκη, η Γιάννα, ο Στρατος κι ο Δημήτρης, ο Αχιλλέας, η Κλειώ-Δανάη, ο Γιώργος με όλο το team της Παράλλαξης, κι άλλοι πολλοί, μια Θεσσαλονίκη που δεν θα πάψω ποτέ να αγαπώ, γι’ αυτό που ποτέ δεν φανερώνει έτσι εύκολα στους περαστικούς της πόλης. Και επιτέλους οι πόρτες ανοίγουν, μια αγκαλιά στην ξενιτεμένη μου Καλλιρρόη, και με τη Μαρα και το Γιώργο προσπαθούμε να βρούμε μια καλή θέση, όχι μπροστά, ούτε πλάγια ως συνήθως. Ο Δημήτρης Δημητριάδης με το Δημήτρη και το Γιάννη είναι κοντά, ο Κώστας με τον Μοχάμεντ κάθονται μπροστά, γινόμαστε μια παρέα, αδημονούμε να αρχίσει η παράσταση.
Η παράσταση δεν άρχισε ποτέ. Ή καλύτερα, δεν άρχισε μια παράσταση Μολιέρου. Αντίθετα ένα παιχνίδι ξεκίνησε, ένα παιχνίδι σαν τεράστιο κουκλόσπιτο. Σαν αυτά που κάνανε δώρο παλιά στην αδελφή μου, που το άνοιγες κι ένας ολόκληρος μαγικός κόσμος ξεπεταγότανε από μέσα, όμορφα κορίτσια και στρατηγοί, μηχανισμοί και φανταχτερα κοστούμια, ξυλοπόδαροι και κολομπίνες, που απλά σε μάγευαν, κι εσύ ήθελες να παίξεις, να παίξεις μαζί τους ατέλειωτα, μέχρι να μην μπορείς άλλο. Να κοιμηθείς και να ονειρευτείς πως το παιχνίδι σου πήρε ζωή και είναι η ζωή σου πια κι εσύ μέσα σε αυτό. Γιατί ακριβώς αυτό έφτιαξε ο Λεύτερης Βογιατζης. Και μπήκα μέσα από το πρώτο δευτερόλεπτο, και κάθε φορά που ζωντάνευε κι ένα πιόνι, ήρωας, θεός, κοιτούσα μια το φεγγάρι, μια τη φωτισμένη πόλη και μια τη σκηνή κι έλεγα, παίξτε με και μένα. Μάθετε και σε μένα, πως μπορώ να δω τη ζωή σαν παιχνίδι, τους θεούς με πάθη και τους ερωτευμένους με ελαττώματα. Μάθετέ μου να μ’ αρέσει που δεν είμαι τέλειος. Δείξτε μου πως μπορώ, σαν παιχνίδι των θεών κι εγώ, να επιζήσω στο σκληρό κόσμο της αυριανής μου μέρας. Παρτε με μαζί σας απλοϊκοί δούλοι, ύπουλοι θεοί και ταλαντούχοι θεατρίνοι και μάθετέ με να παίζω, κι εγώ, κόντρα στα πάθη αυτών που μας εξουσιάζουν και όσων ξέμαθαν να ονειρεύονται, που μας ταλαιπωρούν. Κάντε με να πιστέψω ότι ο πιο πληκτικός Μολιέρος μπορεί να γίνει ένα παιχνίδι που αρκεί να καταθέσετε όλη σας την βιρτουοζιτέ και το δαιμονισμένο κέφι σας, για να αποκτήσει μια μαγική επικαιρότητα και μια βαθιά εσωτερική αναψυχή.
Η παράσταση τελειώνει, οι ήρωες -πιόνια υποκλίνονται, ο Λεύτερης Βογιατζης κατεβαίνει τα σκαλιά, υποκλίνεται μαζί τους, ο κόσμος χειροκροτεί. Κάποιοι δίπλα μου έχουν δακρύσει, σιγά σιγά όλοι σηκώνονται όρθιοι, το χειροκρότημα συνεχίζεται, τρέχω, τρέχω ανάμεσα σε κόσμο που συνεχίζει να χειροκροτεί, να προλάβω μια αγκαλιά κι ένα φιλί να δώσω στον κ. Λεύτερη. Δεν θυμάμαι να του είπα τίποτε την ώρα που τον αγκάλιαζα. Θυμάμαι τα υγρά του μάτια, την ευγενική του φωνη κατω από το καπέλο, μου φάνηκε σαν να μου είπε, «θα ξαναπαίξουμε ε;” κι εγώ απλά τον αγκάλιασα σφιχτά από την μέση και του ψιθύρισα … όχι δεν θα σας πω τι του ψιθύρισα. Στο δρόμο της επιστροφής, μάταια προσπαθούσε η Μαρα να με ρωτήσει τι είπαμε, το παιχνίδι αυτό που μας χάρισε ο κος Βογιατζης είναι μοναδικό για τον καθένα μας και απαιτεί την απόλυτη συνωμοτική σιωπή μας.
Θα ξαναπαίξουμε, ναι…