Θεσσαλονίκη: Τι απαντά η Αηδονά στα σενάρια για πώληση ή παραχώρηση της βίλας Αλλατίνη

«Τελευταία έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορες ανυπόστατες αναφορές», τόνισε η περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας

Parallaxi
θεσσαλονίκη-τι-απαντά-η-αηδονά-στα-σεν-1284733
Parallaxi

Τη διαβεβαίωση ότι «δεν υπάρχει καμία πρόθεση, σκέψη, πολιτική βούληση από την πλευρά της διοίκησης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για πώληση ή παραχώρηση της βίλας Αλλατίνη» έδωσε σήμερα η περιφερειάρχης Αθηνά Αηδονά από το βήμα του Περιφερειακού Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας. Η ίδια χαρακτήρισε την αναφορά αυτή ως ένα «ξεκάθαρο μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση».

Συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση του Βασίλη Ρόκου, επικεφαλής της παράταξης «ΣΥΝ-εργασία για την Κεντρική Μακεδονία», σχετικά με τη στρατηγική αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας της Περιφέρειας και τη διασφάλιση της δημόσιας ιδιοκτησίας της βίλας Αλλατίνη, η κ. Αηδονά, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου για τη λογοδοσία της διοίκησης, τόνισε ότι «τελευταία έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορες ανυπόστατες αναφορές σχετικά με την πώληση της βίλας Αλλατίνη».

Σημείωσε ακόμη ότι η Περιφέρεια απάντησε σε σχετική ερώτηση στη Βουλή και υπογράμμισε: «βάσει υπηρεσιακών στοιχείων που δεν αμφισβητούνται, προφανώς ο μοναδικός νόμιμος κύριος και αποκλειστικός ιδιοκτήτης του ακινήτου επί της οδού Βασ. Όλγας και αριθμού 198, γνωστού ως βίλα Αλλατίνη, είναι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δεν υπάρχει καμία διαδικασία πώλησης ή παραχώρησης του εν λόγω ακινήτου σε ιδιώτη».

Η ιστορία της βίλας Αλλατίνι

Χτίστηκε πριν το 1888  σε σχέδια του Ιταλού Βιταλιάνο Ποζέλι, ως εξοχική κατοικία του Ιταλοεβραίου Καρόλου Αλλατίνη, γιου του γιατρού Μωυσή Αλλατίνι  (1800-1882). Ο ίδιος διάσημος αρχιτέκτονας της εποχής σχεδίασε και τους Μύλους της οικογένειας Αλλατίνι, που εγκαινιάστηκαν το 1890. Ο παππούς Λάζαρος Αλλατίνι ίδρυσε το 1796 τον εμπορικό οίκο Αλλατίνι – Μοδιάνο, συνεργασία που κράτησε ως το 1868. Οι τρεις γενιές Αλλατίνι κυριάρχησαν στο εμπόριο κατά τη διάρκεια ενός αιώνα χάρις στις άριστες εμπορικές σχέσεις που ανέπτυξαν με τις μεγάλες εμπορικές πόλεις της Ευρώπης. Τα μέλη της ασχολήθηκαν με τους μύλους (δημητριακά και άλευρα), την κεραμοποιεία, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τη ζυθοποιία, το καπνεμπόριο.

Εκεί έζησε η Νοεμί Αλλατίνι, εγγονή του Λάζαρο Αλλατίνι ο οποίος είχε φτάσει στην πόλη από το Λιβόρνο της Ιταλίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Από τον γάμο της Νοεμί με τον Αντόλφ Μπλοχ, γεννήθηκαν ο Ντάριο και ο Μαρσέλ, το 1882 και 1892 αντίστοιχα, ενώ ο Μαρσέλ αποτέλεσε την απαρχή της οικονομικής «αυτοκρατορίας» Ντασώ. Ο ίδιος, άλλωστε, άλλαξε το όνομά του κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, από Μπλοχ σε Ντασώ, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο που του απέδιδε ο αδελφός του, Ντάριο. Αργότερα, τα ηνία του κολοσσιαίου βιομηχανικού ομίλου ανέλαβε ο γιός του Μαρσέλ Ντασώ, Σέρζ, που σήμερα είναι 87 ετών.

Στη βίλα Αλλατίνι άλλωστε, γίνονταν οι πρώτες δεξιώσεις που αποτελούσαν τα πιο σημαντικά κοσμικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις αναφορές του δημοσιογράφου Πάουλ Λίνταου, ο ίδιος είχε βρεθεί σε μια από τις δεξιώσεις αυτές. Ήταν ένα από τα πιο ξακουστά πάρτι της πόλης. Σε όλο τον κήπο της βίλας Αλλατίνη ήταν κρεμασμένα φαναράκια, ενώ κάθε επισκέπτη υποδέχονταν ένας υπηρέτης που φρόντιζε τα πάντα για τον καλεσμένο, από το πού θα καθήσει, μέχρι τι θα του σερβίρει. Υπάρχει πλήθος αναφορών για τα πολυτελή ενδύματα των μελών της οικογένειας και των προσκεκλημένων, ενώ εντύπωση προκαλούσαν τα πολυτελή χαλιά στον χώρο υποδοχής του κτιρίου, τα πολύχρωμα βιτρό και τα στοιχεία της διακόσμησης. Όλα τα παραπάνω συνέβαιναν την περίοδο της οθωμανικής κατοχής.

Η οικογένεια εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη, το 1909, λίγο πριν ξεσπάσει ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που έπληξε ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις της. Αμέσως μετά, η βίλα κατοικήθηκε από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος έζησε εκεί μαζί με την οικογένειά του και το χαρέμι του σε κατ’ οίκον, όμως περιορισμό που του επιβλήθηκε μετά την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων.

Μετά το 1912, η βίλα Αλλατίνη, που διατήρησε το ιταλικής καταγωγής όνομα, εξελληνισμένο όμως ως προς την κατάληξη, φιλοξένησε το στρατιωτικό νοσοκομείο – και το 1926, το νεοϊδρυθέν τότε Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με 15 καθηγητές και 40 φοιτητές.

Όταν το Πανεπιστήμιο μεταστεγάστηκε στο σημερινό campus, ένα χρόνο μετά στη βίλλα εγκαταστάθηκε μια μονάδα υγειονομικού και στον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα στρατιωτικού Νοσοκομείου. Το 1937 έγιναν επισκευές και προστέθηκαν 2 πτέρυγες εκατέρωθεν του κεντρικού κτιρίου. Από το 1948, μετά την επισκευή λόγω των βλαβών που υπέστη στα χρόνια του πολέμου, αξιοποιήθηκε ως παράρτημα του στρατιωτικού νοσοκομείου 424. Δυστυχώς από τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο της βίλλας δεν διασώθηκε τίποτα και ο ζωγραφικός διάκοσμος των οροφών καταστράφηκε μετά τον σεισμό του 1978 και τις επεμβάσεις που έγιναν για την αποκατάσταση των βλαβών. Δείγματα του διακόσμου σώζονται μόνο σε 2 αίθουσες του 2ου ορόφου.  Το 1977 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο.

Από το 1978 οπότε και μεταβιβάστηκε στο ελληνικό υπουργείο Εσωτερικών και για 31 χρόνια στέγασε τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Από το 2010 στεγάζει την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία μεταφέρεται πλέον σε καινούργιο κτίριο στη Δυτική είσοδο της πόλης.

Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα