ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ: Ο Τρούμαν στα πέριξ του Λευκού Πύργου
Κάνει μία στάση στο «Ντορέ» και το «Ωμέγα». Συνεχίζει δίπλα στο «Λίντο», κατηφορίζει στην παραλία για το «Πτι Παλέ» και το «Αχίλλειο»
Δεκέμβρης 1964.
Καφενείο του Παναγιώτη πίσω από το «Ντορέ». Στέκι για νυχτόβιους, οδηγούς αστικών όταν τελειώσει η βάρδια τους και δεν τους τραβάει το σπίτι, ταξιτζήδες τις πιο προχωρημένες ώρες μόλις νεκρώνει η νυχτερινή κίνηση.
Από νωρίς έκανε το πέρασμά του ο θεόχοντρος Σέρμαν με την καγκελωτή μουστακιά του και μας εφοδίασε στραγαλάκια. Όταν του περισσεύουν του Σέρμαν τα μπακίρια στις τσέπες αράζει στον καφενέ, βάζει τρεις καρέκλες στη σειρά για να βολευτεί εκείνο το κυκλώπειο σώμα του και αρχίζει το κουμαρτζίδικο τάβλι.
Τα μπινελίκια στις στραβές ζαριές πάνε σύννεφο, ακούγονται ίσαμε το Λευκοπύργο.
«Στο στόμα λειώνει, στον κώλο φυτρώνει!» η ατάκα του μουστακαλή για να διαφημίσει τη φρεσκάδα των ξηρών καρπών του.
Είμαι ρέστος από τσιγάρα πάνω από μία ώρα. Πήγε δύο παρά είκοσι, τα μπαλαντέρ με έχουν κανονικά γραμμένο και η κουφάλα ο Τρούμαν ακόμα να σκάσει μύτη.
Επιτέλους κάνει τη μεγαλοπρεπή εμφάνισή του! Τεράστιος, με τη γνωστή μαύρη παλτουδιά την μακριά σχεδόν ίσαμε τους αστράγαλους.
«Πού ‘σαι, ρε Τρούμαν; Μας γκάστρωσες, γαμώτο μου, απόψε μέχρι να ‘ρθεις!»
Μας πλησιάζει με το ανάλαφρο περπάτημά του. Χαμογελάει.
«Παρουσιάστηκε μια μικρά καθυστέρησις στο «Αιγαίο»… Σας ξέχασε ποτέ ο Τρούμαν;»
«Άσε τις σάλτσες και πιάσε ένα Άρωμα φίλτρο».
«Έναν Άσσο μικρό».
«Να σε δούμε ν’ αγοράζεις κανονικό πακέτο…».
«Άσε μας, ρε Τρούμαν, έχουμε το σκατόφυλλο, έχουμε κι εσένα!»
«Πέντε χύμα Ματσάγγου».
«Γιώργη, θα τα φας τα πνεμόνια σου με τα στούκας!…»
«Αμερικάνικα σε βρίσκονται;»
«Τι τραβάει η ψυχούλα σου, ταρίφα;»
«Σάλεμ».
Συγκεντρώνει τις παραγγελίες των χαρμάνηδων και με μια άκρως επιμελημένη θεατρική κίνηση, δουλεμένη εδώ και χρόνια, ανοίγει την μάξι παλτουδιά του διάπλατα με το αριστερό και το δεξί ταυτόχρονα, ένας Μπάτμαν έτοιμος να πετάξει σε όλα τα στέκια των ξενύχτηδων, μια άκακη νυχτερίδα, ένας ιππότης φορεμένος την πανοπλία του, ο ταχυδακτυλουργός την ώρα που βγάζει το λαγό από το καπέλο. Εμείς θαυμάζουμε για μια ακόμα φορά την πραμάτεια του καλοβολεμένη με τάξη συλλέκτη πολύτιμων αντικειμένων.
Αυτός κάνει πως ψάχνει στο κινητό του περίπτερο. Κοιτάζει αριστερά, δεξιά, ψηλά, χαμηλά, στις αμέτρητες εσωτερικές τσέπες του παλτού, δικής του ραπτικής επινόησης, παίζοντας με την αγωνία μας, «έχει τη μάρκα μου;».
Το βλέμμα του από ευθύγραμμο ως δια μαγείας γίνεται τεθλασμένο, στο εμπόρευμα και ταυτόχρονα στα λιγούρικα βλέμματά μας. Κι ύστερα μια βεντάλια που ανοίγει να μας αγκαλιάσει όλους μαζί, να διαπιστώσει το θαυμασμό μας και να ικανοποιήσει με χαρακτηριστική βραδύτητα τις ορέξεις μας.
Χωρίς το παλτό ο Τρούμαν είναι αυτό που είναι πραγματικά. Αδύνατος, οστεώδης, απροσδιόριστης ηλικίας, ας πούμε πενηντάρης, σκοτεινός όπως όλα τα όντα της νύχτας. Βυζαντινή φιγούρα αναχωρητή, αποστεωμένη, να την πάρει ο βαρδάρης στα μεγάλα του κέφια και να τη χάσουμε μια για πάντα.
Ψηλός σαν τιμάριθμος. Με κλειστό το παλτό του πάλι φαντάζει θηριώδης, το «ντουλάπα» θα του ερχόταν γάντι.
