Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη, η µεγάλη µπούρδα;

17 Οκτωβρίου Πέντε µήνες χωρίς δουλειά. Όχι κανένα σπουδαίο ρεκόρ, αλλά το σηµειώνω εδώ γιατί η ανεργία έχει αρχίσει να µου δηµιουργεί διάφορα ψυχοσωµατικά, αναιτιολόγητα ρεψίµατα, για παράδειγµα. Από τη µέρα που το εστιατόριο έβαλε λουκέτο δεν σταµάτησα να ψάχνω, φυσικά χωρίς αποτέλεσµα. Τελευταία προσπάθεια σήµερα το πρωί, σ’ ένα κατάστηµα που ζήταγε υπάλληλο αλλά […]

Άκης Δήμου
θεσσαλονίκη-η-µεγάλη-µπούρδα-23728
Άκης Δήμου
1.jpg

17 Οκτωβρίου

Πέντε µήνες χωρίς δουλειά. Όχι κανένα σπουδαίο ρεκόρ, αλλά το σηµειώνω εδώ γιατί η ανεργία έχει αρχίσει να µου δηµιουργεί διάφορα ψυχοσωµατικά, αναιτιολόγητα ρεψίµατα, για παράδειγµα. Από τη µέρα που το εστιατόριο έβαλε λουκέτο δεν σταµάτησα να ψάχνω, φυσικά χωρίς αποτέλεσµα. Τελευταία προσπάθεια σήµερα το πρωί, σ’ ένα κατάστηµα που ζήταγε υπάλληλο αλλά δεν ζήταγε εµένα. Έψαχναν – µε πάγωσε η υπεύθυνη – γυναίκα, τι άλλο να ψάχνουν σε µαγαζί µε γυναικεία εσώρουχα; (ναι, ήµουν τόσο απελπισµένος). ∆εν µου έδωσε καν την ευκαιρία να της πω ότι πολλοί άντρες ξέρουν περισσότερα για τα γυναικεία εσώρουχα από πολλές γυναίκες (δε θα επεκταθώ) κι ότι, εν πάση περιπτώσει, όλα είναι µέσα στο µυαλό µας, ακόµα και τα εσώρουχα. Αυτό ήθελα να της πω αλλά έφυγα σιωπηλός, ευχόµενος ολόψυχα (από µέσα µου) να φαλιρίσει το κιλοτάδικό της και να βγει να πουλάει τα σουτιέν της στις λαϊκές και µετά να µαζεύουν τις σπασµένες µπρετέλες αυτοί οι µεταµοντέρνοι τύποι που περνάνε µ’ ένα καροτσάκι και µαζεύουν ο,τιδήποτε, ακόµα και σένα αν τύχει και βρεθείς εκείνη την ώρα µπροστά τους ανυπεράσπιστος, αν και τι να σε κάνουν έτσι που σ’ έχει καταντήσει η ανέχεια;

Βγαίνοντας απ’ το µαγαζί, έπεσα πάνω σε δυο δεκαεξάρηδες. Η Θεσσαλονίκη τελικά, έλεγε ο ένας στον άλλο, τονίζοντας το «τελικά», είναι µεγάλη µπούρδα. Ο άλλος δεν απάντησε, είχε τα µούτρα του χωµένα σε µια σακούλα. Αυτό ήταν: όλο το υπόλοιπο πρωί σκεφτόµουν τον αφορισµό του µικρού. Σύντοµα έπιασα τον εαυτό µου να ψιθυρίζει µονότονα, ανάµεσα σε ακατάσχετα ρεψίµατα: η Θεσσαλονίκη τελικά είναι µεγάλη µπούρδα, η Θεσσαλονίκη κ.λπ. – όπως οι Ινδοί µοναχοί το µάντρα. Μόνο που εκείνοι έχουν κάτι να ξορκίσουν, εγώ δεν έχω τίποτα, εκτός απ’ την ανεργία. Αλλά δεν ξορκίζεται η ανεργία χαρακτηρίζοντας µπούρδα κοτζάµ συµπρωτεύουσα. Άσε που µερικά απογεύµατα, την ώρα που πέφτει ο ήλιος στο Θερµαϊκό, οι µέσα δρόµοι φωτίζονται περίεργα και µόνο µπούρδα δεν τη λες τότε τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι εκείνη την ώρα µπορείς να την πεις όπως θες, δεν πρόκειται να σου αντιµιλήσει. Εξάλλου, είναι πολύ απασχοληµένη. Πεζοδροµείται ακατάσχετα για να κάνει χώρο στα καινούργια τραπεζοκαθίσµατα, θέλει συγκέντρωση ο πεζόδροµος για ν’ ανοίξει και πιο πολύ για να τον διασχίσεις µετά, κολυµπώντας στους αφρούς αµέτρητων φρέντο. Την ώρα που ο ήλιος την κάνει για το διπλανό ηµισφαίριο, όµως, το µπούρδα δε στέκει, είναι άκυρο. Εκτός αν είσαι δεκάξι χρονών και δε σου λέει τίποτα το ηλιοβασίλεµα, αν κι εµένα στα δεκάξι µου µε θυµάµαι πολύ επιρρεπή στα ηλιοβασιλέµατα (αν και, τελικά, πιο πολύ στις µπούρδες).

Και, εν πάση περιπτώσει, ας δείξουµε λίγο σεβασµό στα ηλιοβασιλέµατα εκατό χρόνων, ολόκληρη πόλη έναν αιώνα τώρα κοπιάζει να σβήνει κάθε απόγευµα το πρόσωπό της και να το ξαναγράφει το άλλο πρωί, δεν χρειάζεται τόσος αρνητισµός.

Προς στιγµή, αυτή η σκέψη µε σάστισε τόσο που έκατσα σ’ ένα παγκάκι µπροστά στο Hondos για να µην καταρρεύσω. Εντάξει, ίσως υπερβάλλω λίγο αλλά δεν είναι και µικρό πράγµα να συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι αυτή η πόλη έχει παραδοθεί στα ηλιοβασιλέµατα (γεµάτα αναµνήσεις ή σκέτα) τριάντα έξι χιλιάδες πεντακόσια απογεύµατα. ∆ηλαδή την έχει καταπιεί το σκοτάδι τόσες φορές, την έχει κρύψει, την έχει προστατέψει, της έχει δώσει χρόνο να φιληθεί κρυφά µε την ησυχία της, να ξηλώσει παλιά µυστικά και να ράψει καινούργια, να παίξει µπαρµπούτι πάνω σε µια ξεφτισµένη κουβέρτα ή µπιρίµπα σε µια βελούδινη τσόχα, να καυλώσει στους καναπέδες, να χορέψει ταγκό στο «Λουξεµβούργο», να σφάξει κόσµο από έρωτα ή πόλεµο, ν’ ακούσει τη Μαρινέλλα στην αρχή της, να ψιλοβουρκώσει υποκριτικά στη σκέψη όσων την καψουρεύτηκαν κατά καιρούς ή να κλάψει µε λυγµούς που κανείς δεν την παντρεύτηκε, να βραχεί κάτω απ’ τον «Ουρανό» του Κανελλόπουλου… Μέχρι στο τέλος να την πάρει ο ύπνος και να ονειρευτεί πως είναι µια άλλη, µε τέτοια µανία που να το πιστέψει και ξυπνώντας το άλλο πρωί (τριάντα έξι χιλιάδες πρωινά!) να µην ξέρει κατά πού να κάνει. Και να ψάχνει το δρόµο της ξεχτένιστη ανάµεσα στα τραπεζοκαθίσµατα, µ’ αυτούς τους περίεργους να την ακολουθούν κατά πόδας µε το αυτοσχέδιο καρότσι τους, περιµένοντας πότε θα της πέσει καµιά σαβούρα για να τη µαζέψουν.

Τέτοια σκεφτόµουν όλη τη µέρα, τα µισά στο παγκάκι και τα υπόλοιπα απόγευµα στο µπαλκόνι, κοιτώντας τον Απέναντι που µόλις είχε βγει απ’ το µπάνιο. Κάθισε µε το µπουρνούζι στη µπαµπού πολυθρόνα του – αυτή που δεν έχει µαξιλάρι, γιατί η άλλη έχει – και άρχισε να κόβει τα νύχια των ποδιών του. Όταν τέλειωσε µε το ένα πόδι, άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνό του, αλλά δεν έδωσε σηµασία, συνέχισε ατάραχος το κόψιµο του άλλου ποδιού (των νυχιών του εννοώ). Προφανώς ήξερε την πολύ παλιά αλήθεια: όποιος κι αν είναι δεν αξίζει τον κόπο. Οπότε παράτησε το κινητό να χτυπάει στο βρόντο, µπήκε στην κουζίνα κι ετοιµάστηκε να µαγειρέψει, µάλλον γεµιστά. Και πάνω που πήγαινα όλα να τα ξεχάσω, το αναµµένο φως στην απέναντι κουζίνα µου θύµισε ότι ήµουν µάρτυρας σ’ ένα ακόµη ηλιοβασίλεµα, στεφανωµένο µε πιπεριές και ντοµάτες, σε µια τυχαία πόλη του κόσµου που έναν αιώνα τώρα τσιγαρίζει αργά τον κιµά στην κατσαρόλα της αλλά, σαν από θαύµα, δεν της έχει αρπάξει.-

(από το ηµερολόγιο του Θεόφιλου Παπάγου)

*Το κείμενο είναι από τη στήλη του Άκη Δήμου, Ξυπόλητος στην άσφαλτο, του τεύχους #184 της Parallaxi

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα