Ο συγκινητικός λόγος του Αχιλλέα Κυριακίδη για τον Γιώργο Καρυπίδη
Με πολλή συγκίνηση, διάχυτη στην αίθουσα Ολύμπιον, το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε τη μνήμη του σκηνοθέτη Γιώργου Καρυπίδη.
Εικόνες: Γιάννης Στεφανίδης, Motionteam
Με πολλή συγκίνηση, διάχυτη στην αίθουσα Ολύμπιον, το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε τη μνήμη του σκηνοθέτη Γιώργου Καρυπίδη (1946-2019) το Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019, με μια ειδική προβολή της ταινίας του «Στη σκιά του φόβου».
Πριν την προβολή, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, κάλεσε στη σκηνή τον συγγραφέα, σεναριογράφο, μεταφραστή, κινηματογραφιστή και αντιπρόεδρο του ΔΣ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Αχιλλέα Κυριακίδη, που αναφέρθηκε στο έργο και την προσωπικότητα του Γιώργου Καρυπίδη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία.
Αναλυτικά ο λόγος του:
Για τον Γιώργο Καρυπίδη
Ανάμεσα σ’ αυτούς που μετά την πτώση της χούντας επαναπατρίστηκαν από την Εσπερία και απέκτησαν ξανά επαφή με τα ελληνικά (όχι μόνο κινηματογραφικά) πράγματα, ήταν και ένας δημιουργός που έμελλε να αποδειχθεί περίτρανα από την ανεπίληπτη πολιτεία του ακέραιος, αδέκαστος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, ασυμβίβαστος, ανυστερόβουλος, αφίλαυτος, ευφυής, ευφάνταστος, ευγενής, φανατικά… αφανάτιστος και, πάνω απ’ όλα, ένας ελεύθερος άνθρωπος: ο Γιώργος Καρυπίδης. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, το 1946, με σημαντική θητεία στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτής εδώ της «σκεπτόμενης» μεγαλούπολης, ο Καρυπίδης επιστρέφει μετά από εικαστικές και κινηματογραφικές σπουδές στην Ολλανδία και τη Γερμανία (Βερολίνο), και, κατά (διόλου περίεργη) σύμπτωση, η ταινία μικρού μήκους του που προβάλλεται (και βραβεύεται) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1975 είναι ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη μάστιγα της μετανάστευσης. Το Τελευταίος σταθμός Κρόιτσμπεργκ (μια ματιά στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ελλήνων μεταναστών στο Βερολίνο κι ένας στοχασμός για τις εν γένει άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εν γένει και απανταχού μεταναστών) αποτελεί ακόμα και σήμερα ταινία αναφοράς, πρότυπο κοινωνιολογικού ντοκιμαντέρ, καθώς ο Καρυπίδης αποφεύγει, ως άλλος «πολυμήχανος», τις Σειρήνες του εύκολου συναισθηματισμού και της δημαγωγίας, και εστιάζει την «ψυχρή» διαλεκτική ματιά του στην καταγραφή των τραυμάτων απ’ τη βίαιη αποκοπή του ομφάλιου λώρου που συνέδεε τους μετανάστες με τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τις πολιτιστικές αξίες της μητρόπολης.
Αν, όπως έλεγε ο Κρίστιαν Γκρέινβιλ, «η ορθή διατύπωση της θεωρίας των auteurs είναι ότι κάθε auteur κινηματογραφεί με συνέπεια τις ιδεοληψίες του», τότε τίποτα δε μας εμποδίζει να διαγνώσουμε στον Καρυπίδη τη δική του εμμονή: τη φυγή. Οι ήρωες του Καρυπίδη βρίσκονται, θαρρείς, παγιδευμένοι σε μιαν αέναη φυγόκεντρη κίνηση, σε μια (σισύφεια) προσπάθεια να ξεφύγουν, ν’ αλλάξουν, να γνωρίσουν εαυτόν και τους άλλους. Τίποτα δε θα μπορούσε να το πιστοποιήσει αυτό πιο πανηγυρικά από το πρώτο πλάνο της επόμενης ταινίας του Καρυπίδη (πρώτη μεγάλου μήκους, πρώτη μυθοπλασία): Αναμέτρηση [ή: Επικίνδυνο παιχνίδι (1982)]: ο ήρωας της ταινίας στέκεται πάνω σε μια γέφυρα, κάτω απ’ την οποία περνάει το τρένο, ενώ στο βάθος δεσπόζει η λευκή οθόνη ενός θερινού κινηματογράφου. Αν προσθέσουμε και την απόφαση που γυροφέρνει εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του ήρωα (και που δε θ’ αργήσουμε να τη δούμε να υλοποιείται), την απόφαση να πάει για «διακοπές στο νησί», βρίσκουμε στις πεπερασμένες συντεταγμένες ενός και μόνο πλάνου τις αενάως μεταβλητές (και, άρα, απεριόριστες) συντεταγμένες ενός διαρκούς ταξιδιού, μιας αγωνιώδους αναζήτησης ενός αλλού, ενός άλλοθι – αγωνιώδους όσο και μάταιης, αφού οι Λαιστρυγόνες του ποιητή δεν καραδοκούν απλώς· ενυπάρχουν στην ίδια την απόφαση της φυγής, στο ίδιο το ταξίδι.
Η Αναμέτρηση είναι μια ταινία-αλληγορία και, σαν όλες τις καλές αλληγορίες, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη δράση-πρόσχημα του (υπο)νοουμένου. Στο νησί, ο νεαρός «φυγάς» θα γνωρίσει τη γυναίκα-αρχέτυπο των καλύτερων φιλμ νουάρ που στοίχειωσαν τα όνειρά του (και του Καρυπίδη), και θα μπλεχτεί μαζί της και για χάρη της σ’ ένα παιχνίδι επικίνδυνο, όχι γιατί κινδυνεύει η ζωή του, αλλά γιατί διακυβεύονται τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το αίσθημα και την ψευδαίσθηση. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, μετά το θάνατο(;) της γυναίκας, ο νεαρός προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει τη σκιά της, όπως τη στέλνει μια κινηματογραφική μηχανή πάνω σ’ έναν τοίχο – ένα ανελέητο και ανελέητα δισδιάστατο εκτόπλασμα.
Αυτή η σκιά μάς συνδέει (σχεδόν καββαλιστικά) με την επόμενη ταινία του Καρυπίδη, την αριστουργηματική Στη σκιά του φόβου (1988), όπου και πάλι ο Καρυπίδης ντύνει την αλληγορία των Λαιστρυγόνων του με το ένδυμα του θρίλερ (ένας μουσικός Ιωσήφ Κ. προσπαθεί να ξεφύγει από κάποιους που, ένα πρωί, τον διώκουν για πλαστογραφία), όπου και πάλι ο Καρυπίδης αφήνει τα πράγματα στο τέλος να πάρουν έναν ονειρικό, εξ ορισμού ανεξέλεγκτο δρόμο, τινάζοντας στον αέρα όλες τις επιταγές ενός αδέκαστου ρεαλισμού. Η ταινία είναι γεμάτη εικαστικά και σεναριακά ευρήματα που όχι μόνο δεν αναστέλλουν την εξέλιξη της πλοκής-πρόσχημα, αλλά, χάρη στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Καρυπίδη, προσδίδουν στην ταινία ένα ρυθμό δαιμονιώδη (και η λέξη ας διαβαστεί εν τη πλήρει αμφισημία της).
Το 1991, κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του Καρυπίδη Πρωταθλητής καταδύσεων. Η αναφορά στο βιβλίο, σ’ ένα κείμενο που είναι υποχρεωμένο να σταθεί στην κινηματογραφική δραστηριότητα του Καρυπίδη, δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να επιρρώσει τα προλεχθέντα· γιατί αν ο Καρυπίδης-σκηνοθέτης είναι ένας κινηματογραφιστής που κατ’ εξοχήν στοχάζεται, ο Καρυπίδης-συγγραφέας είναι ένας στοχαστής που κατ’ εξοχήν ορά ή οραματίζεται. Και βέβαια, οι εμμονές είναι οι ίδιες: η περιπλάνηση ως φυγή, ο θάνατος ως περιπλάνηση, η φυγή ως θάνατος, το φάντασμα ως σωτηρία. Το τεκμηριώνουν τα θέματα αλλά και οι τίτλοι των άλλων δύο βιβλίων του που ακολούθησαν: Η διάλεκτος του Σκορπιού (1998), έμμεση αναφορά στους κολασμένους αντι-ήρωες της Άγριας συμμορίας του Πέκινπα, και Ανατολικά της Ζανζιβάρης, ευθεία αναφορά στα μυθιστορήματα περιπετειών που τον γαλούχησαν, αλλά και στην ίδια τη μυθιστορηματική περιπέτεια της ζωής του.
Αυτό ακριβώς θα πρέπει να γοήτευσε τον Καρυπίδη στο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη Το πεθαμένο λικέρ, ώστε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο (1992): ένας θάνατος που προϋπάρχει της δράσης, που διαμορφώνει τις συνειδήσεις των ηρώων και σχεδόν υπαγορεύει τη συμπεριφορά τους. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι το βαρέλι μέσα στο οποίο (σύμφωνα με το μύθο) πνίγηκε η εργάτρια του ποτοποιείου, βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού, κοντά στα θεμέλια, κι εκεί κατεβαίνουν τα τρία αδέλφια όταν είναι να ορκιστούν αμοιβαία πίστη έως θανάτου.
Ο Καρυπίδης, διασκευάζοντας το πολυδιαβασμένο βιβλίο του Ξανθούλη, επέλεξε συνειδητά να σεβαστεί πρώτα απ’ όλα την αίσθηση των πραγμάτων˙ αυτό, δηλαδή, που κάποιος θα μπορούσε να το ονομάσει «ατμόσφαιρα». Όμως η σχέση του σκηνοθέτη με το θέμα του είναι καθαρά σχέση αισθήσεων, ο θεατής σχεδόν οσφραίνεται το καλοκαιρινό απόβραδο στον κήπο του αθηναϊκού σπιτιού του ’50, σχεδόν γεύεται το «πεθαμένο λικέρ», σχεδόν αγγίζει τα αντικείμενα της εποχής με τα οποία ερωτοτροπεί ο φακός, όχι εν ονόματι μιας νατουραλιστικής υστερίας, αλλά γιατί τα αντικείμενα είναι φορτισμένα με την άκρα δραματικότητα του να έχουν επιζήσει των ανθρώπων. Το πεθαμένο λικέρ είναι μια ταινία χαμηλόφωνη, τρυφερή (σαν τον δημιουργό της), που τολμάει να ξανοιχτεί στο όνειρο και δε φοβάται να νοσταλγήσει.
Ο περιορισμός του χρόνου με αναγκάζει να περάσω με κάποια –συγγνωστή, ελπίζω– σπουδή από τις δύο τελευταίες κινηματογραφικές δημιουργίες του Καρυπίδη, για να επιστρέψω στο capolavoro του πριν σας αφήσω να το απολαύσετε. Σ’ αυτές τις δύο ταινίες [Μαγεμένοι (1995) και Ουτοπία (2004)], ο Καρυπίδης δοκιμάζει τις εμμονές του in vitro: εννοώ ότι και στις δύο ταινίες η αφήγηση εξελίσσεται σ’ ένα εργαστήριο ιδιωτικό, κλειστό, απόρθητο, όπου ο δημιουργός μηρυκάζει τις εμπειρίες και τις μνήμες του (μεταξύ άλλων, το Persona του Μπέργκμαν στην πρώτη ταινία, τα καλύτερα αμερικανικά νεο-νουάρ στη δεύτερη), τις αναμοχλεύει στους δοκιμαστικούς σωλήνες του φανταστικού κι αφήνει να προκύψουν όχι πια συνθέσεις, χημικές ή άλλες, αλλά αποσυνθέσεις του ορθολογικού και συναρπαστικές αναστροφές της ροής του χρόνου, αυτής της ροής που συνηθίζουμε να τη θεωρούμε ευθύγραμμη και που έπρεπε να εμφανιστούν ο Αϊζενστάιν, ο Ουέλς και ο Γκοντάρ για να καταλάβουμε ότι, απ’ όλες τις τέχνες, μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να διαλύει πειστικά αυτή την αυταπάτη.
