Τα παλιά αρμένικα καφεκοπτεία της Θεσσαλονίκης
Ένα νοσταλγικό ταξίδι στα μέρη εκείνα όπου ο υλικός πολιτισμός και οι αισθήσεις συναντούσαν την ιστορία και την συλλογική μνήμη της πόλης
Λέξεις: Αλέξανδρος Δανιηλίδης
Η σχέση της πόλης της Θεσσαλονίκης με την κατανάλωση καφέ είναι μία σχέση με βαθιές ρίζες που γίνεται αντιληπτή σχεδόν σε κάθε γωνία της πόλης και κάθε έκφανση της καθημερινότητας των κατοίκων της. Από τα εκατοντάδες υποκαταστήματα αλυσίδων εμπορίας καφέ και τις καφετέριε μέχρι αστικές ιστορίες όπως η εφεύρεση του φραπέ στη ΔΕΘ το 1957 από τον Δημήτρη Βακόνδιο, ο καφές και ο χώρος διάθεσης/κατανάλωσής του έχουν επιτελέσει διαμορφωτικό ρόλο στη φυσιογνωμία της πόλης και την εμπορική της δραστηριότητα.
Από μια ιστορική θεώρηση όμως και σε αντίθεση με τη σύγχρονη, μαζικοποιημένη παραγωγή και διάθεσή του, το εμπόριο του καφέ γινόταν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα σε χώρους προσωποποιημένους, με χαρακτήρα, αισθητηριακή ταυτότητα, μνήμη και φυσικά ονοματεπώνυμο.
Αναφέρομαι βεβαίως στο παραδοσιακό – αμιγώς ή μη – καφεκοπτείο (Πολλά παλιά μπακάλικα ή/και γαλακτοπωλεία διέθεταν επίσης και μηχανή καβουρδίσματος ή/και άλεσης του καφέ) και στο σχεδόν εξαφανισμένο επάγγελμα του καφεκόπτη, που υπήρξαν φορείς και διαμορφωτές των καταναλωτικών συνηθειών και της κουλτούρας της καθημερινότητας. Με αφετηρία συνεπώς το μνημονικό και αισθητηριακό αποτύπωμα του ελληνικού (ή τούρκικου) καφέ, θα ήθελα με το παρόν άρθρο, να προσεγγίσω τον χώρο του καφεκοπτείου ως μία συνύφανση του θεματικού τρίπτυχου «αισθήσεις-μνήμη τόπος/χώρος», δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερη τοπογραφία μνήμης της πόλης με επίκεντρό τον καφέ και τον χώρο πώλησής του.
Με την επιπλέον προσθήκη και του εθνοτικού παράγοντα και δη της αρμενικής ταυτότητας, αναδεικνύεται ο χώρος του παραδοσιακού καφεκοπτείου ως ένα ιδιαίτερο (και ομολογουμένως σχετικά άγνωστο) κεφάλαιο της πολιτισμικής κληρονομιάς όχι μόνο της Αρμενικής κοινότητας και της επιχειρηματικότητας αυτής αλλά και ολόκληρης της Θεσσαλονίκης (Ιστορικά στοιχεία σχετικά με την Αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης μπορείτε να βρείτε στο πλούσιο συγγραφικό υλικό του καθηγητή Ιωάννη Χασιώτη).
Ιστορικά, το εμπόριο του καφέ στην Ευρώπη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αρμενική επιχειρηματικότητα. Πάνω σε αυτό, ο Ross Jamieson (2001) παρατηρεί ότι γύρω στα 1660, το να είναι κάποιος Αρμένιος στο Παρίσι ήταν συνώνυμο του να είναι καφεπώλης. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η Βιέννη αλλά και το Παρίσι υπήρξαν πόλεις στις οποίες Αρμένιοι έμποροι άνοιξαν τις πρώτες καφετέριες ήδη από τον 17ο αιώνα.
Συγκεκριμένα στη Βιέννη, το περίφημο πλέον καφέ Daniel Moser (δήμαρχος της Βιέννης στις αρχές του 17ου αιώνα) υπήρξε το πρώτο καφέ που άνοιξε το 1685 από τον Αρμένιο έμπορο Johannes Diodato (Hovhanness Astvatsatour) έπειτα από την ήττα των Οθωμανών και τη λύση της πολιορκίας της πόλης τον Ιανουάριο του 1685.
Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να πωλούσε καφέ ως ρόφημα στην Πράγα στα 1714, έξω από το κτίριο που στέγασε την πρώτη καφετέρια στην πόλη, το Zlatého Hada («Χρυσό Φίδι»). Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1672 ένας άλλος Αρμένιος ονόματι Pascal, υπήρξε ο πρώτος που πουλούσε δημόσια καφέ στο Παρίσι, στην εμποροπανήγυρη του St.-Germain, με την υπηρεσία Τούρκων σερβιτόρων, οι οποίοι σερβίριζαν το πλήθος με μικρά φλιτζάνια σε δίσκους.
Όσον αφορά το εμπόριο του καφέ στη Θεσσαλονίκη, τα έργα των Νίκου Σβορώνου (1996) και Κωσταντίνου Βακαλόπουλου (1976) παρουσιάζουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την εμπορική δραστηριότητα της πόλης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.
Ο καφές (“Καφές Μόκα”, όπως ήταν τότε γνωστός, με τους σπόρους να προέρχονται από την Υεμένη και την Αραβική Χερσόνησο μέσω λιμανιών στην Ερυθρά Θάλασσα (π.χ. Al-Makha). Επιπλέον, υπάρχουν καταγραφές για εισαγωγές καφέ στη Θεσσαλονίκη από άλλες Δυτικές αποικίες, όπως η Γρανάδα και η Τζαμάικα. Σύμφωνα με τον Σβορώνο, οι Ανατολίτες καταναλωτές προτιμούσαν τον Μόκα από την πιο πικρή γεύση των άλλων δύο) υπήρξε ένα από τα κυρίαρχα προϊόντα και, μέσω συντεχνιών που ανήκαν σε μουσουλμάνους εμπόρους (Ένας από αυτούς ήταν ο Haci Ibrahim bin Mustafa που υπήρξε σχεδόν αποκλειστικός εισαγωγέας καφέ από τα λιμάνια της Αιγύπτου), γινόταν η εισαγωγή του κατά κύριο λόγο από την Αίγυπτο και μετέπειτα εξαγωγή του προς τα υπόλοιπα Βαλκάνια.
Στον 20ο αιώνα, και στην μετά-Οθωμανική περίοδο της Θεσσαλονίκης, η εισαγωγή καφέ (και μάλιστα του επονομαζόμενου «καφέ Βραζιλίας») υπήρξε αποκλειστικά σχεδόν ελληνική υπόθεση, με πιο γνωστό εισαγωγέα την επιχείρηση Κουΐδη.
Συγκεκριμένα για τον τομέα της καφεκοπτικής και εμπορίας καφέ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, έναυσμα για την εν λόγω έρευνα υπήρξε η λαογραφική μελέτη-ορόσημο για τον τουρκικό καφέ στην Ελλάδα του Ηλία Πετρόπουλου, όπου αναφέρει ότι η πλειοψηφία των καφεκοπτείων της «παλιάς Θεσσαλονίκης» ανήκαν σε Αρμένιους (Πετρόπουλος, Η. (1990). Ο Τούρκικος καφές εν Ελλάδι. Νεφέλη, σελ. 73).
Η τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού επιτυγχάνεται με διασταύρωση στοιχείων από το αρχείο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), το αρχείο Τύπου της Θεσσαλονίκης (Δημοτική Βιβλιοθήκη) (εικ.1), προφορικές μαρτυρίες παλαιότερων μελών της κοινότητας αλλά και δευτερογενές υλικό (βλ. βιβλιογραφικές αναφορές).
Σύμφωνα με τα αρχεία του ΕΒΕΘ για την αρμενική επιχειρηματικότητα, υπάρχουν 43 καταχωρήσεις με την ένδειξη «καφεκόπται(-ες)/καφεκοπτήριον-ξηροί καρποί» στην ευρύτερη περιοχή του εμπορικού κέντρου της πόλης (καθώς και στην περιοχή του Γαλλικού Ινστιτούτου και των πέριξ αυτού), με τις ημερομηνίες ίδρυσης να κυμαίνονται από το 1924 έως και το 1961 (όπως καταχωρήθηκαν στα αρχεία). Επιπλέον, στην αναφορά του Χεκίμογλου (2004α, β) σχετικά με την επιχειρηματική ιστορία της πόλης, δεν υπάρχουν καταχωρήσεις για Έλληνες ή Εβραίους στον τομέα του καβουρντίσματος και της εμπορίας καφέ, εκτός από μερικές που ήταν Τουρκικής ιδιοκτησίας.
Μια επιπλέον πηγή που προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες είναι και ο οδηγός του Νικόλαου Ιγγλέση (1926) για τα διάφορα είδη επιχειρηματικότητας της πόλης.
Στις καταχωρήσεις των καφεκοπτείων, ο οδηγός περιλαμβάνει έξι επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι πέντε ανήκουν σε Αρμένιους και μόνο μία σε Έλληνα. Τα ονόματα, όπως αναφέρονται στον οδηγό, είναι τα εξής: «Αμπραχαμιάν Χασέν», «Βερβεριάν Καλ.» (Μπερμπεριάν Καλούστ), «Βουλουδιάν Λιράν» (Μπουλουτιάν), «Ζακεριάν Σ.» (Ζαχαριάν Σαμουέλ), «Παπατζιάν Τακβός» και «Φλογενίδης Γ».
Οι παλαιότερες επιχειρήσεις (Οι πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία και παλαιότητα αυτών των καφεκοπτείων προέρχονται από διασταύρωση πρωτογενούς υλικού -προφορικές ιστορίες μελών της κοινότητας- και δευτερογενούς (Χεκίμογλου, 2004β και κατάλογος Αρμένιων επιχειρηματιών του ΕΒΕΘ). στον τομέα της καφεκοπτικής ήταν αυτές των Οχανές Μορτζικιάν (μάλλον ο παλαιότερος «καφεκοπτικός οίκος» της πόλης, εικ. 2) με έτος ίδρυσης το 1881, Μπερμπεριάν Καλούστ από το 1919 (Είναι πιθανό το καφεκοπτείο του Καλούστ να ιδρύθηκε νωρίτερα από την ημερομηνία που καταχωρήθηκε στα αρχεία ως ημερομηνία ίδρυσης), Πασαγιάν Κιρκόρ Μπογός επίσης από το 1919 (Η αρχειακή έρευνα τον τοποθετεί (αρχικά) στην περιοχή του Θεαγενείου, επί της οδού Αετορράχης 56 ενώ η διεύθυνση που έχει δοθεί στα αρχεία του ΕΒΕΘ είναι η Λεωφ. Στρατού 36 (ημ. εγγραφής 1/12/1947)), Μαγκαρντίτς Χατζατουριάν περίπου από το 1917 και Μπουλουτιάν Τζιβάν (ή Σιράν) περίπου από το 1910.
Σχετικά με τη γεωγραφική συγκέντρωση, η πλειονότητα των αρμενικών καφεκοπτείων βρισκόταν κατά μήκος της οδού Εγνατίας μέχρι και το ύψος του σημερινού ξενοδοχείου ABC (Σιντριβάνι) με μια κάπως μεγαλύτερη συγκέντρωση στην ευρύτερη περιοχή της Καμάρας.
Μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, πολλά από τα καφεκοπτεία μετέφεραν τη δραστηριότητά τους ή έκαναν έναρξη στον Βαρδάρη (η «λαϊκή δημοτική αγορά του Βαρδάρη» όπως την περιγράφει ο Χρήστος Ζαφείρης), δημιουργώντας έτσι ένα άτυπο αρμενικό εμπορικό δίκτυο καφεκοπτών (Κασπαριάν, Μπουλουτιάν, Αταμιάν, Ντερεγιάν, Τσουλουχιάν, Τσιτσιάν και Χατζατουριάν) [Δεν έχει αποδειχτεί ακόμα εάν όλοι αυτοί συνέπεσαν χρονικά στην περιοχή του Βαρδαρίου καθώς η ημερομηνία ίδρυσης μερικών από τους αναφερόμενους στηρίζεται σε πρωτογενή στοιχεία ηλικιωμένων μελών της κοινότητας και για αυτό αντιμετωπίζεται σαν κατ’ εκτίμηση στοιχείο]
Μερική συγκέντρωση Αρμένιων καφεκοπτών παρουσιαζόταν και επί της Βασιλίσσης Όλγας, οδός που φιλοξενούσε γενικότερα μεγάλο ποσοστό της αρμενικής επιχειρηματικότητας κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950. Μερικά ονόματα καφεκοπτών της περιοχής που σώζονται στα αρχεία του ΕΒΕΘ συμπεριλαμβάνουν τους Τοπαλιάν Κρικόρ, Μορτζικιάν Μπεδρός, Μπερμπεριάν Καραμπέτ και Τσουλουκ(χ)ιάν Νισάν (με ημερομηνίες εγγραφής όλων το 1941 εκτός από τον Τοπαλιάν που φέρει ως αρχική εγγραφή στο μητρώο, το 1935). Από τα αρμενικά καφεκοπτεία της Θεσσαλονίκης, λίγα έχουν διασωθεί στην συλλογική μνήμη της Θεσσαλονίκης με αυτά των Κασπαριάν, Μορτζικιάν (Οχανές) και Μπερμπεριάν (Σαράμ) να είναι τα επικρατέστερα.
Εύλογα θα αναρωτιόταν κάποιος γιατί υπήρχαν τόσα πολλά αρμενικά καφεκοπτεία στην αγορά της πόλης (και κατά περιπτώσεις εκτός αυτής);
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να εντοπιστεί στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στην περίοδο που ακολούθησε την Μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό χιλιάδων Αρμένιων προσφύγων στον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα με την Π. Κασπαριάν και με βάση τις αναμνήσεις των γονιών της, οι περισσότεροι Αρμένιοι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την τέχνη του καβουρντίσματος του καφέ πριν από την άφιξή τους στην Ελλάδα. Ο παππούς της και ιδρυτής της επιχείρησης, περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας του έξω από το κατάστημα που μετέπειτα στέγασε την επιχείρηση του στον Βαρδάρη, πουλώντας καφέ που άλεθε ο ίδιος με ένα χειροκίνητο μύλο.
Κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων δεν μιλούσε τη γλώσσα και δεν ήταν εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες για την απόκτηση ιθαγένειας (Οι Αρμένιοι, μαζί με άλλες εθνοτικές και πολιτισμικές ομάδες από την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν ουσιαστικά “μη-πολίτες” μέχρι το 1967, όταν η Χούντα παραχώρησε στους Αρμένιους το δικαίωμα στην Ελληνική ιθαγένεια) η οποία ήταν προϋπόθεση για αγορά ακινήτου. Η στροφή στο γενικό εμπόριο και σε άλλα επαγγέλματα που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερες γλωσσικές γνώσεις ήταν ουσιαστικά μονόδρομος.
Ως εκ τούτου, πολλοί Αρμένιοι, όπως και άλλοι πρόσφυγες από την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπρεπε να ιδρύσουν μια επιχείρηση ως ένα μέσο ένταξης στην τοπική κοινωνία.
Σχετικά με αυτό, ο Hervé Georgelin (2022) επισημαίνει ότι «το ιδανικό της επιτυχίας για τους Αρμένιους [της Θράκης] ήταν να δημιουργήσουν τη δική τους εμπορική επιχείρηση, να έχουν το δικό τους κατάστημα».
Έτσι αρκετοί από αυτούς στράφηκαν στο εμπόριο καφέ, αποξηραμένων φρούτων και ξηρών καρπών, στη χρυσοχοΐα ή στο εμπόριο υφασμάτων. Πάνω σε αυτό, σημαντική υπήρξε η μαρτυρία της Σ. Μορτζικιάν – εγγονή του Οχανές Μορτζικιάν – κατά την οποία μερικοί από τους Αρμένιους που ερχόντουσαν κυνηγημένοι και εκδιωγμένοι από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, έβρισκαν μια πρώτη δουλειά-πάτημα στο καφεκοπτείο του Οχανές προτού ανοίξουν τα δικά τους καφεκοπτεία.
Όπως θυμάται και η ίδια από διηγήσεις των προγόνων της, «επειδή ο Οχανές ήταν ήδη στη Θεσσαλονίκη πριν από τη σφαγή των Αρμενίων, όταν άρχισαν να έρχονται πρόσφυγες και για να τους βοηθήσει, τους έδινε μια μηχανή άλεσης και ένα σακί καφέ». Αυτό μάλλον δικαιολογεί και τον υψηλό αριθμό Αρμένιων καφεκοπτών που εντοπίζονται στην πόλη εκείνη την περίοδο και μετέπειτα.
Η επιχείρηση του Οχανές Μορτζικιάν (Εγνατίας 71 με την παλιά αρίθμηση) αποτελεί αναμφισβήτητα μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στον τομέα της καφεκοπτικής.
Πέρα από τις βραβεύσεις του στη ΔΕΘ τρεις συνεχόμενες χρονιές και το μεγαλοπρεπέστατο περίπτερο της επιχείρησης, υπήρξε και ιδιαίτερα δραστήριος έμπορος που συχνά μετέτρεπε την διαδικασία αγοράς καφέ σε μία ενδιαφέρουσα και συνάμα διασκεδαστική εμπειρία.
Σε ένα φύλλο του 1934 της εφημερίδας Το Φως γίνεται αναφορά στο καφεκοπτείο και στην διάθεση του καφέ χωρίς καφεΐνη στο κοινό της πόλης με την επονομασία «Μακεδονικός».
Σύμφωνα όμως με την Σ. Μορτζικιάν, αυτός ο τύπος καφέ ήταν απλώς κάποιο υποκατάστατο (κατά πάσα πιθανότητα από ρεβίθι ή αμύγδαλο) και όχι πραγματικός καφές. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, ειδικά κατά τα σκληρά χρόνια της Κατοχής, όπου ο καφές – μαζί με άλλα προϊόντα καθημερινής χρήσης όπως αλεύρι, ζάχαρη κ.α. – ήταν είδος πολυτελείας και προσβάσιμος μόνο στους ευνοούμενους του Γερμανικού στρατού κατοχής.
Ο λεγόμενος «ρεβυθοκαφές», όπως πληροφορεί και η Π. Κασπαριάν, αποτελούσε το πλέον διαδεδομένο υποκατάστατο του καφέ καθώς επιτύγχανε αίσθηση κορεσμού χωρίς να πειράζει ιδιαίτερα το στομάχι. Ανάλογες αναφορές στον «ρεβυθοκαφέ» αλλά και σε άλλα υποκατάστατα όπως ο καφές από κριθάρι και από σιτάρι γίνονται και από τον Γιώργο Ιωάννου (2018, σελ. 60) και τον Ηλία Πετρόπουλο (1990, σελ. 73).
Μία ξεχωριστή περίπτωση χώρου που υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από απλώς καφεκοπτείο, ήταν αυτή του καφεκοπτείου-ψιλικατζίδικου Άρης – με άμεση αναφορά στην ομάδα που ήταν ιδιαίτερη αγαπητή στην αρμενική παροικία – του Σαρά (Σαράμ) Μπερμπεριάν, που για χρόνια βρισκόταν στο νούμερο 98 της Τσιμισκή.
Ιδρυτής της επιχείρησης ήταν ο πατέρας του Σαρά, Καλούστ Μπερμπεριάν με καταγωγή από την τότε Οθωμανική Αρμενία, ο οποίος ήρθε στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1870 μέσω Κων/πολης. Το πρώτο κατάστημα του Καλούστ τοποθετείται στην περιοχή της Καμάρας με άγνωστη ημερομηνία ίδρυσης αλλά σίγουρα εντός των αρχών του 20ου αιώνα (1910-1920). Το 1925, ο Σαρά μετέφερε την επιχείρηση στην Τσιμισκή και, μετά το θάνατό του το 1972, ο εγγονός του (Σ. Νταουντάκης-Μπερμπεριάν) ανέλαβε το κατάστημα μαζί με τη μητέρα του (την Ροζίτα Μπερμπεριάν) μέχρι το οριστικό κλείσιμό του το 1986.
Οι μνήμες από το καφεκοπτείο, είτε βιωματικές είτε κληρονομημένες μέσω αφηγήσεων, είναι πολλές και διαφορετικής φύσης. Η πλειοψηφία τους κινούνται γύρω από την χαρακτηριστικά μεγαλόσωμη πλην όμως ευγενική φυσιογνωμία του Σαρά αλλά και γύρω από το εμπόρευμα του καφεκοπτείου, που το καθιστούσε στην ουσία ένα υποτυπώδες μίνι μάρκετ-ψιλικατζίδικο, αφού πουλούσε από καφέ, ζάχαρη και κακάο μέχρι σχολικά είδη, έντυπα και παιχνίδια (όχι όμως τρόφιμα).
Συγκινητικές αφηγήσεις από Κατοχικές μνήμες θέλουν τον Σαρά άνθρωπο αλτρουιστή, με ανιδιοτέλεια και θέληση να βοηθήσει τους συνανθρώπους του, πολλές φορές μάλιστα με κίνδυνο της ίδιας του της ελευθερίας και ακεραιότητας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που, στα χρόνια της Κατοχής και υπό τον κίνδυνο σύλληψης, δεχόταν παραγγελίες για αλεύρι χρησιμοποιώντας τα αλεστικά μηχανήματα του καφεκοπτείου του, ενώ έχει τιμηθεί και από την Εβραϊκή Κοινότητα για τη συνεισφορά του στην διάσωση τιμαλφών και προσωπικών αντικειμένων γνωστού γιατρού της Κοινότητας στις ημέρες που ακολούθησαν τα θλιβερά γεγονότα του Ιουλίου του 1942 (Στις 8 Ιουλίου 1942, ο διοικητής της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη διέταξε όλους τους άνδρες Εβραίους ηλικίας 18 έως 45 ετών που ήταν ικανοί να εργαστούν, να παρουσιαστούν για απογραφή. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942. Εκείνη την ημέρα, 9.000 Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία από τις 8:00 π.μ. για να καταγράψουν τα ονόματά τους. Τους απαγορεύτηκε να πιουν νερό και ορισμένοι υποβλήθηκαν σε εξευτελιστικές γυμναστικές ασκήσεις. Η φιλοναζιστική εφημερίδα Απογευματινή συνέχισε να κατηγορεί τους Εβραίους ως παράσιτα και μαυραγορίτες. Σκοπός της συγκέντρωσης ήταν να τους στείλουν σε καταναγκαστική εργασία σε όλη τη χώρα).
Άλλοι πάλι αναγνώστες ίσως να έχουν μνήμες από τον Σαρά να δίνει τα δωροπαιχνίδια του μαζί με τον καφέ για τους γονείς, τα διάφορα κόμιξ και τα δεκάδες γλυκίσματα και τα αρωματισμένα από τον καφέ σχολικά είδη που λειτουργούσαν σαν θέλγητρο για τα παιδιά της εποχής.
Από τις τσίχλες ‘Μικρός Μάγος’ και τα σνακ ‘Μπόζο’ μέχρι Ποπάϊ και Λάκι Λούκ, το καφεκοπτείο υπήρξε ένας χώρος όπου ο υλικός πολιτισμός και οι αισθήσεις συναντούν την ιστορία και την συλλογική μνήμη της πόλης.
Εν κατακλείδι, με την προσθήκη της μνημονικής διάστασης μέσω βιωματικής – και μη – εμπειρίας, μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους χώρους ως πηγές ιστορικού, πολιτισμικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και αξίας.
Έτσι, το καφεκοπτείο καθίσταται χώρος που, υπερβαίνοντας την δεδομένη εμπορική-οικονομική φύση και ταυτότητά του, γίνεται δυνατή η «ανάγνωσή» του ως «κείμενο» πολιτισμικής και ιστορικής πληροφορίας αλλά και μια μορφή εξατομικευμένης εκδήλωσης της κοινωνικής (συλλογικής) μνήμης.
Η μυρωδιά του καφέ (ως το κυρίαρχο στοιχείο) συναντά τον υλικό πολιτισμό, τα προσωπικά βιώματα και την ιστορία της πόλης, σχηματίζοντας έτσι μία τοπογραφία μνήμης με ιδιαίτερη αξία και σημασία τόσο για την πολιτισμική ιστορία της Θεσσαλονίκης όσο και για την αρμενική παροικία της πόλης.
*Ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης είναι Δρ. Πολιτισμικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, ΗΒ
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Βακαλόπουλος, Κ. (1976). “Το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης 1796-1840 σύμφωνα με ανέκδοτες εκθέσεις Ευρωπαίων προξένων”. Μακεδονικά, 16, 73-173 Δημουλά, Σ. και Δούκας, Ι. (2012). “Περί της επιχειρηματικής δραστηριότητας εθνοτήτων στην οδό Βενιζέλου Θεσσαλονίκης: Μελέτη των χρονικών μεταβολών της (1908- 1938) με τη χρήση γεωπληροφοριακού συστήματος”. Στο Δ. Καιρίδης (Επιμ.), Θεσσαλονίκη: Μία πόλη σε μετάβαση, 1912-2012 (σελ. 332-350). Επίκεντρο
Ιγγλέσης, Ν. (1926). Οδηγός της Ελλάδος, Έτος 1ο: 1925-1926. Αθήνα
Ιωάννου, Γ. (2018). Η Πρωτεύουσα των προσφύγων (14η Έκδοση). Κέδρος Πετρόπουλος, Η. (1990). Ο Τούρκικος καφές εν Ελλάδι. Νεφέλη
Σβορώνος, Ν. (1996). Το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα. Θεμέλιο [επανέκδοση της αρχικής του 1956 στα Γαλλικά]
Σιμιτζής, Σ. (2007). Εκείνα τα χρόνια. University Studio Press
Χεκίμογλου, Ε. και Ρούπα, Ε. (2004α). Ιστορία της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, τ. Γ: Η επιχειρηματικότητα στην περίοδο 1900-1940. ΠΕΕΒΕ
Χεκίμογλου, Ε. και Ρούπα, Ε. (2004β). Ιστορία της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, τ. Δ: Λεξικό επιχειρηματιών της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης. ΠΕΕΒΕ
Georgelin Hervé A.-R. (2022). “Οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα, 1922-1949: Τόπος μόνιμης εγκατάστασης ή μεταβατικός σταθμός για άλλους τόπους;”. Αρμενικά, τχ. 110( Μάϊος-Οκτώβριος), 69-73
Jamieson, R. (2001). “The Essence of Commodification: Caffeine Dependencies in the Early Modern World”. Journal of Social History, 35(2), σελ. 281. Η αρχική αναφορά ανήκει στον Jean Leclant
* Το πλήρες άρθρο είναι υπό δημοσίευση (στα αγγλικά) στο Γαλλικό ακαδημαϊκό έντυπο Études Arméniennes Contemporaines (‘Σύγχρονες Αρμενικές Σπουδές’).