Θεσσαλονίκη: Τα χρόνια της βιομηχανικής ανάπτυξης

Ο όρος «επενδύσεις» στην Ελλάδα συχνά, γίνεται αντικείµενο προεκλογικών υποσχέσεων και, ακόµη συχνότερα, αντικείµενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Πριν ακόµα ξεσπάσει η οικονοµική κρίση το 2009, η πόλη βίωνε ήδη για περισσότερο από µια δεκαετία µια παρατεταµένη κρίση στον απόηχο της αποβιοµηχάνισής της. Οι προσδοκίες των πρωτοποριακών και υψηλών επενδύσεων, που από τις αρχές του ‘60 µέχρι […]

Parallaxi
θεσσαλονίκη-τα-χρόνια-της-βιομηχανικ-7777
Parallaxi
hvz_530.jpg

Ο όρος «επενδύσεις» στην Ελλάδα συχνά, γίνεται αντικείµενο προεκλογικών υποσχέσεων και, ακόµη συχνότερα, αντικείµενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Πριν ακόµα ξεσπάσει η οικονοµική κρίση το 2009, η πόλη βίωνε ήδη για περισσότερο από µια δεκαετία µια παρατεταµένη κρίση στον απόηχο της αποβιοµηχάνισής της. Οι προσδοκίες των πρωτοποριακών και υψηλών επενδύσεων, που από τις αρχές του ‘60 µέχρι τα µέσα του ‘70 έφεραν ευφορία, χάθηκαν κάπου ανάµεσα σε πολιτικά παιχνίδια, την εσωστρέφεια και την αδυναµία προσαρµογής σ’ έναν κόσµο που άλλαζε ραγδαία.

Στις 10 Οκτωβρίου 1962, ο όµιλος του ελληνοαµερικανού επιχειρηµατία από την Βοστώνη, Τοµ Πάπας, υπογράφει µε την συντηρητική κυβέρνηση της ΕΡΕ επένδυση ύψους 104 εκ. δολαρίων, ποσό κολοσσιαίο για τα δεδοµένα της ελληνικής βιοµηχανίας, για την κατασκευή µιας πολυδύναµης βιοµηχανικής µονάδας. Η αντίδραση της αντιπολίτευσης είναι θυελλώδης. Χαρακτηρίζει την σύµβαση «χαριστική, µονοπωλιακή και αποικιοκρατική», ενώ πολλοί βουλευτές της υποστηρίζουν ότι δεν αναγνωρίζουν την σύµβαση και ότι θα την καταργήσουν µε την ανάληψη της εξουσίας. Στο µεταξύ το πολιτικό σκηνικό αλλάζει, ο Κ. Καραµανλής παραιτείται και η Ένωση Κέντρου, υπό τον Γ. Παπανδρέου, αναλαµβάνει την διακυβέρνηση.

Στις 10 Μαΐου 1964, τελικά, θεµελιώνεται το συγκρότηµα της «ESSO Papas» στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, παρουσία του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του επιχειρηµατία Τοµ Πάπας. Η συνολική επένδυση ανέρχεται στα 200 εκ. δολάρια και αντιστοιχεί µε την αξία του ενός τρίτου της συνολικής αξίας των εγκαταστάσεων της ελληνικής βιοµηχανίας. Επρόκειτο για ένα ολόκληρο συγκρότηµα βιοµηχανιών που θα περιελάµβανε από διυλιστήρια και εργοστάσιο αµµωνίας µέχρι µονάδες χαλυβουργίας και πετροχηµικών.