Στην ταινία Στη σκιά του φόβου, σε μιαν αριστουργηματική σκηνή που μάλλον πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, ο ήρωας, δέσμιος ενός θαρρείς οικουμενικού φόβου, σαν ένας άνθρωπος που έχει αναλάβει τη μεταφυσική αποστολή να φοβάται για λογαριασμό όλων μας και εις άφεσιν αμαρτιών μας, προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τους βαρβάρους, νομίζοντας ότι θα το κατορθώσει αλλάζοντας τόπο. Ο Καρυπίδης τον ξαναβρίσκει σε μια πάμφωτη, επαρχιακή πλατεία. Στο πλάνο αυτό, στο βάθος, υπάρχει ένα υπαίθριο τραπεζάκι καφενείου. Μεσολαβεί ένα άλλο πλάνο, ελάχιστης διάρκειας, κι αμέσως μετά ξαναγυρίζουμε στο προηγούμενο. Αυτή τη φορά, όμως, πάνω στο τραπεζάκι ακτινοβολεί ένα ποτήρι, γεμάτο δροσερό νερό. Έτσι. Εκ του μηδενός. Συζητώντας τη σκηνή αυτή αργότερα με τον Καρυπίδη, του εξομολογήθηκα ότι αυτό το ποτήρι με φόβισε περισσότερο από κάθε καταδίωξη που είχε προηγηθεί, κάθε σωματική βία που είχε ασκηθεί πάνω στον ήρωα, κι ότι σίγουρα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μιαν απόλυτα επιτυχή εφαρμογή μιας τεχνικής, για την οποία μόνο η ποίηση μπορεί να επαίρεται ότι σχεδόν τη μονοπωλεί: μιλώ γι’ αυτή την ακαριαία, τη συχνά αιφνιδιαστική μεταλλαγή του ελάσσονος σε μείζον μέσα από έναν εκθαμβωτικά αυτάρκη στίχο. Και, βέβαια, αναφέρθηκα στο στίχο του Έλλιοτ από την Έρημη Χώρα («Μέσα σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο»).
«Έχασα τα πάντα για να κερδίσω τα πάντα» ακούγεται στο τέλος των Μαγεμένων. ‘Η: «Έπεσα για να σηκωθώ». Ή: «Καταδύθηκα για ν’ αναδυθώ». Κι αυτή είναι η ευγενής κατάρα του ανθρώπου, του καλλιτέχνη, του πρωταθλητή καταδύσεων που ήταν ο Γιώργος Καρυπίδης σε όλη του ζωή: ένας πρωταθλητής που καταδυόταν καλύτερα για ν’ αναδυθεί καλύτερα, για ν’ αναδυθεί σεμνά, χωρίς πολλά νερά, και να ξανακάνει ήσυχα την ίδια γοητευτική, σισύφεια διαδρομή προς τον βατήρα.
Αγαπητοί φίλοι,
Ο Μπόρχες έλεγε ότι αποκαλούμε κάτι «τυχαίο» επειδή αγνοούμε τους νόμους μιας παράδοξης αιτιότητας που διέπει τα πάντα. Σήμερα τιμούμε έναν φίλο που έφυγε από κοντά μας. Σήμερα, όμως, είναι και 2 Νοεμβρίου, και στο Μεξικό εορτάζεται «Η Ημέρα των Νεκρών» (“El día de los muertos”). Στο Μεξικό των Zapatistas που τόσο σαγήνευσαν τον Γιώργο ώστε να ενταχθεί στο κίνημά τους, στο Μεξικό του Πέκινπα και του κατά τον Γιώργο καλύτερου Μπουνιουέλ, στο Μεξικό (μία Ημέρα των Νεκρών) όπου ο Πρόξενος Φέρμιν πνίγει τη ζωή του στο μεσκάλ, στο πολυαγαπημένο και των δυο μας μυθιστόρημα του Λόουρι Κάτω από το ηφαίστειο.
Μία φράση, ισπανική, στοιχειώνει αυτό το βιβλίο: “No se puede vivir sin amor” («Δεν μπορείς να ζεις χωρίς αγάπη»). Κι ο Γιώργος Καρυπίδης έζησε – και έζησε καλή ζωή. Γιατί αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ.