Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη: Στοές από το παρελθόν, περάσματα στο μέλλον

Οι άλλοτε πρωταγωνιστές του δημόσιου χώρου διεκδικούν εκ νέου τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην καθημερινότητα

Parallaxi
θεσσαλονίκη-στοές-από-το-παρελθόν-περ-905048
Parallaxi

Λέξεις: Κωστής Κεκελιάδης

Στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου έχουν αφεθεί οι περισσότερες εμπορικές στοές της Θεσσαλονίκης που ενώνουν δρόμους, διατρέχουν οικοδομικά τετράγωνα ή αποτελούν εισόδους στο εσωτερικό κτιρίων.

Οι άλλοτε πρωταγωνιστές του δημόσιου χώρου διεκδικούν εκ νέου τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην καθημερινότητα.

Για τους ανθρώπους που επιλέγουν να περπατούν στην πόλη, που επιδιώκουν να μετακινούνται πεζή και για όσους αγαπούν την περιπλάνηση, οι στοές και τα περάσματα (passanges) αυξάνουν τις πιθανότητες του αυτοσχεδιασμού και της έκπληξης που προκαλεί μια αναπάντεχη συνάντηση με ένα νέο τοπίο ή κάποιον άνθρωπο, η ανακάλυψη μιας νέας διαδρομής που σπάει τη μονοτονία της επανάληψης όπως την οριοθετούν οι κάθετοι και οι οριζόντιοι δρόμοι.

Στα φωτογραφικά λευκώματα με θέμα τη Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι μέχρι τη δεκαετία του ’70 το ιστορικό κέντρο συγκροτούνταν σε δύο πλέγματα: Τους δρόμους κύριας οδικής κυκλοφορίας και τους πεζόδρομους.

Το κύριο χαρακτηριστικό των πεζόδρομων ήταν οι εμπορικές στοές. Πρόκειται για στοές που ενώνουν πολυσύχναστους δρόμους, στοές με διακλαδώσεις που διατρέχουν οικοδομικά τετράγωνα, στοές που αποτελούν εισόδους στο εσωτερικό κάποιου κτιρίου ή οικοδομικού συγκροτήματος, συχνά διώροφες, μεταλλικές και διακοσμημένες, που προστατεύουν τα εμπορεύματα και τους ανθρώπους από τις καιρικές συνθήκες ή από τους κινδύνους των αυτοκινητοδρόμων.

Σήμερα στη Θεσσαλονίκη από όλο αυτό το πολεοδομικό πλέγμα έχουν απομείνει 36 στοές και περάσματα κάθε είδους (δίοδοι ή είσοδοι). Εκτός από τις διάσημες ή τις εμβληματικές στοές, όπως για παράδειγμα η Μοδιάνο που ανακατασκευάζεται, υπάρχουν δεκάδες μικρές ή σχετικά άγνωστες στοές τις οποίες αποτυπώσαμε με τη συνδρομή ερευνητικής πτυχιακής εργασίας της Πολυτεχνικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο “Στοές της Θεσσαλονίκης, επιρροές, μεταβάσεις, ίχνη στο αστικό τοπίο, είδος προς εξαφάνιση” η οποία εκκινεί από το ερώτημα: “Γιατί χάνονται οι στοές της πόλης;”.

parallaxi-265-issu-08.jpg

Η εργασία εκπονήθηκε το 2017 από τις φοιτήτριες του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου Στέλλα Καραγιάννη και Σοφία Πασσιά, υπό την επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας του ΑΠΘ Στυλιανής Λεφάκη.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις στοές, τα μέγαρα και τις αγορές Κολόμβου (η αγορά επί της Εγνατίας 31 και η στοά επί της Εγνατίας 26), Κλεισούρας (Εγνατίας 56Α και Κλεισούρας 6), Εμπορίου (Εγνατίας 45) Ολύμπου (Λέοντος Σοφού 20), Αλλαμανή (Λέοντος Σοφού 18), Καραπαναγιώτη (Λέοντος Σοφού 5 και Φράγκων 18), Λομπάρδο (Βεροίας 1 και Φράγκων 20), Λόζις Βεριτάς (Καθολικών 3 και Βηλαρά 5), Αλλατίνη (Βηλαρά 4 και Συγγρού 11), Μαλακοπή (Συγγρού 7 και Βηλαρά 2), Βυζαντίου (Βαλαωρίτου 35), Πάϊκού (Παϊκού 2), Βασιλέως Ηρακλείου (Β. Ηρακλείου 4), Σαούλ (Β. Ηρακλείου/Δραγούμη/Βενιζέλου), Καρύπη (Βενιζέλου 23), Καράσσο-Μακρίδη (Ερμού 18), Μοδιάνο (Β. Ηρακλείου/Ερμού/Κομνηνών), Ριάδη-Διαμαντοπούλου (Β. Ηρακλείου 28 και Τσιμισκή 31), Βοσπόριο (Αριστοτέλους 8,10, Β. Ηρακλείου 36), Χιρς (Τσιμισκή 24 και Μητροπόλεως 31,33), Πελοσόφ (Τσιμισκή 22), Χρυσικοπούλου (Τσιμισκή 14 και Μητροπόλεως 19), Λεβή-Μενεξέ (Ρογκότη 4 και Βενιζέλου 3), Γκατένιο Φλωρεντίν (Αγίου Μηνά 18 και Τσιμισκή 15), Ναχμία (Αγίου Μηνά 16 και Τσιμισκή 13), Καζές (Ίωνος Δραγούμη 8), Εβραϊκού Μουσείου (Αγίου Μηνά 13), Αγίου Μηνά (Αγίου Μηνά 11), Φόρογλου (Αγίου Μηνά 8), Κουτρούμπα (Αγίου Μηνά 6), Τάττη (Αγίου Μηνά 5), Κατούνη (Κατούνη 45), passage Kyrts (Βίκτωρος Ουγκώ 10), Κύρτση Χαν (Εδέσσης 5) και Μπενσουσάν Χαν (Εδέσσης 6).

Αρκετές από αυτές είναι σφραγισμένες και οι περισσότερες έχουν αφεθεί στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου.

Βρίσκονται στην περιοχή του παλιού εμπορικού κέντρου, του γνωστού και ως Φραγκομαχαλά, που οριοθετείται από την Αριστοτέλους στα ανατολικά και φτάνει δυτικά μέχρι τη Δωδεκανήσου και από την Εγνατία στη βόρεια μέχρι την Τσιμισκή και τη Μητροπόλεως στη νότια πλευρά. Ας δούμε αναλυτικότερα, μερικές από αυτές, ενδεικτικά:

Η στοά και η αγορά Κολόμβου, πήραν το όνομά τους από τον Κολόμπο, τον μάγειρα που ακολουθούσε με την καντίνα του τα συνεργεία που κατασκεύαζαν το σιδηροδρομικό δίκτυο για τη σύνδεση της Θεσσαλονίκης με την Ευρώπη. Τη μελέτη της κατασκευής τους ανέλαβε το 1927 ο Ζ. Μωσσέ και ολοκληρώθηκε το 1935.

Το κτίριο της αγοράς Κολόμβου (Εγνατία 31) είναι εγκατελειμμένο και κλειστό. Την κλειδαριά την ανοίγει για μας ιδιοκτήτης καταστήματος πάνω στην Εγνατία. Το κτίριο αρχικά σχεδιάστηκε για να στεγάσει δύο ξενοδοχειακές μονάδες στους ορόφους των δύο διαφορετικών όγκων στα ακραία τμήματα της στοάς, ενώ το ισόγειο προγραμματίστηκε αποκλειστικά για εμπορική χρήση. Τελικά οι ξενοδοχειακές μονάδες δεν έγιναν ποτέ και στους ορόφους διαμορφώθηκαν κατοικίες. Στο ισόγειο λειτούργησε η λαχαναγορά, που ήταν από τις πλέον πολυσύχναστες αγορές της πόλης. Αυτή κατά την περίοδο 1965-70 μεταφέρθηκε στο ισόγειο όπου διαμορφώθηκαν και εμπορικά καταστήματα.

Η κάτοψη αρθρώνεται σε τρεις ζώνες καταστημάτων που διαχωρίζονται με δύο διαδρόμους. Οι τελευταίοι συνδέονται μεταξύ τους με εγκάρσιο πέρασμα στη μέση τους. Το εσωτερικό φωτίζεται από επιμήκεις φεγγίτες στη δίρριχτη οροφή. Εξωτερικά η όψη παρουσιάζει γεωμετρία και συμμετρικότητα με στοιχεία art nouveau και art deco. Διαθέτει τέσσερις οριζόντιες ζώνες και πέντε κάθετες, χωρισμένες με ψευδοπαραστάδες. Στις δύο γωνίες ξεχωρίζουν δύο προεξέχοντα κατακόρυφα τμήματα.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου (Εγνατία 26) βρίσκεται η στοά Κολόμβου. Είναι κι αυτή έρημη, υπάρχουν μόνο οι ταμπέλες μαγαζιών που λειτούργησαν στο παρελθόν όπως ο καφενές του Σωτήρη με τα περίφημα κεφτεδάκια, ένα από τα σημεία συνάντησης μετά τις διαδηλώσεις έως και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000.

Η στοά Όλυμπος συνδέει τις οδούς Λέοντος Σοφού, Βαλαωρίτου και Τύπου. Κτίστηκε το 1956 και στέγαζε εμπορικά καταστήματα με είδη ρουχισμού και υφάσματα, καθώς και την πρώην Θ’ ΔΟΥ. Όλα τα εμπορικά έχουν κλείσει, όπως και η εφορία. Η όψη της στοάς οργανώνεται σε οριζόντιες ζώνες, όπου το πλήρες εναλλάσσεται με το κενό, η τοιχοποιΐα με τα ανοίγματα.

parallaxi-265-issu-12.jpg

Η στοά Αλλαμανή κατασκευάστηκε το 1956-57 από την ομώνυμη καπνεμπορική εταιρεία για να λειτουργήσει ως καπνομάγαζο, καπναποθήκη και χώρος επεξεργασίας καπνού. Στα 1966-67, η καπναποθήκη κλείνει λόγω αδυναμίας ένταξης της λειτουργίας καπναποθήκης στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο στην περιοχή του Φραγκομαχαλά αναπτύσσονται χώροι γραφείων, υπηρεσίες και βιοτεχνικοί χώροι. Έπειτα, ο χώρος ενοικιάζεται σε βιοτεχνία ενδυμάτων. Οι όψεις της διαρθρώνονται σε οριζόντιες και κάθετες ζώνες, διαχωριζόμενες από λεπτές ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές ορίζονται μικρά ορθογωνικά ανοίγματα. Το μέγεθος αυτό δηλώνει τη χρήση των χώρων ως αποθηκών του καπνού. Ο τελευταίος όροφος διαθέτει φεγγίτες στην οροφή, καθώς εκεί γίνεται η επεξεργασία του καπνού.

Στην αυλή μπροστά από το αρχοντικό της οικογένειας Αλλατίνι χτίστηκε το 1907 το κτίριο της Τράπεζας Θεσσαλονίκης ή στοά Μαλακοπή. Τα σχέδια εκπονήθηκαν πό τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Μεταξύ της τράπεζας και του αρχοντικού αφήνεται διάκενο έξι μέτρων για κοινή χρήση. Η δίοδος αυτή κλείνει το 1926. Στα 1925 στη θέση των παλιών καταστημάτων Αλλατίνι, δίπλα στην τράπεζα προς τη νέα χάρααξη της οδού Συγγρού κτίζεται το μέγαρο Χρήστου Λ. Ζώλη. Κατά την Κατοχή επιτάσσεται από τους Γερμανούς, ενώ το 1952-53 συναντάμε εκεί την Τράπεζα Χίου. Το 1954 αγοράζεται από τους αδερφούς Βορεόπουλου οι οποίοι προσδίδουν εμπορική χρήση και το μετονομάζουν σε Στοά Μαλακοπή, λόγω της καταγωγής τους από την ομώνυμη πόλη της Καππαδοκίας. Το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κτίσματος είναι η κύρια όψη του που διαρθρώνεται με βάση αναγεννησιακά πρότυπα. Οι ιταλικές επιρροές είναι φανερές, ενώ το ρολόι στην πρόσοψη του κτιρίου είναι σταματημένο την ώρα του σεισμού του 1978. Το “ρολόι του χρόνου” έχει σταματήσει και σε μεγάλο μέρος του εσωτερικού της στοάς…

Ίσως η στοά με τις περισσότερες διακλαδώσεις βρίσκεται στην οδό Αγίου Μηνά. Αποτελούσε σημαντικό δρόμο στο νότιο άκρο της αγοράς με κτίρια ορόσημα από γνωστούς αρχιτέκτονες.

Τρία σημαντικά κτίρια που πλαισιώνουν την περιοχή είναι το Μέγαρο Γκατένιο Φλωρεντίν, το Μέγαρο Ναχμία και Μέγαρο Καζές που διασώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Το μορφολογικό ενδιαφέρον των όψεων διακρίνεται κυρίως στους ορόφους. Η εγκατάλειψη είναι εμφανής. Μαζί με το διπλανό του κτίριο, το Εβραϊκό Μουσείο, αποτελούν ιδιοκτησία της Ισαηλητικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης μέχρι και σήμερα. Το Μουσείο, γνωστό και ως Κέντρο Ιστορικής Διαδρομής Εβραϊσμού, αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο για την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Εδώ στεγάζονταν τα γραφεία της ιστορικής γαλλόφωνης, εβραϊκής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης “L’ Indépendant” με διευθυντή τον Μεντές Μπεσαντζή.

parallaxi-265-issu-10.jpg

Η στοά Καράσσο – Μακρίδη ενώνει με ένα πέρασμα υπό μορφή Γ τις οδούς Ερμού και Βενιζέλου. Στο τμήμα της προς την οδό Ερμού βρισκόταν η στοά του Ισαάκ Καράσσο, γνωστού εβραίου επιχειρήματια. Αυτή χτίστηκε το 1923 και το 1959 πέρασε σε επιχειρηματία ονόματι Μακρίδη. Αυτός την κατεδάφισε και στη θέση της έχτισε το σημερινό πολυώροφο κτίριο που εκτείνεται και στο οικόπεδο επί της της οδού Βενιζέλου. Η νέα όψη χαρακτηρίζεται από κατακόρυφες ταινίες καθ’ ύψος όλων των ορόφων, ανάμεσα από τις οποίες διαμορφώνονται ανοίγματα με μεταλλικό σκελετό.

Η στοά Κουτρούμπα αποτελεί τύπο κτιρίου με ειδική μορφή. Η απόλυτα συμμετρική όψη, υπό την επιμέλεια του γνωστού μηχανικού Ανδρόνικου, περιέχει τόσο νεοκλασικά στοιχεία, όσο και έντονο διάκοσμο art nouveau.

Η στοά Πελοσόφ χτίστηκε το 1924 από τον Ξενοφώντα Παιονίδη και λειτουργεί ως εμπορική στοά, γνωστή και ως στοά Πελοσώφ – Αμαρίλιο – Πάρδο, με τους ομώνυμους ως ιδιοκτήτες. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στέγαζε το ταχυδρομείο, το οποίο εγκαταλείφθηκε ύστερα από βομβαρδισμό το 1941. Κατά την απελευθέρωση, καταλαμβάνεται από συμμαχικά στρατεύματα, την ινδική μονάδα, και έπειτα από επισκευή στέγασε εκ νέου το Ταχυδρομείο. Στο σεισμό του 1978 προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές και το κτίριο έμεινε αχρησιμοποίητο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο κεντρικός κατακόρυφος άξονας τονίζεται με την τοποθέτηση της εισόδου και την προβολή του μεσαίου τμήματος που αντιστοιχεί στο εσωτερικό αίθριο. Παράλληλα, ακολουθείται η διαίρεση σε βάση, κορμό, στέψη.

Όπως αναφέρουν στα συμπεράσματα της μελέτης τους η Στέλλα Καραγιάννη και η Σοφία Πασσιά, “καταρχάς η πολιτεία δεν δείχνει την απαραίτητη μέριμνα για τα κτίρια που κηρύσσονται διατηρητέα. Τα περισσότερα από αυτά σταδιακά καταρρέουν, καθώς η απαραίτητη συντήρηση δεν πραγματοποιείται λόγω της ελλιπούς χρημαδότησης. Ανασταλτικό παράγοντα αποτελούν και οι γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις. Οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες φέρουν, επίσης, σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Σε αρκετές περιπτώσεις, περισσότεροι από έναν έχουν την κυριότητα της ιδιοκτησίας με αποτέλεσμα είτε να αδιαφορούν, είτε να έχουν διενέξεις μεταξύ τους σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησης των κτιρίων”.

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή

Οι εμπορικές στοές της Θεσσαλονίκης είναι συγκερασμός των αρχιτεκτονικών επιδράσεων της πολυεθνικής πόλης του 19ου αιώνα, τόσο από τα εκσυγχρονιστικά ρεύματα της Δύσης όσο και από τα ανατολίτικα παζάρια, το σήμα κατατεθέν για το δεύτερο μεγάλο λιμάνι της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην εντός των τειχών Θεσσαλονίκη, τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα καταστήματα και οι αγορές. Αυτές έχουν την τυπική μορφή των τούρκικων παζαριών: διαθέτουν πρόχειρα στεγασμένους χώρους με μαγαζιά, χάνια με τετράγωνες αυλές, στενά περάσματα με εργαστήρια, ακανόνιστα σταυροδρόμια στα οποία γίνονται κάθε λογής συναλλαγές.

Περί τα τέλη της περιόδου της τουρκοκρατίας (1870-1910), η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται εμπορικά, οικονομικά και βιομηχανικά. Έργα υποδομής μετατρέπουν σημαντικά τη μορφή της. Αρχίζει να αποκτά χαρακτήρα ευρωπαϊκής εμπορικής πόλης, καθώς ανεγείρονται για πρώτη φορά τράπεζες, ξενοδοχεία, μεγάλα καταστήματα και φυσικά εμπορικές στοές.

Στα τέλη του 19ου αιώνα εκτός από τα παραδοσιακά χάνια εμφανίζονται και άλλα είδη χανίων με εμπορικό ή επαγγελματικό χαρακτήρα τα οποία πλέον δεν είναι καταλύματα. Εκεί στεγάζονται εμπορικοί και βιοτεχνικοί χώροι, γραφεία επαγγελματιών και αντιπροσωπειών.

Τα χάνια αυτά εμφανίζουν όμοια οργανωτικά χαρακτηριστικά με τις ευρωπαϊκές εμπορικές στοές: τα μαγαζιά του ισογείου ανοίγονται τόσο προς το δρόμο όσο και προς το εσωτερικό τους. Αναπτύσσεται ένας κατά μήκος επιμήκης και διαμπερής κοινόχρηστος χώρος συχνά γύρω από έναν κεντρικό χώρο. Στους ορόφους, όπου βρίσκονται τα γραφεία, ακολουθείται η ίδια διάταξη. Οι ημιδημόσιοι εσωτερικοί χώροι, μακρινή ανάμνηση της ανοιχτής εσωτερικής αυλής, στεγάζονται με μεταλλική γυάλινη οροφή από την οποία φωτίζεται το εσωτερικό.

