Τα συμπεράσματα της ημερίδας για τα αρχαία της Βενιζέλου

Οι φορείς και ο λαός της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και να μην παρασυρόμαστε σε κατευθυνόμενες αντιπαραθέσεις και διλήμματα

Parallaxi
τα-συμπεράσματα-της-ημερίδας-για-τα-αρ-528714
Parallaxi

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ «Μετρό και Αρχαιότητες: Προκλήσεις και Λύσεις»

Την Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020 πραγματοποιήθηκε η Διεπιστημονική Ημερίδα «Μετρό και Αρχαιότητες: Προκλήσεις και Λύσεις», που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των Κοσμητόρων οκτώ (8) Σχολών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ξεπερνώντας αρκετές αντιξοότητες.

Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί καλή πρακτική για τη δυνατότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας του ΑΠΘ να εκδηλώνει ενδιαφέρον, ως οφείλει, σε σημαντικά ζητήματα της Πόλης μας, της χώρας και διεθνώς, αξιοποιώντας και συνδυάζοντας όλο το εύρος των επιστημών που θεραπεύει.

Παρά την αρνητική συγκυρία της πανδημίας του Covid-19, που προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στη διοργάνωση και αδυναμία φυσικής παρουσίας μεγάλου αριθμού πολιτών, η συμμετοχή στη ζωντανή αναμετάδοση (live streaming) ήταν πέρα από κάθε προσδοκία: το σύνολο των συνδέσεων (hits) στη σχετική ιστοσελίδα κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης ξεπέρασε κατά πολύ τις δύο χιλιάδες.

Ο αρχικός προγραμματισμός της Ημερίδας προέβλεπε 4 θεματικές ενότητες με αντίστοιχες συνεδρίες:

(α) τη συγκοινωνιακή διάσταση των εναλλακτικών λύσεων, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις του έργου του Μετρό,

(β) τη σημασία της in situ ανάδειξης των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου ως μέρος του πολιτισμικού «κεφαλαίου» της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της προοπτικής της βιώσιμης ανάπτυξής της,

(γ) το οικονομικό/αναπτυξιακό και θεσμικό πλαίσιο της in situ ανάδειξης, καθώς και

(δ) τις κατασκευαστικές και τεχνικοοικονομικές πτυχές των εναλλακτικών λύσεων.

Παρά τις αρνήσεις συμμετοχής, που δεν επέτρεψαν να συζητηθεί η τελευταία θεματική ούτε και να αναδειχθούν οι συμβατικές συνέπειες περαιτέρω καθυστερήσεων υλοποίησης του έργου, το περιεχόμενο των άλλων τριών συνεδριών μας ανταμείβει και αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη ιστορικών, συγκοινωνιακών, νομικών και οικονομικών πορισμάτων για τη λήψη των σωστών αποφάσεων σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα.

Το σύνολο των εργασιών των τριών συνεδριών της Ημερίδας θα είναι συνεχώς προσβάσιμο σε όποιον -α επιθυμεί να τις παρακολουθήσει στον ακόλουθο σύνδεσμο:

Πιο αναλυτικά, στο πλαίσιο της Ημερίδας παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν τα ακόλουθα:

  • Στην 1η συνεδρία, αφενός, το ιστορικό με τις λάθος επιλογές στον σχεδιασμό του έργου και στον τρόπο υλοποίησής του από την αρχή της δεκαετίας του 1990· και αφετέρου, οι σύγχρονες πτυχές του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης, καθώς και η σημασία του, όχι απλώς ως προς το συγκοινωνιακό ζήτημα αλλά συνολικά για την προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης της Πόλης μας.
  • Επιπρoσθέτως, παρουσιάστηκαν οι σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μακροχρόνιας καθυστέρησης του έργου του Μετρό για τους κατοίκους και επαγγελματίες της πόλης, που επιμηκύνεται ακόμη περισσότερο από τη διαμάχη ως προς τη διατήρηση ή μη των αρχαίων στον Σταθμό Βενιζέλου, κάτι που ισοδυναμεί με την κατασκευή πρόσθετων έργων Μετρό ενδεχομένως ίδιου μήκους με αυτό της Βασικής Γραμμής.
  • Στη 2η συνεδρία αναδείχθηκε η οικουμενική σημασία, η μοναδικότητα και η πληρότητα του κεντρικότερου τμήματος του πρωτο-βυζαντινού αστικού ιστού που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα στον σταθμό της «Βενιζέλου», οι πτυχές των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας μας για την προστασία του, καθώς και η πολλαπλή σημασία της απόδειξης ότι η Ελλάδα έχει τόσο την τεχνική επάρκεια όσο και την ευαισθησία και ευθύνη που απαιτείται για τη διαχείριση μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς, τη στιγμή μάλιστα που, ορθώς, διεκδικεί ανάλογες «συμπεριφορές» από άλλες χώρες.
  • Στην 3η συνεδρία συζητήθηκε η νομική διάσταση της προσβολής δικαιωμάτων που απορρέουν από το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό δίκαιο, με τις συνεπακόλουθες δυνατότητες ατομικών και συλλογικών ενεργειών των πολιτών, καθώς και
  • το απορρέον αναπτυξιακό οικονομικό όφελος για τη Θεσσαλονίκη από την in-situ παραμονή και ανάδειξη των αρχαιοτήτων της «Βενιζέλου», στο πλαίσιο μιας συνολικής στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης, όπου ο πολιτισμός και η δημιουργική οικονομία μπορούν να αποτελέσουν το επίκεντρο.
  • Τέλος, ως προς τις κατασκευαστικές πτυχές των εναλλακτικών λύσεων για τον σταθμό της Βενιζέλου, αφενός, αναφέρθηκαν τα πορίσματα της Επιτροπής του ΤΕΕ/ΤΚΜ τον Απρίλιο του 2013 για την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, ενώ κατατέθηκαν τα πρακτικά της εκδήλωσης με τίτλο «Μελέτες Κατασκευής του Σταθμού της Βενιζέλου με τις Αρχαιότητες αμετακίνητες», που διοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ στις 24 Φεβρουαρίου 2020.

Με βάση τις εισηγήσεις, τις παρεμβάσεις των παρευρισκόμενων και τη συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ημερίδας, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

  1. Η ολοκλήρωση του Μετρό συνιστά απαίτηση όχι μόνο για τη βελτίωση των αστικών και περιαστικών συγκοινωνιών, αλλά και για τη σημαντικότατη συμβολή του στην καλύτερη λειτουργία της πόλης, στην αναβάθμιση της καθημερινότητας του πολίτη και στη βιώσιμη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Επισημαίνεται η έλλειψη μακρόπνοου και ορθού στρατηγικού σχεδιασμού, η οποία οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές που υποθήκευσαν στην πραγματικότητα το μέλλον του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου. Για παράδειγμα, οι σταθμοί εντός του ιστορικού κέντρου να είναι περισσότεροι, από ό,τι ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο (με αποτέλεσμα υψηλότερο κόστος, μεγαλύτερη διάρκεια έργου και αναστάτωση), ενώ οι αποβάθρες μήκους 60 αντί 90 μέτρων δημιουργούν εύλογες επιφυλάξεις σχετικά με τη χωρητικότητα των κεντρικών σταθμών μετά την κατασκευή και λειτουργία των προβλεπόμενων από την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ επεκτάσεων του δικτύου.
  2. Η δυνατότητα της έστω αρχικής λειτουργίας του Μετρό χωρίς τον σταθμό της «Βενιζέλου», προκειμένου να επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο η ολοκλήρωσή του και η εξυπηρέτηση των πολιτών, αποτελεί μια εναλλακτική, με την προϋπόθεση ότι οι όμοροι σταθμοί μπορούν να απορροφήσουν την πρόσθετη ζήτηση κατά τις ώρες αιχμής, καθώς και ότι το έργο μπορεί να αδειοδοτηθεί δεδομένων των όποιων τεχνικών, λειτουργικών και συμβατικών περιορισμών.
  3. Κρίσιμοι παράγοντες για την απόφαση παραμονής ή όχι των αρχαίων in situ είναι: (α) το εφικτό της τεχνικής λύσης, (β) το κόστος υλοποίησής της, συμπεριλαμβανομένου και του πιθανού κόστους επιστροφής χρηματοδοτήσεων της Ε.Ε., εφόσον δεν υλοποιηθεί το έργο μέχρι το 2023, (γ) ο χρόνος υλοποίησης. Γι’ αυτούς τους παράγοντες εκκρεμούν περαιτέρω διευκρινίσεις και απαντήσεις και από τις «δύο» πλευρές.
  4. Το αν η λύση με την κατά χώρα παραμονή και ανάδειξη είναι δαπανηρότερη από τη λύση της απόσπασης του αποκαλυφθέντος μοναδικού αρχαιολογικού συνόλου θα μπορούσε να αποδειχθεί, αν είχαν εκπονηθεί αντίστοιχες συγκριτικές μελέτες και για τις δύο περιπτώσεις, βάσει των οποίων να προκύψουν οι οικονομικές εκτιμήσεις. Όμως, μπροστά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και στο άμεσο οικονομικό όφελος για την οικονομία της πόλης από την οφειλόμενη στον τουρισμό δραστηριότητα, που ανέρχεται ήδη σε εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, η τάξη μεγέθους του όποιου πρόσθετου κόστους από την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων είναι αμελητέα. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη η διαχρονική ωφέλεια από την αξιοποίηση των αρχαιοτήτων, τότε προφανώς δεν χωράει αμφισβήτηση για τη σκοπιμότητα της επένδυσης στην κατά χώρα παραμονή και ανάδειξή τους. Στην αντίθετη περίπτωση, απεμπολώντας την ιστορία της, την πολιτιστική της ταυτότητα και το μέλλον, το κόστος για τη Θεσσαλονίκη καθίσταται ανυπολόγιστο και η όποια συζήτηση για λιγότερο ή περισσότερο δαπανηρές λύσεις μικρή σημασία έχει.
  5. Από τις σχετικές εισηγήσεις προσκεκλημένων ομιλητών, καθώς και από τους χαιρετισμούς προσωπικοτήτων και φορέων παγκόσμιας εμβέλειας στην Ημερίδα, έγινε σαφές ότι η οποιαδήποτε απόσπαση και μετακίνηση των αρχαιοτήτων σημαίνει απώλεια της αυθεντικότητάς τους, γεγονός που θα δυσχεράνει την ανακήρυξή τους σε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, με αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή εικόνα και των υπόλοιπων 15 μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης. Η απώλεια της αυθεντικότητας και ακεραιότητας των αρχαιοτήτων σημαίνει εν τέλει την καταστροφή τους, γι’ αυτό και προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις και σχετικά κανονιστικά πλαίσια. Σημειώνεται ότι η καταστροφή της αυθεντικότητας του παλαιοχριστιανικού (πρωτο-βυζαντινού) αστικού συνόλου με την απόσπαση και μεταφορά των στοιχείων του θα είναι οριστική, ακόμη και στην περίπτωση της επανατοποθέτησής τους.
  6. Η κατά χώρα διατήρηση των αρχαίων της Βενιζέλου θα μπορούσε να υποστηρίξει νοηματικά και τα άλλα μνημεία που βρίσκονται διάσπαρτα εκατέρωθεν του άξονα της Εγνατίας, τονίζοντας τη διαχρονικότητα και την πολυ-πολιτισμικότητα του άξονα αυτού. Τα άλλα μνημεία στα οποία γίνεται η αναφορά δεν είναι μόνο τα 15 της UNESCO, αλλά και τα διαφορετικών περιόδων μνημεία στην περιοχή, ιδιαίτερα σημαντικά για την πόλη και τον χαρακτήρα της, που τονίζουν τη διαχρονικότητα του αστικού χώρου έως σήμερα (Μπεζεστένι, Χαμζά Μπέη τζαμί, λουτρά κ.λπ.). Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν σημαντικά σημεία επικοινωνίας των πολιτών με το νέο σύστημα, εφόσον αυτό σέβεται την πόλη και τη διαχρονικότητά της, εντάσσεται σε αυτήν και την εξυπηρετεί.
  7. Πολιτισμός δεν είναι μόνο η κλασική αρχαιότητα και η διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα, ή η –επιβεβλημένη− υπεράσπιση του οικουμενικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας· αλλά, κυρίως, το να εκτιμούμε και να διαχειριζόμαστε με σύνεση, σεβασμό κι ευαισθησία την πολιτιστική μας κληρονομιά στο σύνολό της.
  8. Είναι η κρίσιμη ώρα να επιλέξουμε τη ρεαλιστική προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο τον πολιτισμό και τη δημιουργική οικονομία, έναντι μιας στενά εννοούμενης «οικονομικότητας».
  9. Οι φορείς και ο λαός της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και να μην παρασυρόμαστε σε κατευθυνόμενες αντιπαραθέσεις και διλήμματα χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Θα πρέπει επιτέλους να επικρατήσουν οι συνετές φωνές και οι επιστημονικές απόψεις, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ομάδες ενδιαφερομένων αλλά και τα δικαιώματα όλων των πολιτών.
  10. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να διεκδικήσει τον νέο ρόλο της στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια, αξιοποιώντας τη συνεχή, μακραίωνη παρουσία της. Σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί, και πρέπει, να συμβάλει και η λειτουργία του Μετρό, ως βασικού αναπτυξιακού εργαλείου. Ο πολιτισμός, όμως, δεν είναι ένα από τα μέσα [εργαλεία], είναι η αδιαμφισβήτητη βάση και η προϋπόθεση της βιώσιμης ανάπτυξης. Αδιαμφισβήτητη στον χώρο και τον χρόνο και γι’ αυτό αδιαπραγμάτευτη.
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα