Τα δημοσιογραφικά στέκια στην παλιά Θεσσαλονίκη
Σπάνιο αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο διασώζει στιγμές από "Δημοσιογραφικά μερόνυχτα" στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και της Κατοχής
Ο λόγος είναι φροντισμένος, κοφτός, συχνά περιγραφικός, χωρίς να κουράζει. Αποκαλύπτει άνθρωπο που δούλεψε χιλιάδες μερόνυχτα πάνω σε χειρόγραφα και ξέρει καλά την τέχνη του γραψίματος. Και της αποσιώπησης.
Ένα σπάνιο αντίτυπο της αυτοβιογραφίας του ξεχασμένου σήμερα δημοσιογράφου της Θεσσαλονίκης Νίκου Κοντομήτρου, με τίτλο «Δημοσιογραφικά Μερόνυχτα – Σκίτσα από τη ζωή των συντακτών», είναι σχεδόν ό,τι απέμεινε από το πέρασμά του από τον κόσμο των εφημερίδων.
Μαζί με το βιβλίο ανασύρονται από τη λήθη σκελετοί από το ντουλάπι, ένοχα “μυστικά” σε μερικές από τις σκοτεινότερες σελίδες του Τύπου και της ιστορίας της πόλης…
Τα “Δημοσιογραφικά Μερόνυχτα” τα βρήκαμε στα παλαιοπωλεία του Μπιτ Παζάρ. Στις σελίδες του εξιστορεί στιγμές από τη ζωή ενός επαγγελματία γραφιά και των συναδέλφων του στις εφημερίδες, για περίπου 40 χρόνια.
Η αυτοβιογραφία του Νίκου Κοντομήτρου κυκλοφόρησε πριν από ακριβώς μισό αιώνα, τον Οκτώβριο του 1972. Διαβάζοντάς την, όσοι μπήκαμε στο σινάφι εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 καταλαβαίνουμε ότι τα χοντρά πειράγματα που ακούγαμε να ανταλλάσσονται σε παρέες των μεγαλύτερων δημοσιογράφων με επίκεντρο τον μακαρίτη φωτορεπόρτερ Γιάννη Κυριακίδη, έχουν παράδοση που φτάνει μέχρι τον Μεσοπόλεμο.
Ο Νίκος Κοντομήτρος αποφεύγει να μιλήσει για την προσωπική του ζωή. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν παρά μόνο ότι ήρθε στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη μάλλον γύρω στο 1925. Πριν από το 1930 εμφανίζεται να δουλεύει αθλητικογράφος στην εφημερίδα «Φως», πρώτα στην Αθήνα και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Ο Κοντομήτρος έχει λογοτεχνικό ταλέντο. Διασώζει τόπους και ονόματα, συνθήκες δουλειάς, αντιλήψεις, κώδικες επαγγελματικής ηθικής, ιστορίες μεγαλείου και ντροπής. Συχνά είναι εξομολογητικός και ειλικρινής, αλλά επίσης συχνά γίνεται φανερή η προσπάθεια που κάνει για εκ των υστέρων ωραιοποίηση -ή αποενοχοποίηση- για στάσεις και συμπεριφορές σε κρίσιμες στιγμές. Όπως γίνεται δηλαδή πολλές φορές στις αυτοβιογραφίες.
Περιγράφει γλαφυρά στιγμιότυπα από την πολύχρονη διαδρομή του στο σινάφι της πόλης, γράφει για άλλους συναδέλφους, παθήματα και χαριτωμένες ιστορίες.
Δεν κρύβει καθόλου την ιδεολογική του ταυτότητα (ήταν με την «σωστή πλευρά της Ιστορίας») θα λέγαμε σήμερα.
Συνεργάστηκε σχεδόν με όλες τις ελληνόγλωσσες εφημερίδες της εποχής, και με την κατοχική «Νέα Ευρώπη». Και δεν το κρύβει. Αυτό που αποσιωπά είναι ότι διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην επικοινωνιακή μεθόδευση της καταδίκης του (συναδέλφου του) Γρηγόρη Στακτόπουλου στην δυσώδη υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πόλκ στη Θεσσαλονίκη το 1948.
Όπως επίσης αποκρύπτει ότι υπήρξε αυτουργός του μεγαλύτερου ίσως fake news της δεκαετίας του ’40. Από κοινού με τον εκδότη Ι. Βελλίδη δημοσίευσε τον Μάρτιο του 1947 πρωτοσέλιδα συνέντευξη του Στάλιν στην εφημερίδα «Μακεδονία». Μουσαντένια, πλαστή από την αρχή μέχρι το τέλος.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν: Το μασούρι με τα 60 ταληράκια
Ο ίδιος τοποθετεί χρονικά την αρχή του βιβλίου, κάπου στη δεκαετία του ’20. (διατηρούμε την ορθογραφία του βιβλίου): Τα πρώτα βήματα που κάνει ένας δημοσιογράφος στο επάγγελμα μένουν οπωσδήποτε στη μνήμη του. Παίρνοντας το βάπτισμα της δουλειάς, αντιμετωπίζει πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα που του δημιουργούν και τις πρώτες εμπειρίες και θεμελιώνουν τη μετέπειτα πείρα του. Δύο τέτοιες εμπειρίες –από τις πολλές- θα τις μεταφέρω εδώ, γιατί χαρακτηρίζουν μια εποχή ανεπανάληπτη.
Περίμενα να πάρω τον πρώτο μου μισθό. Δεν υπήρχαν τότε συμβάσεις εργασίας, ούτε κατώτατα όρια και διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Τουλάχιστον στο «Φως», από όπου ξεκίνησα σαν βοηθός αθλητικού συντάκτου. Προηγουμένως ήμουνα άμισθος αθλητικός ανταποκριτής της εφημερίδας στην Αθήνα, μέχρις ότου εγκατασταθώ για δικούς μου λόγους στη Θεσσαλονίκη.
-Πες του να πιάση βοηθός σου, είπε ο αείμνηστος Δημοσθένης Ρίζος στον αθλητικό συντάκτη –και αθλητή του Ηρακλέους- Σταύρο Σταυρίδη.
Εγκαταστάθηκα έτσι στα γραφεία της εφημερίδας και γέμιζα χαρτιά. Κανένας δεν μου πε πόσα θα παίρνω, μέχρι τη μέρα που ο Ρίζος, καθώς από συνήθεια έκοβε βόλτες στα γραφεία, απόθεσε μπροστά μου, χωρίς καμιά κουβέντα, ένα μασούρι με κέρματα.
Οι διπλανοί μου, φρόντισαν να με ενημερώσουν:
Πάρτο. Τόσα θα παίρνης κάθε Σάββατο, κατά το σύστημα πληρωμής που επικρατούσε στο «Φως».
Τα μέτρησα. Εξήντα τάλληρα, δηλαδή τρακόσιες δραχμές τη βδομάδα. Ήταν η αρχή. Τα πρώτα οικονομικά βήματα, σε ένα στάδιο που βάσταξε, με πολλά σκαμπανεβάσματα, σαράντα και πάνω χρόνια. Αξέχαστα, αλήθεια χρόνια.
Αυτοσχέδια χαρτοπαιχτική λέσχη στην Πλάτωνος
Επικρατούσαν όμως τότε κι άλλα έθιμα στο «Φως» (κάπου στην οδό Πλάτωνος). Τότε που δεν υπήρχαν μέρες αργίας στον Τύπο και οι εφημερίδες βγαίνανε τακτικά, γιορτή καθημερινή, που ήταν άγνωστα τα δώρα εορτών και τα επιδόματα αδείας, που ήταν άγνωστη ακόμα η θερινή ανάπαυση του συντάκτου, ο Ρίζος είχε καθιερώσει, με προσωπική του πρωτοβουλία, το διπλό βδομαδιάτικο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πάντα σε κέρματα, τάλληρα και δεκάδραχμα. Αυτό το διπλό βδομαδιάτικο είχε τη δική του σκοπιμότητα: Το βράδυ, μετά το τέλος της δουλειάς, στρώνονταν κατάλληλα τα τραπέζια της συντάξεως και επιδίδονταν, όσοι πιστοί, στο χαρτοπαίγνιο ‘για το καλό του χρόνου’».
Εκτός από τις αυτοσχέδιες χαρτοπαιχτικές λέσχες, ο Κοντομήτρος αναφέρει και τα διασημότερα δημοσιογραφικά στέκια, τα μαγαζιά που σύχναζαν οι συντάκτες στις ελληνόγλωσσες εφημερίδες.
Στο ουζερί του Δαλαμάγκα
Το απόσπασμα «Το λαχείο του Δαλαμάγκα» αναφέρεται στην εποχή του Μεσοπολέμου. Αργότερα, στη διάρκεια της Κατοχής, ο Γιώργης Δαλαμάγκας θα κάνει τεράστια περιουσία, αλλά θα πεθάνει πάμφτωχος στο Λεμπέτ τη δεκαετία του ’70. Ο Κοντομήτρος θίγει με νοσταλγική διάθεση το πάθος του Γιώργη Δαλαμάγκα για τον τζόγο που τον οδήγησε αργότερα στη χρεοκοπία. «Τα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» τα διέσωσε ο Βασίλης Τσιτσάνης στο τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι».
Σταχυολογούμε από το βιβλίο: Ο Γιώργης ο Δαλαμάγκας διατηρούσε μια ουζερί, εκεί απέναντι στον κινηματογράφο «Διονύσια» (Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή). Τακτικά δε, σύχναζαν σ’ αυτήν και δημοσιογράφοι που αρέσκονταν να ακούν τον καταστηματάρχη αφηγούμενο με χιούμορ διάφορα περιστατικά σε βάρος γνωστών Θεσσαλονικέων και δημιουργούνταν μια φιλική ανάμεσα σε όλους ατμόσφαιρα. Τακτικός θαμών και ο φωτορεπόρτερ Ιορδανίδης, είχε μια μέρα την έμπνευση:
– Είδα, χωρίς να το ξέρη, τον αριθμό ενός λαχείου που έχει ο Γιώργης. Είναι ο τάδε. Σήμερα κληρώνονται τα λαχεία. Τι λες; Μπορείς να του σκαρώσεις τίποτα να γελάσουμε;
Άρεσε η ιδέα. Και μεταξύ ενός ούζου και μεζέ, το φιάσκο μπήκε στα σκαριά. Πήγα αμέσως στη «Νέα Αλήθεια» που θα κυκλοφορούσε κατά τις τέσσερες με τους κερδισμένους αριθμούς και εξασφάλισα τη συνενοχή των Κουσκουραίων. Θα έβαζαν στα κείμενά τους, σαν πρώτο αριθμό εκείνον του Δαλαμάγκα, ώστε αν ρωτούσε ή αν πήγαινε στα τυπογραφεία τους για να βεβαιωθή, να τον έβλεπε. Φυσικά δε, στην κανονική εκτύπωση, θα περιλαμβάνονταν ο κανονικός αριθμός. Ύστερα, ξαναγύρισα στην ουζερί, για να αρχίσω εξιστορώντας στον Ιορδανίδη, την δήθεν ατυχία μου που για έναν αριθμό έχασαν τον πρώτο λαχνό. Αυτά γινόταν σε υψηλό τόνο, ο οποίος προκάλεσε την περιέργεια του Γιώργη.
– Τι έγινε; Κληρώθηκαν τα λαχεία;
– Κληρώθηκαν μωρέ Γιώργη, που να ταν μαύρη η ώρα.
– Ποιος είναι ο πρώτος αριθμός;
– Εδώ είναι η τραγωδία. Φαντάσου ότι έχω το 22509, ας πούμε και κέρδισε το 22508… Είναι να μην σκας;
– Στο άκουσμα του «τυχερού» αριθμού ο Γιώργης τινάχθηκε.
– Αν λες αλήθεια, μάρτυρες όλοι θα σου κάμω ένα κοστούμι της εκλογής σου.
– Άντε!
– Να σε χαρώ! Θα τώχει η «Αλήθεια»;
– Μπορεί να μην τώχη;
– Πάω.
Και έφυγε τρεχάτος για τη «Νέα Αλήθεια».
Τελικά, αφηγείται ο Κοντομήτρος, ο Δαλαμάγκας ξεγελάστηκε βλέποντας τον «τυχερό» αριθμό στη «Νέα Αλήθεια» και διέταξε να κεράσουν όλο το μαγαζί. Οι θαμώνες το έριξαν στο τζάμπα φαγοπότι, τα κεράσματα του κόστισαν 600 δραχμές, είπε στη γυναίκα του να αγοράσει εκείνο το φόρεμα που ήθελε κι όταν κατάλαβε το φιάσκο είπε «χαλάλι».
Στο «Ίλιον»
Στην ενότητα «Στα δύσκολα χρόνια» (1940-1950) ο Κοντομήτρος γράφει: Μόλις είχε εκραγεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Καταπτοημένοι πολλοί κάτοικοι των πόλεων, ήταν σε αγωνιώδη αναμονή της ιταλικής αεροπορίας, και προπαντός τις ηλιόλουστες μέρες που τις προτιμούσαν οι Ιταλοί.
Κάτι τέτοιες μέρες χωρίς καμιά προσυνεννόηση, πιάναμε πρωί πρωί ένα κάθισμα στο «Ίλιον» (σ.σ. γωνία Αγίας Σοφίας και Μητροπόλεως), τάχα για καφέ. Στην πραγματικότητα από προνοητικότητα γιατί το απέναντι μέγαρο Κολιούσκα, νεόκτιστο όπως ήταν, διέθετε έλεγαν μεγάλο και ασφαλές καταφύγιο.
Πρώτος και καλλίτερος στον… καφέ ο μακαρίτης Νίκος Φαρδής (σ.σ. δημοσιογράφος στη “Μακεδονία”, είχε πρωτοστατήσει το 1931 στον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ) και ύστερα, οι επίσης μακαρίτες Βασίλης Μεσολογγίτης και Βασίλης Βεκιάρης, εγώ και μερικοί άλλοι. Καθόμασταν κοντά στην πόρτα, κι όταν ο καιρός ήταν καλός, έξω στο πεζοδρόμιο με τεταμένη την ακοή και τιναζόμασταν κάθε φορά που το μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου μας έκαμνε να νομίζουμε πως ήταν σειρήνα.
Ο πρώτος που έπιανε θέση στο «Ίλιον», έβλεπε στο απέναντι πεζοδρόμιο να κόβη βόλτες ο μακαρίτης Ανδρέας Γιαννιός, με το βαρύ και σιγανό του βήμα και με πάκα εφημερίδες κάτω από τη μασχάλη του.
– Βρε Γιαννιέ, φωνάζει ο Μεσολογγίτης. Έλα να πάρης έναν καφέ.
– Ευχαριστώ, απαντούσε αυτός, κάποιον περιμένω.
Με την πάροδο των ημερών, όλοι μας καταλάβαμε ότι αυτόν που περίμενε ο Γιαννιός τον περιμέναμε κι εμείς. Κι όσο δεν ερχόταν, τόσο αγωνιούσαμε, μέχρι των πρώτων απογευματινών ωρών που διαλύαμε την επιφυλακή μας, μια που, ως τότε, δεν ήταν τις συνήθειες των Ιταλών να μας επισκέπτονται μετά το μεσημέρι.
Το πιο σπουδαίο ήταν, πως κανένας μας δεν ωμολογούσε ότι φοβόταν τους συναγερμούς. Στους περαστικούς, που μας ρωτούσαν, λέγαμε πως είχαμε κάποια… σύσκεψη, αλλά και μεταξύ μας προφασιζόμασταν είτε τον καλό καφέ, είτε την… δροσιά, είτε την παρέα που μας συγκέντρωνε στο «Ίλιον». Η καρδιά μας όμως, ήξερε την αλήθεια…
Στην «Κληματαριά» της οδού Αγίας Σοφίας
Την ίδια εποχή, ένα μεσημέρι, κατάμεστη η «Κληματαριά» της οδού Αγίας Σοφίας. Οι θαμώνες έτρωγαν κι έπιναν, ενώ το ραδιόφωνο μετέδιδε τα ενθουσιώδη τραγούδια της Βέμπο. Μια μεγάλη δημοσιογραφική συντροφιά, ήταν η ζωηρότερη, καθώς μάλιστα, είχε περάση η ώρα πιθανού συναγερμού. Και τότε, παρουσιάσθηκε στην πόρτα και την έκλεισε με το ψηλό του μπόι, ο διευθυντής του κέντρου, ο μακαρίτης Δάβαρης, και με ήρεμο τόνο, για να αποτρέψη πανικό, αποτάθηκε στη θορυβώδη ομήγυρη:
– Σιγά!… Σιγά!.. Σιγά!… Συναγερμός!
Για πότε τινάχθηκαν οι πιο πολλοί από τις καρέκλες τους; Για πότε, εμείς τουλάχιστον, βρεθήκαμε στο καταφύγιο του Κολιούσκα;
Ομολογώ, πως ήμουν από τους πρώτους που μπήκα στο καταφύγιο, για να αντικρύσω, όρθιους στο βάθος, πάνω σε ένα πεζούλι που υπήρχε, τους Μεσολογγίτην και Φαρδήν. Μαζί καθόμασταν στο τραπέζι και δεν μπορούσα να καταλάβω, πώς ήταν δυνατό, πιο ηλικιωμένοι από μένα, να με υποσκελίσουν. Εν τούτοις! Εκείνη την εποχή, ο φόβος έβαζε, φαίνεται, φτερά στα πόδια…».
* Η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει την οδό Αγίας Σοφίας το 1930, εκεί που ήταν συγκεντρωμένα τα στέκια των δημοσιογράφων που εργάζονταν στις ελληνόγλωσσες εφημερίδες της εποχής. Πηγή: Ομάδα Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης – Old Photos of Thessaloniki