Στους τουριστικούς οδηγούς της Θεσσαλονίκης που εκδίδονται από το 1910 ως τα μέσα του 20ου αιώνα, οι όροι “χάνια”, “μεγάλα καταστήματα”, “εμπορικές στοές”, “δίοδοι” και “passage” αναφέρονται χωρίς διάκριση για να χαρακτηρίσουν το ίδιο κτίριο.

Συγκεκριμένα αναφέρονται οι ονομασίες χάνι ή passage Λομπάρδο, το χάνι ή στοά ή δίοδος ή passage Οριεντάλ, το χάνι ή στοά Τουρπάλη. Οι νέοι αυτοί κτιριακοί τύποι χανίων συγκεντρώνονται στις κεντρικές περιοχές της αγοράς και του Φραγκομαχαλά, από όπου φθίνει η χρήση της κατοικίας. Σε αυτά στεγάζονται μαγαζιά και γραφεία ανάλογα με την οικονομική άνεση της επιχείρησης κυρίως και όχι με το είδος των προϊόντων και των υπηρεσιών. Από τα 87 χάνια, παλιού και νέου τύπου της εποχής, τα 43 βρίσκονται στην αγορά της πόλης και τους κεντρικούς δρόμους δυτικά από την Εγνατία, τη Βενιζέλου και την Ίωνος Δραγούμη.

Τα κτίρια αυτά είναι κυρίως μονοώροφα, παρουσιάζοντας πληθώρα διαφορετικών μορφολογικών χαρακτηριστικών. Τα επιμέρους στοιχεία επηρεασμένα από το νεοκλασικισμό, το οθωμανικό μπαρόκ και τα αναγεννησιακά πρότυπα συνδυάζονται, ενώ η όλη σύνθεση αποκτά τοπικό χαρακτήρα. Το ρεύμα αυτό είναι γνωστό και ως εκλεκτισμός, ένας όρος που δηλώνει την επιλογή χαρακτηριστικών από διάφορα αρχιτεκτονικά στυλ για τη δημιουργία μιας ενιαίας σύνθεσης.

Η τυπολογία και τα γνωρίσματα των στοών

Ο γερμανός αρχιτέκτονας, ιστορικός και συγγραφέας Γιόχαν Φρίντριχ Γκάιστ (1936-2009) ορίζει την εμπορική στοά ως ένα υαλοσκεπές πέρασμα που ενώνει δύο μεγάλους, εμπορικούς, κεντρικούς δρόμους. Κατά μήκος των πλευρών του αναπτύσσονται εμπορικά καταστήματα. Στους ορόφους του συνήθως τοποθετούνται αποθήκες, γραφεία, εργαστήρια ή κατοικίες.

Διαμέσου της εμπορικής στοάς οργανώνεται το λιανικό εμπόριο. Παράλληλα, η στοά προσφέρει δημόσιο χώρο μέσα σε ιδιωτική ιδιοκτησία και συνεισφέρει στη χαλάρωση από τον κυκλοφοριακό φόρτο, αποτελώντας μια παράκαμψη. Τέλος, προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες και είναι μια περιοχή που προορίζεται αποκλειστικά για τους πεζούς.

Ο Γκάιστ καταγράφει τα επτά κύρια χαρακτηριστικά της εμπορικής στοάς.

  1. Πρόσβαση στο εσωτερικό οικοδομικού τετραγώνου. Ο τύπος αυτός της στοάς δίνει την ευκαιρία να ανεγερθούν τόσο κατοικίες όσο και καταστήματα στο ίδιο κτίριο σε πολυτελείς περιοχές.

  2. Δημόσιος χώρος σε ιδιωτικό οικόπεδο. Ο διάδρομος της στοάς είναι ένας εξωτερικός χώρος, ο οποίος αποκτά ιδιότητες και γνωρίσματα εσωτερικού. Με τον τρόπο αυτό, οι όψεις του διαμορφώνονται με συγκεκριμένη μορφολογία, όπως το μοτίβο τόξου, και τυπολογία, όπως η εναλλαγή κενού-πλήρους και η βιτρίνα μεταξύ υποστυλωμάτων.

  3. Συμμετρικός δρόμος. Η στοά διαφοροποιείται από τον κοινό αστικό δρόμο στα εξής σημεία: α) διαθέτει γυάλινη στέγαση β) συμμετρικές όψεις και γ) είναι αποκλειστικά πεζόδρομος Οι συμμετρικές όψεις ενισχύουν το χαρακτήρα του εσωτερικού δημόσιου χώρου, προσδίδοντας “κύρος” και “δύναμη”.

  4. Χώρος με φυσικό φωτισμό από την οροφή. Η στοά κλειστή κι εσωστρεφής, απαιτεί φως, που επιτυγχάνεται τεχνικά από την οροφή. Δημιουργούνται γυάλινες οροφές με μεταλλικό σκελετό, αξιοποιώντας τα νέα βιομηχανικά προϊόντα της εποχής και τις νέες τεχνολογίες και κατασκευαστικές δυνατότητες. Τα υλικά προστατεύουν παράλληλα και από τις καιρικές συνθήκες.

  5. Σύστημα πρόσβασης. Τυπολογικά η εμπορική στοά οργανώνεται ως εξής: ένας δρόμος εκτείνεται κατά μήκος και εκατέρωθεν των πλευρών του αναπτύσσονται “στενές αυτάρκεις μονάδες”.

  6. Τρόπος οργάνωσης του λιανικού εμπορίου. Παρέχεται μεγάλη ποικιλία αγαθών προς πώληση, αλλά και δημόσιος χώρος για περίπατο.

  7. Χώρος μετάβασης. Η στοά είναι χώρος κίνησης, χώρος περιπάτου. Ιστορικά, “τοποθετείται” μεταξύ γαλαριών και σιδηροδρομικού σταθμού, ακολουθώντας τις ίδιες τυπολογικές, κατασκευαστικές και οργανωτικές αρχές.

Οι μινιατούρες του κόσμου

Οι στοές είναι περάσματα στο χώρο και στο χρόνο. Είναι ιδανικό σκηνικό για περιπλάνηση, όπως την περιγράφει ο Γκυ Ντεμπόρ (1931-1994) στην “έκθεση περί της κατασκευής καταστάσεων”, την περιπλάνηση που συνδέεται με την πρακτική μιας συναρπαστικής μετακίνησης, με αιφνίδιες αλλαγές ατμόσφαιρας.

Οι απαρχές της πολεοδομικής παράδοσης των εμπορικών στοών εντοπίζονται στη Γαλλία. Οι εμπορικές στοές εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν σε όλο το Παρίσι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η αστική τάξη του Παρισιού είχε την ανάγκη να εκθέσει τα προϊόντα της σε νέους χώρους και οι στοές έδωσαν τη λύση αποτελώντας την πρώτη μορφή βιτρίνας με την μορφή που την γνωρίζουμε σήμερα.

Ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά του1917 η ομάδα των πολεοδόμων, αρχιτεκτόνων και μηχανικών που εκπόνησε το Νέο Σχέδιο για τη Θεσσαλονίκη, επιχείρησε διαμέσου της ρυμοτομίας να διαφυλάξει τις εμπορικές στοές. Για το γεγονός αυτό καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η καταγωγή και οι επιρροές του Γάλλου επικεφαλής αρχιτέκτονα, αρχαιολόγου και πολεοδόμου Ερνέστο Εμπράρ.

parallaxi-265-issu-14.jpg

“Πρόκειται για εμπορικές στοές που κοσμούν την πόλη”, τονίζει η αρχιτέκτονας Βιβιάνα Μεταλληνού. “Στο παλιό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου διασταυρώνονταν οι στοές, ζούσαν και εργάζονταν όλες οι κοινότητες της πόλης. Οι στοές με τις διακλαδώσεις τους πολλαπλασίαζαν την επιφάνεια των κτιρίων. Με τον τρόπο αυτό τα ισόγεια που στέγαζαν εμπορικά καταστήματα αύξαναν τους χώρους έκθεσης των προϊόντων τους”.

Η άνθηση του εμπορίου υφασμάτων είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των στοών, γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) στο “Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα”.

“Τα καταστήματα νεωτερισμών, οι πρώτες επιχειρήσεις που έχουν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα σημαντικά αποθέματα εμπορευμάτων, κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι οι πρόδρομοι των πολυκαταστημάτων…Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ κάνει νύξη εκείνης της εποχής όταν γράφει για ‘το μεγαλειώδες ποίημα της έκθεσης των προϊόντων στις βιτρίνες που ψάλλει τους χρωματιστούς του στίχους από τη Μαντλέν μέχρι την πύλη των Σεν Ντενί’. “Οι στοές είναι πυρήνες του εμπορίου των προϊόντων πολυτελείας. Στις στοές λαμβάνουν χώρα οι πρώτες απόπειρες φωτισμού με γκάζι, ενώ προκειμένου για τη διάταξή τους, η τέχνη τίθεται στην υπηρεσία του εμπόρου. Οι σύγχρονοι δεν κουράζονται να τις θαυμάζουν. Για καιρό θα παραμείνουν πόλος έλξης των τουριστών”.

Σε ένα εικονογραφημένο οδηγό του Παρισιού, το 1852, οι στοές παρουσιάζονται σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Είναι οι τόποι όπου ο πλούτος των εμπορευμάτων δηλώνει την επιτυχία της παραγωγής: το επίτευγμα της προόδου. “Αυτές οι στοές, πρόσφατη εφεύρεση της βιομηχανοποιημένης πολυτέλειας, είναι διάδρομοι στεγασμένοι με βιτρό, με μαρμάρινα επιστύλια, που διατρέχουν τετράγωνα ολόκληρα κτιρίων… Εκατέρωθεν της στοάς, που φωτίζεται από ψηλά, είναι στοιχισμένα υπέρκομψα καταστήματα, με τρόπο που ένα τέτοιο πέρασμα αποτελεί μια πόλη, έναν κόσμο σε μινιατούρα”.

Στο ουτοπικό όραμα του πρώιμου σοσιαλιστή Σαρλ Φουριέ, το “φαλανστήριο”είναι ένα σύνολο κτιρίων που οικοδομούνται γύρω από μια σκεπαστή αυλή δημιουργώντας έναν τόπο κοινοτικής ζωής και που -σύμφωνα με τον Φουριέ- θα στεγάζονται οι κοινότητες μέσα στις οποίες θα εργάζεται μαζί για το κοινό καλό ένας συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων.

“Το φαλανστήριο είναι μια πόλη φτιαγμένη από στοές” και ο Μπένγιαμιν υπογραμμαμίζει ότι στον ουτοπικό κόσμο του Φουριέ η πόλη υιοθετεί μια δομή που την καθιστά, με τα καταστήματα και τα διαμερίσματά της, το ιδανικό σκηνικό για τον περιπλανώμενο. “Η πόλη από στοές είναι ένα όνειρο που θα κολακέψει το βλέμμα των Παριζιάνων μέχρι και το προχωρημένο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα”.

Όπως γράφει ο Γκάιστ, “η ιστορία της στοάς δεν έχει τελειώσει ακόμη, αλλά είναι ανοιχτή. Όλες οι ενδείξεις προτείνουν τη συνέχιση και την ανάπτυξή της προς πιο πολύπλοκες μορφές χώρου, που θα οδηγήσουν στην επανεμφάνιση της ως πρωταγωνιστή του νέου δημόσιου χώρου. Η στοά του χθες θα γίνει ο δρόμος του αύριο. Αν και αμφιβάλλω ότι αυτό θα είναι εφικτό χωρίς κοινωνικές αλλαγές”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα