Θα κατέβουμε στην αγορά. Η αιώνια Θεσσαλονικιώτικη ατάκα.
Η κάθοδος στην αγορά τις γιορτές, με τη μαμά ή τη νονά μου για τα δώρα ήταν αληθινή απόλαυση. Ήταν μύθος.
Στα παιδικά μου χρόνια η κάθοδος στην αγορά, στο κέντρο της πόλης δηλαδή, δεν ήταν ακριβώς αυτό που είναι σήμερα. Ήταν μια ολόκληρη τελετουργία. Η μάνα μου το ανακοίνωνε μέρες πριν και αφορούσε συνήθως εορταστικές περιόδους. Χριστούγεννα και Πάσχα.
Το αστικό 12/27 που περνούσε από τη δική μου γειτονιά, ξεκινούσε από την Τούμπα και τερμάτιζε στη Σταυρούπολη, ήταν ο οδός του ονείρου. Χάρη σε κείνο θα βρισκόμασταν, όταν βρισκόμασταν, στο κέντρο και τους φωτισμένους δρόμους του. Καθόμουν πάντα παράθυρο για να χαζεύω τα φώτα, τα κτίρια και τους ανθρώπους στο δρόμο.
Τα μαγαζιά και οι διαδρομές ήταν πάνω κάτω στάνταρ. Βενιζέλου, Φωκάς, Ερμού, Αγίας Σοφίας. Νεωτερισμοί. Ρούχα μοντέρνα που η μάνα μου αγαπούσε να μας αγοράζει. Πολλές φορές το ίδιο ρούχο σε μικρή παραλλαγή με τον αδερφό μου. Τσιμισκή πηγαίναμε μόνο για χάζι. Πάντα χάζευα τις εντυπωσιακές βιτρίνες του Ντίλ και της Φαμ Κιούκα. Μου έκαναν κάτι σε Παρίσι, χωρίς να έχω πάει στο Παρίσι.
Η κάθοδος στην αγορά τις γιορτές, με τη μαμά ή τη νονά μου για τα δώρα ήταν αληθινή απόλαυση. Ήταν μύθος. Οι εικόνες του κέντρου, που δεν έβλεπα συχνά ήταν εικόνες ενός κόσμου που έλαμπε. Που δεν έμοιαζε πολύ με τη συνοικία. Είχε καλοντυμένους ανθρώπους, κομψούς ανθρώπους, που πάντα σενιάρονταν για να κατέβουν ”κάτω”. Είχε καταστήματα με ”εξηλεκτρισμό” και νέες συσκευές που θα άλλαζαν τη ζωή μας. Είχε φωτισμένους δρόμους τις νύχτες με γιρλάντες.
Κάθε φορά που η μάνα μου έλεγε θα κατέβουμε στην αγορά και ήταν γιορτές η κάθοδος ήταν το ταξίδι στη λάμψη που έλειπε από τη γειτονιά. Ήταν το όνειρο μιας καλύτερης ζωής που όλοι ένοιωθαν ότι μπορεί και να ξημερώσει…Και πάντα περιείχε τον πληθυντικό η φράση. Τον ωραίο πληθυντικό του μαζί.