Τη δεκαετία του ‘60 κανένα περίπτερο δεν διανυχτέρευε. Άλλωστε και μεις οι ξενύχτηδες μετρημένοι ήμασταν. Ο Τρούμαν ένας από μας αλλά λιγάκι διαφορετικός. Αυτός ένας τζέντλεμαν. Μιλούσε με στρωτή καθαρεύουσα σ’ ένα ακροατήριο όπου ελάχιστοι χαμπάριζαν από τρίτη κλίση. Ετοιμόλογος, απαντούσε στις σπόντες, στις διφορούμενες κουβέντες και στα πειράγματα.
Σήκωνε το καλαμπούρι των νυχτόβιων και ανταποκρινόταν με χιούμορ. Βέβαια ένας τόσο ευγενικός τύπος πάντα μετρούσε τα λόγια του. Ας πούμε, ποτέ δεν τον άκουσα να λέει για τον θυρωρό τον Παυλάκη «ο πούστης», κι ας του ‘κανε του κόσμου τα τσαλίμια ο άλλος. Προτιμούσε το «κίναιδος».
Στο διπλανό τραπέζι τέσσερις ταξιτζήδες παίζουν εφταράκι.
«Τρούμαν πιάσε ένα νυχοκόπτη και δυο καπότες».
«Απόψε θα γαμήσει τη χτικιάρα ο Βαγγέλας και δε γουστάρει να ‘χει μαυρισμένα νύχια!…»
Απέναντι παίζουν τάβλι με το πενηντάρικο κάτω από το τραπέζι. Ο Νικόλας φυσάει με μαεστρία τρεις φορές τα ζάρια για να ρίξει μια καλή.
«Τρούμαν, ένα πακέτο τσίχλες φράουλα… Στέγνωσε ο στόμας μου…»
«Καλά απ’ όλα έχει;», αναρωτιέται ένας πρωτόφαντος στο καφενείο μας, έμπορας σιτηρών από τα Σέρβια.
Και τότε ο Τρούμαν στο κρεσέντο της αποψινής του επίδειξης ξετρυπώνει από το παλτό ένα μικρό φερετράκι, γύρο στους δεκαπέντε πόντους στο μήκος, με σταυρό στο καπάκι, τέλεια απομίμηση κανονικού.
«Έχω και αυτό! Για δέστε, κύριος…»
Κόκαλο ο Κοζανίτης.
«Ρε Τρούμαν, μήπως είσαι καρφί της αστυνομίας;», του πετάει τη μπηχτή του για να τον τσιγκλήσει ο καφετζής, έτσι κουβέντα να γίνεται.
Βάζει τότε το χέρι του στην εξωτερική τσέπη του παλτού και μοστράρει στον αναιδή ένα εφτάρι μπετονόκαρφο, απ’ αυτά που διαθέτει το κατάστημά του σε όλα τα μεγέθη. «Τέτοιο καρφί είμαι!»
Μας δωρίζει το όλο ευγένεια χαμόγελό του για καληνύχτα και αναχωρεί αεράτα, ξαλαφρωμένος κατά οκτώ πακέτα τσιγάρα, δυο κουτιά σπίρτα, τέσσερα προφυλακτικά, ένα πακετάκι τσίχλες κι ένα νυχοκόπτη.
Νυχτοκόπτης ο Τρούμαν από τις δώδεκα ίσαμε τις πέντε το πρωί. Το ίδιο δρομολόγιο κάθε βράδυ.
Ξεκινάει από τη «Βιολέτα» απέναντι από το «σινέ Ηλύσια». Κάνει μία στάση στο «Ντορέ» και το «Ωμέγα». Συνεχίζει δίπλα στο «Λίντο», κατηφορίζει στην παραλία για το «Πτι Παλέ» και το «Αχίλλειο». Αργότερα θα κάνει ένα πέρασμα από την μπαρμπουτιέρα του «Σεραφείδη».
Τον περιμένουν όλοι, είναι ένα κομμάτι της νύχτας, βρέχει – χιονίσει.
Παντρεμένος, ελεύθερος; Αγαπάει, δεν αγαπάει; Έχει παιδιά, σκυλιά, τι στο διάολο παιδεύεται;
Και γιατί Τρούμαν; Ποιος να του το κόλλησε άραγε; Ποια η συγγένεια του δικού μας με τον 33ο πρόεδρο των ΗΠΑ; Τι σχέση μπορεί να ‘χει η ευγενική ψυχούλα του με τον πολιτικό που διέταξε εν ψυχρώ το βομβαρδισμό της Χιροσίμα; Ίσως περισσότερο ταιριάζει με το «δόγμα Τρούμαν», τη βοήθεια της Αμερικής στην Ελλάδα το ‘47. Ε, κάτι ανάλογο δεν κάνει κάθε βράδυ για τα χαρμάνια της νύχτας;
Πιθανόν όμως να διάλεξε μόνος του έναν τίτλο, έστω και σε παρατσούκλι, που να κρύβει μεγάλα απραγματοποίητα όνειρα, αυτά που δεν αντέχουν το φως της ημέρας, τσουρουφλίζονται, και γι’ αυτό σεργιανάνε κάθε βράδυ στη Διαγώνιο, στα πέριξ του Λευκοπύργου, στην παλιά παραλία και στα μισοσκότεινα γύρο σοκάκια».
* Η Λένα Καλαϊτζή – Οφλίδη και ο Σίμος Οφλίδης γράφουν μαζί από τη δεκαετία του ’80.
**Πρώτη δημοσίευση «Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα» μυθιστορίες, Εκδόσεις Ιανός 2022.