Θεσσαλονίκη: Περπατώντας στα βήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη
Η συναισθηματικά φορτισμένη φωνή του είναι το μόνο που ακούγεται στο ήσυχο Κυριακάτικο πρωινό.
Η μέρα ήταν ανήλιαγη. Τα σύννεφα προμήνυαν βροχή και το αεράκι περνούσε ελαφρύ μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Είκοσι άτομα, καθισμένα στα πεζούλια πίσω από τη Ροτόντα, ακούνε με προσήλωση τα λόγια του Μίλτου Πολυβίου. Εκείνος, όρθιος, εξιστορεί και αφηγείται για τον καλό του φίλο Μανόλη Αναγνωστάκη: «Θα περπατήσουμε σε μέρη που είτε σημάδεψαν τον ίδιο, είτε το έργο του». Η συναισθηματικά φορτισμένη φωνή του είναι το μόνο που ακούγεται στο ήσυχο Κυριακάτικο πρωινό.
Εκεί, καθισμένοι στη Ροτόντα, μακριά από τη βουή της πόλης και με φόντο το πανεπιστήμιο όπου φοίτησε ο ποιητής, η ιστορία ξεκινά από το αγωνιστικό παρελθόν και τη φυλάκιση του Αναγνωστάκη στο Γεντί Κουλέ. Αν και η επίσκεψη στο Επταπύργιο δεν είναι εφικτή, ο κ. Πολυβίου προσπαθεί να μεταφέρει νοητά τους ακροατές του στον τόπο κράτησης του ποιητή μέσα από τις εικόνες που ο ίδιος δημιουργεί στα ποιήματά του. «Εκεί ξεκινάει η ιστορία. Αυτή η εμπειρία σημάδεψε και απηχείται στο έργο του: “ήμουν στη φυλακή και δεν ήρθες να με δεις”. Η μοναδική πρωτοπρόσωπη αφήγηση για το γεγονός ότι πήγε φυλακή. Δεν υπάρχουν άλλες ευθείες αναφορές. Το αναφέρει με διάφορες εκφράσεις. Είναι μία εικόνα που επανέρχεται συνέχεια». Κατά τη διάρκεια της αφήγησης, ο κ. Πολυβίου απαγγέλει στίχους από τα έργα του Αναγνωστάκη. Τα βιβλία, εξαντλημένα και δυσεύρετα πλέον, τα κρατά ευλαβικά στα χέρια του.
Μετά το πέρας της εξιστόρησης της φυλακής, έρχεται η ώρα για την έναρξη του περιπάτου. Πρώτη στάση, το πανεπιστήμιο όπου φοίτησε ο ποιητής. Όρθιοι πλέον, στρέφουν το βλέμμα προς το κτήριο της Παλαιάς Φιλοσοφικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Η Θεσσαλονίκη δεν τον ενδιέφερε σαν πόλη με ιστορική ταυτότητα, αλλά σαν τόπος βιωμάτων» αναφέρει ο κ. Πολυβίου καθώς όλοι στέκονται γύρω του, ενώ εκείνος διαβάζει για τα χαλάσματα του εβραϊκού νεκροταφείου από το Περιθώριο ’68 – ’69· έμμεση αναφορά στο Πανεπιστήμιο και μοναδική αναφορά στην ιστορική ταυτότητα της πόλης.
Ο περίπατος συνεχίζεται πάνω από τη Ροτόντα. Οι συμμετέχοντες έχουν έρθει είτε μόνοι τους είτε με παρέα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ακούγονται οι πρώτες συνομιλίες μεταξύ τους. Δεύτερη στάση το σταυροδρόμι των οδών Αρριανού με Φιλίππου. Το γκρουπ κοντοστέκεται και ο κ. Πολυβίου διαβάζει το αντίστοιχο χωρίο. Όλοι στέκονται και ακούνε τα λόγια του ποιητή, όπως τα μεταφέρει ο επιστήθιος φίλος του.
Ο κ. Πολυβίου μεταφέρει εικόνες και αισθήματα για τις εμπειρίες του ποιητή μέσα από τα ίδια του τα λόγια, διαβάζοντας το έργο του και εμπλουτίζοντάς το με ανέκδοτες ιστορίες που τού είχε εκμυστηρευτεί. Προχωρώντας στη Φιλίππου, το γκρουπ κάνει μία μικρή στάση στο πρώην Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής, με τον κ. Πολυβίου να σημειώνει ότι δεν έχει σχέση με τον Αναγνωστάκη αλλά είναι ιστορικής σημασίας. Οι στάσεις σε αυτά τα δύο σημεία δεν διαρκούν πολύ.
Λίγα μέτρα παραπέρα, η επόμενη στάση του περιπάτου: η ταμπέλα αναγράφει «Πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη». Καθισμένοι στα παγκάκια, οι παρευρισκόμενοι μαθαίνουν τη σημασία του μέρους. «Από εδώ περνούσε κάθε μέρα για να πάει στο σχολείο». Το σχολείο, το Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ο Αναγνωστάκης εκδήλωσε τα πρώτα του δημιουργικά βήματα με δάσκαλο τον επίσης ποιητή Γιώργο Θέμελη. Στη στάση αυτή, ο κ. Πολυβίου μιλά για την ποιητική ταυτότητα του Αναγνωστάκη. «Η ιδιοσυγκρασία του Αναγνωστάκη ήταν ερωτικο-υπαρξιακή αλλά “κλισαρίστηκε” υπό την ταυτότητα του πολιτικού ποιητή». Εξίσου ερωτικός, υπαρξιακός και πολιτικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης, συμμετέχοντας σε μία έντονα πολιτικά φορτισμένη εποχή, χαρακτηρίστηκε από το κλισέ του «πολιτικού ποιητή» εξαιτίας αυτής. «Έχει εξομολογητική διάθεση, αποφεύγει το οτιδήποτε φανταχτερό. “Ψάχνοντας τις λέξεις, άρχισε το ψέμα”» διαβάζει ο κ. Πολυβίου από το Υ.Γ., ενώ συνεχίζει να αφηγείται διάφορες ιστορίες από μαθητικά και αγωνιστικά χρόνια του Αναγνωστάκη που έλαβαν χώρα και σε άλλα τοπόσημα της πόλης. Μετά το πέρας της αφήγησης, ακολουθεί αναμνηστική φωτογραφία με τους συμμετέχοντες κάτω από την ταμπέλα «Πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη».
Καθ’ οδόν για την επόμενη στάση, το σπίτι όπου ο Αναγνωστάκης πέρασε την παιδική και εφηβική του ηλικία. Με θέα την πλατεία Αρχαίας Αγοράς, ο κ. Πολυβίου σημειώνει ότι «το σπίτι αυτό ήταν το κατάλληλο θεωρείο για τα γεγονότα του Μάη του ’36 και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτικοποίησή του» καθώς μοιράζεται κι άλλες ιστορίες από τη ζωή του ποιητή. Κάτω από το σπίτι έχει δημιουργηθεί πηγαδάκι. Η συζήτηση έχει πλέον ανοίξει, με όλους τους συμμετέχοντες να εκφράζουν την επιθυμία για πραγματοποίηση περισσότερων δράσεων προς τιμήν των 100 χρόνων από τη γέννηση του Θεσσαλονικιού ποιητή που σημαδεύουν την φετινή χρονιά.
Κατηφορίζοντας την Αγίας Σοφίας, ο κ. Πολυβίου αναφέρει στέκια του ποιητή, το σπίτι που νοίκιασε μετά η οικογένεια, το δημοτικό σχολείο που πήγαιν, όπως τον πληροφόρησε ένας παλιός συμμαθητής του, αλλά και το ακτινολογικό ιατρείο που είχε στην Τσιμισκή, σημαντικό κομμάτι στη ζωή του, καθώς σύμφωνα με τον κ. Πολυβίου, για τον ποιητή, η ιατρική ήταν η αγάπη του και η ποίηση η ερωμένη του, όπως έλεγε και ο Τσέχωφ. Παράλληλα μοιράζεται αφηγήσεις του ποιητή αλλά και μία ιστορία για το πώς φίλοι του, για να αποφύγουν την σύλληψη, αποφάσισαν να επιχειρήσουν αεροπειρατεία.
Τελευταία στάση του περιπάτου, η Χρυσοστόμου Σμύρνης, όπου ο Αναγνωστάκης διατηρούσε για κάποια χρόνια βιβλιοπωλείο με κάποιους γνωστούς του. Εκεί, ο κ. Πολυβίου κάνει τις τελευταίες αναφορές για τον καλό του φίλο. Μία φράση που του έχει μείνει και μοιράστηκε με το γκρουπ, ήταν από μία γυναίκα από την Αργεντινή, η οποία φοιτούσε στη φιλοσοφική και ήξερε άπταιστα ελληνικά. Όταν τη ρώτησε γιατί της αρέσει ο Αναγνωστάκης τού απάντησε: «Τον Αναγνωστάκη τον εμπιστεύεσαι». Με αυτή τη φράση αποχαιρέτησε τους ανθρώπους που τον συντρόφευσαν σε ένα ακόμα ταξίδι στα βήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, την δική του προσπάθεια να τιμήσει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ενώ οι πρώτες σταγόνες της βροχής σήμαναν το τέλος του περιπάτου.
Πηγή: ΑΠΕ