ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ: Ο Αβδελλάς στους βάλτους του Γαλλικού

Ένα διήγημα από τη συλλογή «ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

θεσσαλονικη-η-ιστορια-μεσα-απο-τουσ-μυ-1247980

Ανγκές τεσί μάγκε, τε άρα του μέγκε… Αν είναι σήμερα για μένα, αύριο θα ‘ναι για σας…

(Από γύφτικο μοιρολόγι της περιοχής του Δενδροπόταμου).

Ο γύφτος ο Αβδελλάς τράβηξε κατά πάνω τα παντελόνια ίσαμε τα γόνατα και μπήκε να περπατήσει ξυπόλητος μέσα στην κρύα λάσπη του βάλτου. Σε λίγη ώρα κόλλησαν απάνω του οι αβδέλλες, μαύρες, γλυστερές και σιχαμένες. Πάτησε μετά σε στέρεο χώμα, άναψε αμέσως ένα σέρτικο «στούκας» από τα χύμα του Ματσάγγου κι άρχισε με σβέλτες κινήσεις να τις ξεκολλάει μία μία καίγοντας την άκρη τους με την κάφτρα του. Οι αβδέλλες δεν αστειεύονται, μπορούν να σου ρουφήξουν, άμα αργήσεις, αίμα πιο πολύ και από το βάρος τους. Ένα φυλλαράκι ήταν το κορμί του, ούτε τριάντα οκάδες δε ζύγιζε καλά καλά και το αίμα δεν του περίσσευε δράμι. Τις τοποθέτησε προσεχτικά σε γυάλινα βάζα που τ’ απογέμισε με νερό και τα τάπωσε καλά.

Στις γάμπες του απόμειναν μικρούτσικες πληγές να αιμορραγούν. Πήρε γρήγορα γρήγορα μια χούφτα λάσπη και τις άλειψε για να σταματήσει το αίμα.

Τρία χρόνια έκανε τούτη τη δουλειά ο γύφτος ο Αβδελλάς. Ξεκίνησε το 1952. Τι γύφτος δηλαδή, γυφτόπουλο στην πραγματικότητα, 19 χρονώ παληκαράκι, φορτωμένο νιάτα και σκοτούρες. Παντρεμένος κιόλας και με τρία κουτσούβελα. Ζούσαν όλοι μαζί με τον παππού του και τη γιαγιά του στον τενεκέ – μαχαλά των τσιγγάνων, δίπλα στον Δενδροπόταμο. Η παράγκα τους από παλιές σάπιες καραβίσιες σανίδες και πάτους τενεκέδων, με κουρελούδες στα παράθυρα αντίς για τζάμια, σγουριασμένες λαμαρίνες για σκεπή και χοντρές ψάθες καταγής που κρατούσαν όσο γινόταν μακριά την υγρασία από τα στρωσίδια τους, όταν πλημμύριζε από τις μπόρες ο Δενδροπόταμος και το νερό του μούσκευε τα πάντα. Όμοιες στην αθλιότητα και όλες οι παράγκες της γειτονιάς του. Άσε που πολλοί τη βγάζανε χειμώνα καλοκαίρι σε τσαντήρια. Η μιζέρια έδιωχνε τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς έξω από τα τείχη της πόλης, στους χείμαρρους και στα ποτάμια.

Τη δουλειά την είχε μάθει από τον παππού του. Οι γονιοί του με τ’ άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια του δουλεύαν εποχιακοί εργάτες, όπου είχε σοδειά το καλοκαίρι – καρπούζια, πατάτες και τέτοια – ή πουλούσαν με το κάρο καλάθια και ψάθες από λυγαριά στις φτωχογειτονιές της Σαλονίκης το χειμώνα. Αλλά τούτος, ο μικρός, προτίμησε ν’ ακολουθεί τον παππού του για αβδέλλες. Δεν του πήγαινε το χαμαλίκι στα χωράφια κι ούτε είχε την κλίση για έμπορας. Έμαθε, λοιπόν, από πολύ νωρίς να τις ανακαλύπτει, να μην τις φοβάται όταν βεντούζιαζαν απάνω του και να τις ξεκολλάει με τρόπο, χωρίς μεγάλη ζημιά. Μετά τις πουλούσανε για μια δραχμή τη μία στους μπαρμπέρηδες στη «στοά Χορτιάτη», εκεί στην οδό Μενελάου, όπου ανθούσε το παραϊατρικό εμπόριο. Εκείνα τα χρόνια στα κουρεία εύρισκαν τη γιατρειά τους με τις αβδέλλες οι υπερτασικοί και όσοι τους ενοχλούσαν τα πάχητα, οι ζαλάδες, οι πόνοι και τα πρηξίματα, που εξαφανίζονταν με μιας μόλις έφευγε το «κακό» αίμα.

Φέτος ο παππούς του υπόφερνε από ρεματικά κι έτσι αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά μόνος του.

«Σου κερέζ, σου πιγί κενάν; (τι έκανες, πούλησες τίποτα)», τον ρωτούσε τα βράδια, όταν γύριζε.

«Ουρταπάρντα κερέζ (ψιλοπράγματα)».

Τα έλη της Κασκάρκας στο Καλοχώρι τα γνώριζε καλύτερα κι από την παράγκα τους. Κι είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα σιχαμερά και γλοιώδικα ζωύφια, που προτιμούσε ν’ ανέχεται το ανατριχιαστικό ρούφηγμά τους παρά να γυρίζει στην παράγκα, όπου η γυναίκα του, τα γυφτάκια του, η μιζέρια και η φτώχια του αβίωτου τσιγγάνικου βίου – φορτία δυσβάσταχτα για δεκαεννιάχρονες πλάτες – κολλούσαν σαν αβδέλλες απάνω του και του ρουφούσαν την ίδια του τη ζωή.

* * *

Πήρε να μουχρώνει. Βιάστηκε να σηκωθεί να φύγει, γιατί εκείνη την ημέρα είχε απομακρυνθεί αρκετά από τα συνηθισμένα του λημέρια και ψάχνοντας να βρει καλύτερα στέκια με περισσότερες αβδέλλες είχε φτάσει στα Δάνεια, κάτι λιμνότοπους μέσα στις όχθες του Γαλλικού. Ερημιά γύρω του. Μονάχα μερικά βουβάλια λίγο πιο πέρα, σ’ ένα αλμυρολίβαδο, μηρύκαζαν το χορτάρι και το μαράζι της μοναξιάς τους. Ανθρώπινη παρουσία καμιά. O ουρανός από πάνω του βαρύς, χειμωνιάτικος, γκρίζος.

Φορούσε τις λαστιχένιες μπότες του για να φύγει, όταν τον πλησίασε κολυμπώντας πάνω στο νερό της λιμνούλας ένας κύκνος. Τα ‘χασε ο γύφτος, δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο και πιο μεγάλο πουλί. Να κινείται πάνω στο νερό τόσο απαλά κι ανάλαφρα και όλα του τα φερσίματα να θυμίζουν κάποιαν ευγενικιά καταγωγή. Βασιλιάς των πουλιών του φάνταξε καθώς ζύγωνε διστακτικά κοντά του.

Παραλοΐστηκε μήπως ή ο κύκνος τον ρώτησε στ’ αλήθεια; Πάντως ο γύφτος απάντησε φωναχτά,

– Όχι, δεν είμαι κυνηγός. Δεν ήρθα εδώ για να σκοτώσω πουλιά, αβδέλλες μαζεύω.

Ο κύκνος ξεθάρρεψε, πλησίασε κοντύτερα. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

– Να! βουτάω ξυπόλητος μέσα στη λάσπη κι εκείνες κολλάνε πάνω στα πόδια μου.

«Και δεν πονάς;»

– Σχεδόν καθόλου. Το κάνω χρόνια και το συνήθισα.

«Συνηθίζεται ο πόνος;»

– Σαν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς… Αυτή είναι η δουλειά μου, απ’ τις αβδέλλες ζούμε.

Μίλησαν έτσι κάμποσο, ώσπου νύχτωσε σχεδόν.

Εκείνο το βράδυ γυρίζοντας στην παράγκα, πρώτη φορά ο γύφτος ο Αβδελλάς δεν έδειρε τη γυναίκα του και τα γυφτόπουλα από τα νεύρα.

Προσπαθώντας να κοιμηθεί σκεφτόταν ολοένα τον κύκνο τον πελώριο, την ελεύθερη ζωή του και την τύχη του να ‘ναι πουλί και να μπορεί να πετάει, να φεύγει.

Μόνιμο στέκι του από τότε έγιναν τα Δάνεια στον Γαλλικό. Πήγαινε κάθε μέρα και συναντούσε το φίλο του πια, τον κύκνο. Μάζευε τις αβδέλλες και συνομιλούσαν, ώσπου στο τέλος σταμάτησε να μαζεύει και μόνο κουβέντιαζαν. Αυτό ήταν η χαρά του.

Στις ώρες της συντροφιάς τους ήταν ο γύφτος που μιλούσε. Για τα πάντα, για τη ζωή του, όπως δεν είχε κάνει ποτέ ούτε με τον πατέρα του, ούτε με τη μάνα του, ούτε με τον παππού του. Ήταν σα να μιλούσε περισσότερο με τον εαυτό του. Ο κύκνος πάλι τον κοίταζε στο στόμα ακίνητος, προσπαθώντας να διαβάσει στην κίνηση των χειλιών τα ειπωμένα και τ’ ανείπωτα, τα φανερά και τα μυστικά του.

Ένα απόγεμα με κόκκινα, πορτοκαλιά και μαβιά χρώματα ο κύκνος ανάγγειλε στο γύφτο πως ήρθε η ώρα να φύγει για άλλα μέρη. – Πού θα πας; τον ρώτησε ο γύφτος σαστισμένος από την αναπάντεχη ανακοίνωση.

Όλον αυτόν τον καιρό το μυαλό του τον κορόιδευε πως αυτή η φιλία με τον κύκνο, η παράξενη και ίσως απίστευτη για μερικούς, θα βαστούσε για πάντα.

«Κατά τη δύση, εκεί που βλέπεις να σβήνουν τα χρώματα». Εκείνη την ώρα τα χρώματα της ημέρας ξεφτίζανε και χάνονταν πίσω από το Βέρμιο, λες κι ένας μαγνήτης τα τραβούσε πίσω από το βουνό. – Με παίρνεις κι εμένα μαζί σου; τον ρώτησε ο γύφτος αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί καλά καλά, αλλά πάντως μέσα από την καρδιά του. «Θα λείψω για καιρό κι αν θελήσεις να γυρίσεις πίσω…»

– Δεν θα θελήσω.

«Μα αυτό το ταξίδι είναι μονάχα για πουλιά».

– Και τι μ’ αυτό; Και συ μιλάς σαν άνθρωπος. Άσε με, λοιπόν, κι εμένα να πετάξω σαν κύκνος.

«Είναι πολύ επικίνδυνο για σένα… Δεν έχεις φτερά, πώς θα πετάξεις;»

– Εσύ θα με βοηθήσεις, τι φίλοι είμαστε;

«Τότε έλα, ανέβα πάνω μου και πιάσου γερά απ’ το λαιμό μου. Έχεις ξαναπετάξει;»

– Μονάχα στα όνειρά μου, αναστέναξε ο γύφτος.

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή καθώς πέρασαν απ’ το μυαλό του η αβεβαιότητα της πτήσης και ο φόβος του κενού. Μα αμέσως μετά με ένα σάλτο σκαρφάλωσε στη ράχη του πουλιού, αγκάλιασε το λαιμό του και πέταξαν κι οι δυο κατά τη δύση. Μακριά, πολύ μακριά από τους ξεροπόταμους και τις παράγκες, όπου κυλούσε άχαρα η άχαρη ζωή του γύφτου του Αβδελλά.

Εκείνο το βράδυ η γύφτισσα και τα γυφτόπουλα τον περίμεναν άδικα να γυρίσει. Αναστατώθηκε όλος ο μαχαλάς των τσιγγάνων. Κι όπως η νύχτα έριχνε το σκοτάδι της στην ψυχή αυτών που περιμένουν, η γύφτισσα μ’ ένα κακό προαίσθημα παράτησε τα ξεφωνητά κι έπιασε να μουρμουρίζει,

Κγελέμ κάι ντοκτόρι, κάι μπαρό τα ο ντοκτόρι πεντάσμανκε κάι σίμαν παρό ναφσαλιπέ… Πήγα στο γιατρό, ο μεγάλος ο γιατρός με είπε πως έχω μεγάλη αρρώστια…

Την άλλη μέρα το πρωί ειδοποιήθηκε η αστυνομία κι έκανε επί τόπου έρευνα στην περιοχή, εκεί όπου ο γύφτος συνήθως μάζευε τις αβδέλλες. Βοήθησαν όλοι οι γύφτοι του μαχαλά, αλλά μάλλον δυσκόλεψαν και μπέρδεψαν το έργο της αστυνομίας, γιατί ο καθένας τους είχε να υποδείξει τουλάχιστον δέκα διαφορετικά σημεία, όπου νόμιζε πως τον είδε για τελευταία φορά, και να προτείνει άλλες τόσες φανταστικές ερμηνείες για τα αίτια της εξαφάνισης.

Άκαρπες οι προσπάθειες. Δεν βρέθηκε τίποτα. Κι ο αστυνόμος δεν ήξερε πως ν’ ανακοινώσει στη γύφτισσα τα κακά μαντάτα. – Φαίνεται… τον ρούφηξε κάπου ο βούρκος… και πνίγηκε, της είπε ξεροκαταπίνοντας το σάλιο του κι έβαλε στη χούφτα της μερικά άσπρα φτερά και  πούπουλα. Βρήκαμε μόνο αυτά…

Η γύφτισσα έπιασε πάλι να χτυπιέται και να τσιροκοπάει. Κουράστηκε, κάθισε σ’ ένα κασόνι έξω από την παράγκα· η φωνή της έβγαινε κλάμα σιγανό, αργόσυρτο μοιρολόι…

Να πενέν κατινέντε… Ανγκές τεσί μάγκε τε άρα του μέγκε… Μην το λέτε πουθενά… Αν είναι σήμερα για μένα, αύριο θα ‘ναι για σας…

Πέρασε πολύς καιρός. Η γύφτισσα με τα γυφτόπουλα μετακομίσανε σε άλλη παράγκα, εκατό μέτρα παρακάτω, στην ίδια γειτονιά, στον Δενδροπόταμο. Η γύφτισσα τους έδειξε έναν ψηλό μελαχρινό άντρα, αβδελλά κι αυτόν.

– Από δω και πέρα αυτός θα ‘ναι ο πατέρας σας.

Και η ζωή τους συνεχίστηκε με τον δικό τους τσιγγάνικο τρόπο, όμοια με τα νερά του βάλτου στον Γαλλικό που απλώνονται πρασινωπά, θολά και ακίνητα ως εκεί που φτάνει το μάτι σου. Που και που μονάχα τα ταράζουν ανεπαίσθητα, καθώς επιπλέουν, μερικά άσπρα φτερά από κύκνους.

*Ένα διήγημα από τη συλλογή ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα