Τα ήσυχα βράδια που η Θεσσαλονίκη θα μοιάζει σαν μεγάλο καράβι που θα σαι μέσα κι εσύ
Οι Αυγουστιάτικες μέρες και νύχτες της πόλης με την ησυχία των κεντρικών δρόμων να τρυπάει το αυτί σου
Μία γυναίκα κάθεται σε ένα παγκάκι μπροστά στον Λευκό Πύργο και καπνίζει, γύρω της ερημιά, μονάχα μερικοί τουρίστες που πλησιάζουν τα καραβάκια για να κάνουν την βόλτα τους στον Θερμαϊκό.
Παραδίπλα ένας πλανόδιος με μπαλόνια περπατά νωχελικά πλάι σε έναν μουσικό του δρόμου. Ποτέ η πόλη δεν βυθίζεται στις μελωδίες ενός έγχορδου, πάντα οι νότες της καλύπτονται από τις κόρνες και την κίνηση.
Στην Ικτίνου, τα διαχρονικά στέκια, στέκουν άδεια μετρώντας ελάχιστα τραπέζια που απολαμβάνουν την καλοκαιρινή αστική νύχτα, επειδή ίσως δεν στάθηκαν τυχεροί, ή δεν βρήκαν το μηνιάτικο που έπρεπε να διαθέσουν για να επισκεφθούν έναν κοντινό προορισμό σαν την Χαλκιδική.
Τα φώτα από το Λιμάνι που αποτέλεσαν έμπνευση για σπουδαίους καλλιτέχνες, τώρα αντανακλούν, την ομορφιά της ήσυχης Θεσσαλονίκης, που κοντοστέκεται χωρίς φαμφάρες μόνη της και βυθίζεται στην αγκαλιά των λίγων.
Στα Λαδάδικα ακούς μονάχα Βαλκανικές συνομιλίες, και μαχαιροπίρουνα που κόβουν στα δύο τους κατεψυγμένους μεζέδες.
Τα θερινά σινεμά γίνονται καταφύγιο για εκείνους που προσπαθούν να μεταφερθούν κάπου αλλού γιατί ασφυκτιούν από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της ζέστης και υγρασίας, απέναντι από την μεγάλη οθόνη, ελάχιστοι ένοικοι με ένα στριφτό τσιγάρο στο χέρι, προσπαθούν να ξεκλέψουν μία μικρή σκηνή από την ταινία.
Πιτσιρικάδες, ξαπλώνουν στην αυλή της Αγίας Σοφίας. Το καυτό μάρμαρο μοιάζει παράδεισος μπροστά στο τσιμέντο. Η μπίρα από το περίπτερο τους δροσίζει τα χέρια.
Οι μεγάλες πιάτσες των bars, κατέβασαν ρολά. “Πάμε διακοπές,” έγραψαν σε ένα κομμάτι χαρτί. Όσα απέμειναν ανοιχτά υποδέχονται υπομονετικά κάτω από την ζέστη εκείνους που ψάχνουν την συντροφιά, σε μία πόλη άδεια.
Σερβιτόρες και πελάτες στέκονται αντίκρυ σαν να ανταλλάσσουν τις πιο σημαντικές κουβέντες της ζωής τους. Η γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία με το δροσερό νυχτικό της, καθισμένη σε ένα σκαμπό τους κοιτά, με βλέμμα μοναχικό σαν κι εκείνη να θέλει λίγο παρέα και σκουπίζει το μέτωπο της με μια χαρτοπετσέτα.
Oι γάτες στην γειτονιά ξαπλώνουν στις άδεις θέσεις των parking, σαν να τους ανήκει όλο το κέντρο.
Σκηνές μίας νωχελικής ταινίας, με αργούς ρυθμούς, εκτυλίσσονται τις νύχτες στην πόλη.
Όπως λέει και ο ΛΕΞ “τον Αύγουστο η Σαλούγκα είναι η αυλή μας, πηγαίνουμε στον Θερμαϊκό για ψάρεμα, γυρνάμε με παντόφλες σαν τουρίστες, στις καντίνες και τα εικοσιτετράωρα.” Αυτή είναι η πόλη μας και ίσως μοναχική να είναι λίγο πιο ρομαντική.
*Μυρτώ Τούλα
Ο ήλιος πέφτει, τα χρώματα του γεμίζουν την πόλη, ο Θερμαϊκός βυθίζεται στις πορφυρές αποχρώσεις του καλοκαιριού, με φόντο μία Ελλάδα που φλέγεται.
Το σούρουπο του Αυγούστου δεν μοιάζει σε τίποτε με εκείνα που συνηθίσαμε τον χειμώνα, όλα είναι ήρεμα, η πόλη αλλάζει soundtrack παραδίνεται στους φυσικούς της ήχους.
Ένα απογευματινό του Αυγούστου, αυτές τις μέρες που όλοι έχουν φύγει διακοπές, η Θεσσαλονίκη μένει πιο ήσυχη από άλλες φορές. Οι δρόμοι μοιάζουν να έχουν αδειάσει, με το μηχανάκι τριγυρνάς δίχως να χρειάζεται να προσπεράσεις την κίνηση που δημιουργούν τα αμάξια.
Ο ήλιος πέφτει, τα χρώματα του γεμίζουν την πόλη, ο Θερμαϊκός βυθίζεται στις πορφυρές αποχρώσεις του καλοκαιριού, με φόντο μία Ελλάδα που φλέγεται.
Το σούρουπο του Αυγούστου δεν μοιάζει σε τίποτε με εκείνα που συνηθίσαμε τον χειμώνα, όλα είναι ήρεμα, η πόλη αλλάζει soundtrack παραδίνεται στους φυσικούς της ήχους.
Οι κεντρικοί της άξονες, άδειοι, μοναχικοί.
Κάποτε γνώριζαν την δόξα, σήμερα κρύβονται πίσω από τα ενοικιάζονται και τους ελάχιστες τουρίστες που ψάχνουν τα υπό εξαφάνιση μικρά μαγαζιά.
Η υγρασία σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες, λιώνει το κορμί σου, ο ιδρώτας σου κυλάει στα ρούχα, οι άδειοι δρόμοι αναζητούν την περπατησιά σου, τα παγκάκια κραυγάζουν για παρέα.
Στην Αγίου Δημητρίου και στην Κασσάνδρου οι εικόνες μοιάζουν βγαλμένες από ταινία του Χίτσκοκ. Οι γιαγιάδες, ανάβουν ένα κεράκι στο εκκλησάκι της γειτονιάς. Πιτσιρίκια τρέχουν ανέμελα στις πλατείες και στις ελάχιστες αλάνες που έχουν περισσέψει ανάμεσα στις πολυώροφες πολυκατοικίες, κάποτε αυτή η εικόνα ήταν γνώριμη, τώρα την συναντάς μονάχα αυτή την εποχή. Οι παππούδες, βγάλανε τις πλαστικές καρέκλες στα πάρκα, στήσανε αυτοσχέδια υπαίθρια καφενεία, παίζουν τάβλι και σκάκι και συζητούν για τα χρόνια που το χρήμα έρρεε.
Ελάχιστα μπαρ μένουν ανοιχτά και οι θαμώνες στέκουν στα τραπέζια, λυσσασμένοι για μία δροσερή μπίρα, η μόνη ευκαιρία που έχουμε να αλλάξουμε τα στέκια μας, να δοκιμάσουμε να πάμε κάπου αλλού, αφού στα δικά μας λημέρια το χαρτί γράφει “κλείσαμε λόγω διακοπών” σκάβοντας την μοναξιά μας λίγο παραπάνω.
Προς τα δυτικά η εικόνα θυμίζει σειρά με ένα μόνιμο γκρι φίλτρο στο γυαλί.
Στη Γιαννιτσών, στις πιάτσες, τα φώτα πέφτουν πάνω στις ιερόδουλες, η ζωή εκεί δεν αλλάζει μένει ίδια ανεξαρτήτως εποχής, η σκληρότητα του αγοραίου έρωτα.
Στη Ξηροκρήνη πιτσιρίκια, παίζουν σε ένα γηπεδάκι 5×5, το ματς ποδοσφαίρου της ζωής τους. Οι γονείς στην πλαστική καρέκλα σύμβολο της χώρας, τα καμαρώνουν, κάτω από τον αστικό ουρανό ξεκλέβοντας ματιές στα κινητά τους, από μία ζωή που δεν τους ανήκει πια.
Στα ΚΤΕΛ, καλοκαιρινοί αποχαιρετισμοί. Άνθρωποι που κατάφεραν να δραπετεύσουν απ’την πόλη του Δεκαπενταύγουστου περιμένουν τα λεωφορεία για κάπου, ένα ζευγάρι αγκαλιάζεται σφιχτά, μάλλον το αγόρι εργάζεται στην εστίαση και η καλοκαιρινή ανάπαυλα γι αυτόν δεν υφίσταται. Τα πρόσωπα όσων επιστρέφουν εδώ, κρύβουν μία μελαγχολία, ο μόνος τους προορισμός είναι η πιάτσα των ταξί που θα ανταλλάξουν νέα για το πως πέρασαν, θα φτάσουν σπίτι θα ανοίξουν το ερκοντίσιον στους 23 και θα πέσουν σε βαθύ λήθαργο.
Φτάνοντας στο κέντρο, τα παράθυρα του ΟΑΣΘ, είναι άδεια, οι στάσεις δεν γεμίζουν πια με νευρικά πρόσωπα, ένα κορίτσι περιμένει υπομονετικά το 2 που θα διασχίσει την άδεια Εγνατία. Στο υπερσύγχρονο μετρό, ερημιά, τα αρχαία κοντοστέκουν μόνα τους πονεμένα.
Τα εκδοτικά μηχανήματα ακόμη δεν δέχονται κάρτα, ενώ οι συρμοί πάνε κι έρχονται μανιασμένοι για την διαδρομή λίγων λεπτών που περιμέναμε τόσα χρόνια.
Άδεια τρένα που υπόγεια σύρονται σε μία άδεια πόλη.
Στα στενά παγωμάρα.
Ελάχιστες παρέες σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν την χώρα και να φύγουν στο εξωτερικό.
Οι ζεστές νύχτες του Αυγούστου, ακόμα και αν είναι καθημερινή, έχουν μια γαλήνη. Δρόμοι όπως η Τσιμισκή, η Εγνατία και η Νίκης στέκουν έρημοι.
Μια άδεια Θεσσαλονίκη, που όμως κρύβει πολλές μικρές ιστορίες και εικόνες που μόνο αυτές τις μέρες μπορείς να δεις.
*Αντώνιο Παντέλη