Μισό αιώνα αργότερα, στην Ελλάδα, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης, οι συζητήσεις για τις επενδύσεις προσφέρουν εύφορο έδαφος για κοµµατική αντιπαράθεση και εκατέρωθεν κατηγορίες. Τα µεγάλα λόγια δεν λείπουν ποτέ, οι «απειλές» για κατάργηση συµφωνιών ή επαναγορά επιχειρήσεων από το κράτος επιστρατεύονται ως «βαριά» προεκλογικά χαρτιά και η κοινή γνώµη βιώνει την αίσθηση ενός συνεπούς λαϊκιστικού déjà vu. Ποια ήταν όµως η κατάσταση της βιοµηχανίας στην Θεσσαλονίκη στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 και πώς περάσαµε από την φάση της ανάπτυξης και των επενδύσεων στην σηµερινή εποχή της αποβιοµηχάνισης και της επενδυτικής ατονίας;

Η ανασυγκρότηση

Η Ελλάδα εξερχόταν από την ταραγµένη δεκαετία του 1940 πολλαπλά τραυµατισµένη µετά από δύο συνεχόµενους πολέµους. Η Θεσσαλονίκη, επιπλέον, είχε χάσει το συντριπτικό ποσοστό της δραστήριας επιχειρηµατικά εβραϊκής κοινότητάς της, ενώ η εγγύτητα στα βόρεια σύνορα της χώρας στην αρχή του Ψυχρού Πολέµου αποτελούσε παράγοντα αβεβαιότητας. Μετά το 1952 η «ανασυγκρότηση» αποτέλεσε κυρίαρχο σύνθηµα τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τους παραγωγικούς φορείς. Το σχέδιο Μάρσαλ που προέβλεπε την ανασυγκρότηση της βιοµηχανίας «χάθηκε µέσα στους δαιδάλους του αθηνοκεντρικού κράτους και καθόλου δεν ακούµπησε την Θεσσαλονίκη» όπως υποστηρίζει ο Γ. Καρατζόγλου, ενώ η αναπροσαρµογή της νοµισµατικής ισοτιµίας το 1953 δηµιούργησε ακόµα µεγαλύτερες δυσκολίες στον επιχειρηµατικό κόσµο.

Η βιοµηχανική δραστηριότητα- που αυξανόταν ραγδαία- βρισκόταν συγκεντρωµένη στην πρωτεύουσα ενώ στην Βόρεια Ελλάδα κυριαρχούσε η κλωστοϋφαντουργία, η βιοµηχανία τροφίµων και η σιδηρουργία.

Ενδεικτικά, λοιπόν, στον κλάδο της υφαντουργίας λειτουργούσαν ήδη επιχειρήσεις πολλές από τις οποίες είχαν ιδρυθεί τον προηγούµενο αιώνα όπως η ΤΕΞΑΠΡΕΤ, βαφείο νηµάτων που λειτουργούσε από τον 19ο αιώνα (έκλεισε µόλις το 2010), η υφαντουργία ΒΙΛΚΑ που είχε ιδρυθεί το 1908 και η ΥΦΑΝΕΤ που απασχολούσε 1.100 εργαζόµενους και σταµάτησε τη λειτουργία της στα µέσα της δεκαετίας του 1960 . Στον κλάδο της διατροφής συναντούµε βιοµηχανικές µονάδες όπως οι Μύλοι Αλλατίνη που είχαν ξεκινήσει την δραστηριότητά τους το 1836, η οινοποιία Μπουτάρη (1879), η ποτοποιία Μαλαµατίνα που µεταφέρθηκε το 1960 στην Θεσσαλονίκη από την Αλεξανδρούπολη, η σοκολατοποιία Φλόκα που έκλεισε το 1973, η βιοµηχανία χαλβά Χαϊτογλου, η βιοµηχανία ζυµαρικών της ΑΒΕΖ που είχε πρωτοξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη, η κονσερβοποιία ΖΑΝΑΕ, η ποτοποιία Τσάνταλη, η γαλακτοβιοµηχανία ΜΕΒΓΑΛ που ξεκίνησε την δραστηριότητά της αµέσως µετά τον πόλεµο το 1952. Στον κλάδο της ένδυσης εταιρίες όπως η υποδηµατοποιία Αλυσίδα η οποία µετά το 1950 απορρόφησε την εταιρία ΕΛΒΙΕΛΑ και έκλεισε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ΗΛΙΟΣ που είχε ξεκινήσει το 1938 µε την παραγωγή καλτσών και µετά τον πόλεµο επεκτάθηκε στα εσώρουχα και η Μινέρβα που ιδρύθηκε το 1942 και παρήγε εσώρουχα. Τέλος, στον κλάδο των χηµικών βιοµηχανιών ξεχώριζε η αγροτεχνολογική εταιρία Ευθυµιάδης και η ΒΙΟΠΛΑΣΤ που είχε ιδρυθεί στο µεσοπόλεµο, κατασκεύαζε πλαστικά είδη και σταµάτησε την λειτουργία της στα µέσα της δεκαετίας του 1990.

Από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 έως και τα µέσα της επόµενης, η περιοχή της Βόρειας Ελλάδας σηµείωνε το υψηλότερο ποσοστό µεταναστών (41,1%) και η οικονοµική δραστηριότητα ήταν στραµµένη κυρίως στην γεωργία ενώ το εµπόριο στα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια περιοριζόταν στα προπολεµικά επίπεδα.

Ωστόσο µέσα στα επόµενα 20 χρόνια (1951-1971) στην Θεσσαλονίκη κατοικούσαν οι 7 από τους 10 κατοίκους των βορειοελλαδικών πόλεων. Τι είχε µεσολαβήσει λοιπόν;

Η βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέπτεται την σοκολατοποιία Φλόκα (1951)

Η ανάκαµψη

Η προοπτική σύνδεσης της χώρας µε την ΕΟΚ έριξε το βάρος στις εξαγωγές µε ταυτόχρονη µείωση των επιτοκίων για τις εξαγωγικές βιοµηχανίες. Το 1962 ο ρυθµός ανάπτυξης της βιοµηχανίας στην Βόρεια Ελλάδα (9,2 %) είναι διπλάσιος του αντίστοιχου της χώρας (4,7 %), κάτι που διατηρείται και στα επόµενα χρόνια. Οι ήδη υπάρχουσες βιοµηχανίες της κλωστοϋφαντουργίας, των τροφίµων και της σιδηρουργίας πρωτοστατούν, όχι χωρίς παλινωδίες, σε αυτή την άνθιση.

Ωστόσο καθοριστικότερος παράγοντας είναι µια σειρά ιδιωτικών και κρατικών βιοµηχανικών µονάδων που ξεκινούν να κατασκευάζονται και οι σηµαντικότερες από αυτές εδρεύουν στην Θεσσαλονίκη. Εµβληµατικότερη όλων είναι το συγκρότηµα της ESSO Papas µε τις 4 βιοµηχανίες συνεχούς πυράς, δηλαδή σε 24ωρη βάση, τους 3-4.000 εργαζοµένους και σταθµούς ανεφοδιασµού σε ολόκληρη τη χώρα που προµήθευαν µε καύσιµα από αυτοκίνητα µέχρι αεροπλάνα και πλοία. Είναι ενδεικτικό ότι µόνο για το 1962 εκδόθηκαν 500 άδειες ίδρυσης βιοµηχανικών και βιοτεχνικών µονάδων και 1300 άδειες εισαγωγής µηχανηµάτων για την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας.

Η εγκατάσταση βιοµηχανικών µονάδων στην περιοχή της πρωτεύουσας δεν ανακόπηκε, ωστόσο η λειτουργία της κορυφαίας επένδυσης της ESSΟ Papas από το 1966 προσέλκυσε σειρά άλλων σηµαντικών βιοµηχανιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 λειτουργεί εργοστάσιο της ΒΙΟΧΑΛΚΟ και το 1962 ξεκινά η πρώτη ελληνική βιοµηχανία πλακιδίων από την οικογένεια Φιλίππου, η Φίλκεραµ Johnson, και η τσιµεντοβιοµηχανία ΤΙΤΑΝ. Το 1967 εγκαινιάζεται στην Θεσσαλονίκη ένα από τα πλέον σύγχρονα εργοστάσια της αµερικανικής Ethyl International και µάλιστα το πρώτο στην νοτιανατολική Ευρώπη. Λειτουργούσε ως θυγατρική µε την επωνυµία ΕΘΥΛ Ελλάς και παρασκεύαζε χηµικά σύνθετα εξάγοντας το 85% της παραγωγής της. Η επένδυση ανερχόταν στα 15 εκ. δολάρια και απασχολούσε 200 εργαζόµενους. Στα ∆ιαβατά το 1966 ξεκίνησε τη λειτουργία της η «Χηµικές Βιοµηχανίες Βορείου Ελλάδος ΑΕ» µε συµµετοχή ελληνικών και γαλλικών κεφαλαίων που διαρκώς διεύρυνε τις δραστηριότητές της µε την επένδυση να φτάνει τα 15 εκ. δολάρια. Την ίδια χρονιά δηµιουργείται η ΑΕΒΟΛ που παράγει οργανικά λιπάσµατα χρησιµοποιώντας απορρίµµατα ως πρώτες ύλες. Το 1968 ιδρύεται νέο εργοστάσιο της Πετρογκάζ, το εργοστάσιο της GOODYEAR µε στελέχη και από το εξωτερικό και το διυλιστήριο της ESSO Papas κατατάσσεται πρώτο µεταξύ των 22 της ESSO στην Ευρώπη. Την επόµενη χρονιά η Siemens θα εγκαινιάσει εργοστάσιο για τις εγχώριες ανάγκες στην περιοχή της Γεωργικής σχολής. Παράλληλα η Βαλκάν Εξπόρτ και η ΤΙΤΑΝ το 1970 πραγµατοποιούν επενδύσεις 10 εκ. δολαρίων έκαστη, ενώ η ΜΕΒΓΑΛ επεκτείνει τις εγκαταστάσεις και δραστηριότητές της.

Την ίδια περίοδο, τις εγκαταστάσεις της επεκτείνει και η ΒΙΑΜΑΞ ΑΕ που παρασκεύαζε λεωφορεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ξεκινά στην Θεσσαλονίκη από την NAMCO των αδελφών Κοντογούρη και η παραγωγή του αυτοκινήτου PONY. Οι ίδιοι είχαν δηµιουργήσει και το 1961 την FARMOBIL που ήταν προσανατολισµένη στις εξαγωγές και αγοράστηκε από την CHRYSLER µετατρεπόµενη στην CHRYSLER HELLAS SA. Επρόκειτο για µια διεθνή σχεδίαση του γραφείου FNF CITROEΝ για ένα απλό, φθηνό και εύκολο στην κατασκευή του όχηµα. Η εταιρία προµήθευε µε οχήµατα κυρίως τον στρατό, τον ΟΤΕ και τη ∆ΕΗ. Με την παραγωγή αυτοκινήτου την ίδια περίοδο στην Θεσσαλονίκη ασχολούνται και µικρότερες εταιρίες. Η MOTOEMIL µε αντικείµενο την παραγωγή τρίκυκλων και τετράτροχου φορτηγού και η AGRICOLA που παρήγαγε φορτηγά 4×4 και αγροτικά µηχανήµατα καθώς και η ΕΒΙΑΜ.

Έτσι λοιπόν, το 1970 στην Βόρεια Ελλάδα λειτουργούσαν 498 βιοµηχανικές µονάδες που απασχολούσαν 55.521 εργαζόµενους. Οι 8 µεγαλύτερες βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη και σ’ αυτές αντιστοιχούσε το 80% της ισχύος της βιοµηχανικής παραγωγής. Ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σηµαντική προσφορά των υπόλοιπων κλάδων. Η κλωστοϋφαντουργία, για παράδειγµα, συνέχιζε να καταλαµβάνει την πρώτη θέση σε αριθµό µονάδων ενώ ο κλάδος της διατροφής απασχολούσε το µεγαλύτερο αριθµό εργαζοµένων (21.138) ενώ ακολουθούσαν οι κλάδοι των ορυκτών και των µετάλλων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ανάπτυξη του βιοµηχανικού κλάδου έχει εκτοξευθεί. Σειρά βιοµηχανιών είτε εγκαθίστανται είτε διευρύνουν τις δραστηριότητες τους στην περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι µόνο για το 1971 εκδίδονται 111 άδειες εγκατάστασης βιοµηχανικών µονάδων στην Βόρεια Ελλάδα, εκ των οποίων οι 100 αφορούν την Θεσσαλονίκη και οι επενδύσεις ανέρχονται στα 286 εκ. δραχµές.

Το 1971 η µεταξοϋφαντουργία Ήλιος των επιχειρηµατιών Ακκά που ιδρύθηκε το 1966 επεκτείνεται κατόπιν συµπράξεως µε την µεγαλύτερη ολλανδική κλωστοϋφαντουργική βιοµηχανία Royal Ten Cate N.V καθώς επίσης και η ΑΠΚΟ βιοµηχανία πλαστικών. Η εταιρία παραγωγής σωλήνων ΜΑΒΙΣΩ επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της προκειµένου να ανταποκριθεί στις αυξηµένες εξαγωγές. Το 1972 η αυστριακή εταιρία Steyer µε τη σύµπραξη της ΕΤΒΑ και του Ι. Λαϊνόπουλου ιδρύει το εργοστάσιο βαρέων οχηµάτων µε µια επένδυση που ανέρχεται στα 35 εκ. δολάρια και αντικείµενο από φορτηγά µέχρι µοτοποδήλατα. Παράλληλα, η ΒΕΛΜΑ στην Ν. Αγχίαλο δηµιουργεί καθετοποιηµένη βιοµηχανία βάµβακος επενδύοντας 35 εκ. δραχµές. Το ίδιο ποσό επένδυσε και οι Χατζηεµµανουήλ και Mallet για την κατασκευή στην Θεσσαλονίκη εργοστασίου παραγωγής εξαρτηµάτων αυτοκινήτου προσανατολισµένου στις εξαγωγές. Το 1975 η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στην πόλη και η Μινέρβα επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της στο Ωραιόκαστρο. Το κλίµα της ευφορίας ωστόσο θα ανατραπεί.

ΠΗΓΕΣ

_ Γεωργούλης Π., «Η βιοµηχανική κληρονοµιά της Θεσσαλονίκης. Από τον 19ο αιώνα µέχρι τα µέσα του 20ου», εκδ. ΣΒΒΕ, Θεσσαλονίκη, 2005

_ Καρατζόγλου Γ., «Όψεις της Βιοµηχανίας της Θεσσαλονίκης 1953-1954 µέσα από µια δηµοσιογραφική έρευνα», Θεσσαλονικέων Πόλις, Σεπτέµβριος 2009, τεύχος 29 , σελ. 41-50

_ Καρατζόγλου Γ., «Requiem για τα σβησµένα φουγάρα της Θεσσαλονίκης. Που χάθηκαν 330. 000 ίπποι;», Θεσσαλονικέων Πόλις, ∆εκέµβριος 2012, τεύχος 42, σελ. 62-73

_ Συλλογικό, «1960-1990, Η χρυσή εποχή της βιοµηχανικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης. Αναµνήσεις διευθυντικών στελεχών», εκδ. ΣΒΒΕ, Θεσσαλονίκη, 2011

_ Χεκίµογλου Αχ., «Θεσσαλονίκη: µια πόλη που έχασε το βηµατισµό της», Οικονοµική Επιθεώρηση, σ. 698-701, 2010

_ Χεκίµογλου Ε. , Ρούπα Ευφ., «Η οικονοµία της Βόρειας Ελλάδας µέσα από τις σελίδες της Βιοµηχανικής επιθεώρησης 1955-1984», εκδ. ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα, 2004

_ Χεκίµογλου Ε. , Ρούπα Ευφ., «Η ιστορία της βιοµηχανίας τροφίµων», εκδ. ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα, 2006

_ Χρηστίδης Γ., «1989-2009: Η αποβιοµηχάνιση άλλαξε ριζικά την Θεσσαλονίκη», Parallaxi, Νοέµβριος 2009

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα