Το θέατρο της Θεσσαλονίκης τη χρονιά της Πολιτιστικής
Ο Απόστολος Βέττας εξηγεί τι συνέβη είκοσι χρόνια πριν, όταν γέμισε η πόλη θεατρικές σκηνές και που στράβωσε η δουλειά μετά.
του Απόστολου Βέττα Εικόνες: Άγγελος Ζυμάρας, Διονύσης Τσάσης
Ήμουν από αυτούς που πίστεψαν στις ευκαιρίες που δόθηκαν με αφορμή τις εκδηλώσεις πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Αν μη τι άλλο και μόνο οι υποδομές που θα έμεναν θα άλλαζαν ριζικά την καλλιτεχνική της ζωή. Τελικά δεν ξέρω πόσο καλό έκανε στην πόλη η περίοδος της πολιτιστικής πρωτεύουσας . Ως συνήθως δίχασε την κοινωνία της και δημιούργησε ένα μεγάλο κλίμα αναταραχής που ακόμα υποβόσκει στα καφέ μπαρ κιόσκια πολιτισμού. Πολλά μπορεί να πει κανείς για εκείνη την εποχή. Θέλω να αναλάβω τις ευθύνες μου γι αυτό δεν υπαναχωρώ από τις θέσεις που είχα. Θα μιλήσω μόνο για το θέατρο … Φαντάστηκα πως είναι πολύ σημαντικό πράγμα να χτιστούν στην πόλη μεγάλα θέατρα.
Μέχρι τότε η θεατρική ζωή της πόλης (ΚΘΒΕ, Πειραματική, Θεατρικό Εργαστήρι κλπ) πενιχρή, ανταγωνιστικά νοσηρή, πολλές φορές ανεπαρκής. Με ακατάλληλη κτιριακή υποδομή.
Φαντάστηκα πως όλες οι τέχνες (θέατρο, μουσική, χορός, εικαστικά ) θα προσφέρουν ένα νέο τοπίο πολιτισμού όπου η ανήσυχη πανεπιστημιακή κοινότητα μαζί με αυτούς που δημιουργούν θα αλλάξουν την πόλη. Ξέρω πως η τέχνη θέλει ‘μεγάλους’ χώρους για να εκφραστεί, απλούς, λειτουργικούς, χωρίς πολυτέλειες και γυαλιστερά μάρμαρα. Μέχρι το ΄97 οι εγκαταστάσεις του ΚΘΒΕ, τα δύο κινηματοθέατρα Άνετον και Αμαλία μαζί με το θέατρο Αυλαία και το Χατζώκου κάλυπταν στοιχειωδώς μια θεατρική δράση. Αντίθετα με τον πολιτισμό στον αθλητισμό σε κάθε γειτονιά και κάθε χωριό έβρισκες και ένα γήπεδο ή γυμναστήριο.
Όμως όταν ολοκληρώθηκαν το ΄97 τα νέα έργα αποδόθηκαν για χρήση οκτώ περίπου μεγάλα θεατρικά κτίσματα –κτίρια (ανοιχτά –υπαίθρια και κλειστά). Δυστυχώς μια κρατικοδίαιτη επιχορηγούμενη κάστα ανθρώπων του θεάτρου εγκαταστάθηκε με κομματικά κριτήρια μέσω πελατειακών σχέσεων και χωρίς καμία επινόηση και διάθεση για νέες πρωτοβουλίες εμπόδισε κάθε εξέλιξη. Από τα θεμέλια ακόμη των έργων φάνηκε πως οι «εργολάβοι» θα απολαύσουν με κάθε τρόπο τα «σωματικά» προσόντα μιας θεατρικής τέχνης που ουσιαστικά το μόνο που την ενδιέφερε, αντίθετα από ένα θέατρο ουσίας, ήταν να αποδώσει ‘ταμείο’ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις-πρακτικές.
Η κρίση που ακολούθησε δεν ευνόησε την σύγχρονη τέχνη. Συγκρούσθηκε με τα πρακτικά προβλήματα και οδηγήθηκε γρήγορα στα χέρια μιας νεοσύστατης χυδαίας εμπορευματοποίησης.
Οι τυχοδιώκτες επιχειρηματίες που εισχώρησαν στην πόλη άλλαξαν τις πρακτικές εφαρμογές , εξαφανίζοντας θέατρα και θεατρικά επαγγέλματα όπως του σκηνογράφου, του μουσικού του θεάτρου, του κατασκευαστή σκηνικών. Εκτός από ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις ένα «ταχύποδο» θεατρικό ρεπερτόριο, που εξυπηρέτησε τις μικρές κυρίως θεατρικές σκηνές της πόλης, κατέληξε σε ολιγοπρόσωπα θεάματα.
Οι μεγάλες κρατικές σκηνές, με αίθουσες χωρητικότητας 600 και πάνω θεατών, υπέκυψαν στις λειτουργικές ανάγκες των πολύπλοκων εγκαταστάσεων και μηχανισμών των κτιριακών εγκαταστάσεων. Όλοι οι ηθοποιοί που μέχρι τότε αντιδρούσαν στο κατεστημένο, σκεπασμένοι με την κουβέρτα του συνδικαλισμού, επέβαλαν νέες εργασιακές σχέσεις, με συντεχνιακά κριτήρια, χωρίς οι περισσότεροι να υπηρετήσουν το όνειρο και την φαντασία που έχει ανάγκη ο τόπος. Αντιθέτως όμως … μέσα σε υπόγεια και ακατάλληλες αίθουσες , μια νέα κατηγορία καλλιτεχνών προέκυψε. Με ταλέντο και κατάρτιση, νέα παιδιά, σπουδαίοι δημιουργοί..
Δεν ξέρω πώς προέκυψαν, ποιος τους βοήθησε, ποιος τους δίδαξε. Εγώ λοιπόν, χωρίς να μετανιώνω για ό,τι «λάθη» έκανα, αισθάνομαι ότι κάτι γόνιμο έχει συμβεί και θα είμαι μαζί τους. Αλλά ποιος νοιάζεται σ΄ αυτή την πόλη για ό,τι έγινε και ό,τι πρόκειται να γίνει…