Θεσσαλονίκη: Ένα απέραντο take away καφέ το κέντρο – Πώς τα βγάζουν πέρα;
Μιλώντας με τη γλώσσα των αριθμών - Πόσο κοστίζει να στήσεις μια επιχείρηση, τι «παίζει» με τα franchise και πώς «κρατάς» τους πελάτες
Ο καφές ήταν, είναι και θα είναι αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων και πόσω μάλλον των Θεσσαλονικέων.
Για πολλούς είναι ιεροτελεστία και «καύσιμο» για να βγει η μέρα. Απαραίτητος το πρωί όταν ξυπνήσεις, για «παρέα» όσο οδηγείς το πρωί για να φτάσεις στη δουλειά, στο χέρι ενώ κάνεις τη βόλτα σου στην αγορά.
Όπου και να περπατήσεις πλέον στην πόλη, από το κέντρο της μέχρι τους γύρω δήμους, θα διαπιστώσεις ότι οι επιχειρήσεις που προσφέρουν take away καφέ ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια.
Από επιχειρήσεις που λειτουργούν σε χώρους λίγων τετραγωνικών μέτρων, μέχρι εκείνες που παραπέμπουν σε mini market.
Ατομικές επιχειρήσεις και φυσικά γνωστές αλυσίδες που μπαίνουν καθημερινά στον ανταγωνισμό για να κερδίσουν αρχικά τους πελάτες και στη συνέχεια να τους κρατήσουν, με «όπλα» την ποιότητα, τις προσφορές, το προσωπικό που διαθέτουν.
Κάνοντας μια απλή βόλτα στους δύο εμπορικότερους δρόμους της Θεσσαλονίκης, την Εγνατία και την Τσιμισκή, θα διαπιστώσεις ότι υπάρχουν συνολικά εκατοντάδες επιχειρήσεις που προσφέρουν τη δυνατότητα να αγοράσεις έναν καφέ στο χέρι.
Μια συνήθεια που απέκτησε ιδιαίτερη δυναμική κατά τη διάρκεια των lockdown στον κορονοϊό, όταν ο κόσμος δεν μπορούσε να επισκεφτεί τις καφετέριες λόγω περιοριστικών μέτρων και έτσι έπαιρνε έναν καφέ στο χέρι και έκανε ατελείωτους περιπάτους.
Και τους τελευταίους μήνες εξαιτίας των νέων δεδομένων που έχει δημιουργήσει στο χάρτη της πόλης η έλευση του Μετρό, με αρκετά take away καφέ να κάνουν την εμφάνισή τους σε κοντινή απόσταση από τους σταθμούς του νέου συγκοινωνιακού μέσου της πόλης.
Το ερώτημα βέβαια που περνάει από το μυαλό όλων είναι πώς γίνεται να είναι βιώσιμες όλες αυτές οι επιχειρήσεις. Αντέχουν στον ανταγωνισμό; Και μιλώντας με τη γλώσσα των αριθμών πόσα χρήματα χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα take away καφέ στην πόλη, τι συμβαίνει με το κόσμος όσον αφορά το franchise ενός δυνατού brand name και τέλος πάντων πόσους καφέδες πρέπει να πουλάει την ημέρα μια τέτοια επιχείρηση για να πει ότι τα βγάζει πέρα;

Κόστος εκκίνησης από 15.000 έως 60.000 ευρώ
Το κόστος για να ανοίξει και να λειτουργήσει ένα take away καφέ εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η τοποθεσία, το μέγεθος του καταστήματος και ο εξοπλισμός.
Μιλώντας με ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την αγορά και έχουν εμπειρία από τις δικές τους ατομικές επιχειρήσεις, παρακάτω θα αναφερθούμε και στα ποσά για τo franchise, καταλήξαμε σε έναν «οδικό χάρτη» των βασικών εξόδων που απαιτούνται για το άνοιγμα ενός take away καφέ στη Θεσσαλονίκη.
Πρώτον και κύριον είναι φυσικά το ενοίκιο. Ένα κόστος που μπορεί να ξεκινάει από τα 500 ευρώ και να φτάνει έως και τα 2.500 ευρώ το μήνα, ανάλογα φυσικά με τα τ.μ και την περιοχή.
Ένα μεγάλο ποσό φυσικά απαιτείται και για την ανακαίνιση – διαμόρφωση του χώρου. Πρόκειται για ένα κόστος που η τελική του τιμή εξαρτάται και από τα «θέλω» του επίδοξου επιχειρηματία και μπορεί να ξεκινήσει από τις 5.000 ευρώ και να φτάσει έως τις 30.000 ευρώ.
Βασικά φυσικά έξοδα για μια επιχείρηση που ανοίγει από την αρχή είναι και η αγορά του εξοπλισμού.
Μια μηχανή εσπρέσσο μπορεί να κοστίσει από 5.000 έως 15.000 ευρώ. Ένας μύλος άλεσης καφέ από 500 έως 3.000 ευρώ.
Μια ταμειακή μηχανή, αλλά και η διασύνδεση με το POS από 500 έως και 2.000 ευρώ.
Η βιτρίνα και ο πάγκος εργασίας από 2.000 έως 7.000 ευρώ.
Λοιπά απαραίτητα σκεύη και εργαλεία από 1.000 έως 3.000 ευρώ.
Στον… λογαριασμό μπαίνει φυσικά και το αρχικό στοκ του καταστήματος. Καφέδες, ροφήματα, αναλώσιμα για να ξεκινήσει να «τρέχει» το μαγαζί, με ένα κόστος που κυμαίνεται από 2.000 έως 5.000 ευρώ.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν και τα κόστη που σχετίζονται με τις άδειες λειτουργίας, τους υγειονομικούς ελέγχους και τα νομικά και λογιστικά έξοδα, που στο σύνολό τους μπορεί να ξεκινήσουν από τα 1.500 ευρώ και να φτάσουν έως τις 5.000 ευρώ.
Στην εξίσωση μπαίνουν φυσικά μετά τη λειτουργία του καταστήματος και τα μηνιαία έξοδα που σχετίζονται με την αμοιβή των εργαζομένων που απασχολεί η επιχείρηση, αλλά και τα λοιπά λειτουργικά όπως ρεύμα, νερό, διαδίκτυο και φυσικά το αν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης επιλέξει να διαθέσει κάποιο ποσό για την διαφημιστική προώθηση.
Κάνοντας τη… σούμα
Ένας μικρός χώρος με βασικό εξοπλισμό έχει ως ελάχιστο κόστος εκκίνησης τα 15.000 ευρώ, το μέσο κόστος κυμαίνεται από 30.000 έως 50.000 ευρώ, ενώ το υψηλό κόστος μπορεί να αγγίξει και τις 60.000 ευρώ.
Τι «παίζει» με τα franchise;
Αρκετοί από εκείνους που θέλουν να… βουτήξουν στον «κόσμο» του take away καφέ, πιστεύουν ότι θα είναι ευκολότερο να το κάνουν μπαίνοντας στον «στίβο» του ανταγωνισμού μέσω ενός δυνατού brand name.
Και φυσικά αυτό γίνεται μέσω του franchise.
Δε σημαίνει βέβαια ότι η διαδικασία αυτή απαιτεί λιγότερα έξοδα ή είναι πιο εύκολη από το να χτίσεις από το μηδέν τη δική σου επιχείρηση.
Ίσα ίσα που το κόστος είναι υψηλότερο από ένα ανεξάρτητο take away καφέ, αλλά έχεις ως «όπλα» την αναγνωρισμένη μάρκα, την υποστήριξη και την εκπαίδευση του προσωπικού, αλλά και τις έτοιμες συνταγές και τη συνεργασία με εφοδιαστική αλυσίδα.
Ανάλογα με τη φήμη του brand name απαιτείται ένα ποσό της τάξεως των 5.000 έως 50.000 ευρώ για το λεγόμενο Entry Fee, το οποίο καλύπτει το δικαίωμα χρήσης της επωνυμίας και την αρχική υποστήριξη.

Και σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται ένα κεφάλαιο που κυμαίνεται από 20.000 έως 100.000 ευρώ για τον εξοπλισμό και τη διαμόρφωση του χώρου. Από μηχανές καφέ και έπιπλα μέχρι τη διακόσμηση και τα ταμειακά συστήματα.
Από 3.000 έως 10.000 ευρώ εκτιμάται το αρχικό στοκ, ενώ στα μηνιαία πάγια έξοδα συμπεριλαμβάνονται και εδώ οι μισθοί του προσωπικού, οι λογαριασμοί για διαδίκτυο, νερό, ρεύμα.
Στην περίπτωση του franchise υπάρχουν και τα Royalties: 3% – 8% του τζίρου, αλλά και τα Διαφημιστικά τέλη: 1% – 5% του τζίρου.
Τελικά, πόσους καφέδες τη μέρα πρέπει να πουλήσει μια τέτοια επιχείρηση για να τα βγάλει πέρα;
Είναι ένα εύλογο ερώτημα, που όμως δύσκολα έχει ξεκάθαρη απάντηση.
Και αυτό γιατί ένα take away καφέ δε στηρίζεται αποκλειστικά πλέον στην πώληση καφέδων, αλλά διαθέτει αναψυκτικά, νερά, σνακ, πίτες, κ.α
Αλλά επειδή στο παρών άρθρο ασχολούμαστε αποκλειστικά με τον καφέ, ζητήσαμε από ανθρώπους της αγοράς, να μας κάνουν έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό κέρδους αλλά και βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Για παράδειγμα, αν μια επιχείρηση έχει πάγια μηνιαία έξοδα 5.000 ευρώ, θα πρέπει να πουλήσει περίπου 2.500 καφέδες το μήνα ή περίπου 80 καφέδες τη μέρα.
Αν θέλει να έχει έναν καλό τζίρο που να κυμαίνεται μεταξύ των 15.000 – 20.000 ευρώ το μήνα, τότε αποκλειστικά και μόνο οι καφέδες που θα πρέπει να πουλάει ημερησίως είναι από 200 μέχρι 270.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια τελική… σούμα, πάντα όμως με βάση την πώληση καφέδων:
Ένα μικρό-μεσαίο take away καφέ θα πρέπει να πουλάει:
100+ καφέδες/ημέρα είναι το ελάχιστο για βιωσιμότητα
200+ καφέδες/ημέρα θεωρείται καλή απόδοση
300+ καφέδες/ημέρα σημαίνει εξαιρετικά κέρδη
Το… τρίπτυχο της επιτυχίας, ο ανταγωνισμός, και μια ακριβή αγαπημένη απόλαυση
Η επιτυχία μιας τέτοιας επιχείρησης εξαρτάται από την τοποθεσία, την ποιότητα του καφέ, και το μάρκετινγκ.
Σίγουρα, το να βρίσκεται η επιχείρηση σε ένα κεντρικό σημείο από ότι σε έναν μικρότερο δρόμο σου δίνει ένα πλεονέκτημα όσον αφορά τον κόσμο που περνάει από εκεί και μπορεί να κάνει μια στάση για να αγοράσει τον καφέ του.
Αλλά μιλώντας από την πλευρά του καταναλωτή, το σημαντικότερο τη σήμερον ημέρα είναι η ποιότητα.
Δεν παύει να είσαι και… καρακεντρικά. Εάν δεν κάνεις καλό καφέ θα το «πληρώσεις» αργά ή γρήγορα.
Όταν για κάποιους ο καφές αποτελεί καθημερινό έξοδο, δε θα σπαταλήσουν όπου και όπου τα χρήματά τους, αλλά μόνο εκεί που πραγματικά το αξίζει προκειμένου να τον απολαύσουν.
Από εκεί και πέρα οι επιχειρήσεις στην προσπάθεια τους για να ξεχωρίσουν η μία από την άλλη στον ανταγωνισμό, προσπαθούν να προσελκύσουν πελάτες με κάθε τρόπο.
Από εκπτωτικούς κωδικούς σε ηλεκτρονικές παραγγελίες, happy hours με τις τιμές να είναι πιο φθηνές σε σχέση με την υπόλοιπη μέρα, ακόμα και με… σφραγίδες του τύπου αγοράζεις πέντε καφέδες, ο επόμενος θα είναι δωρεάν.
Όλα τα παραπάνω βέβαια σε έναν κλάδο που οι ανατιμήσεις είναι συνεχείς με ζημιωμένους φυσικά όλους εμάς που αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε καθημερινά όλο και πιο ακριβά μια αγαπημένη απόλαυση.