Η «Θεσσαλονίκη του χθες» του ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου
Το μακρινό 1959 φιλοτέχνησε 12 σχέδια μνημείων και δρόμων της πόλης μας.
Λέξεις: Άρης Παπάζογλου
Τον Μάρτιο του 1959 ο Λαμιώτης ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη επ’ ευκαιρία μιας ομαδικής έκθεσης ζωγραφικής στην Αίθουσα Τέχνης «Ζυγός», στην οποία συμμετείχε. Στη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη φιλοτέχνησε μια σειρά από δώδεκα σχέδια με σινική μελάνι πάνω σε χαρτί. Τη σειρά αυτή τιτλοφόρησε ο ίδιος η «Θεσσαλονίκη του χθες».
Το κίνητρο που τον ώθησε να φιλοτεχνήσει τη σειρά το αναφέρει σε ιδιόγραφη σημείωσή του κάτω από το σχέδιο που απεικονίζει την παλιά παραλία με τον Λευκό Πύργο στο βάθος και φέρει τον τίτλο «Σούρουπο στην προκυμαία». Είναι η αναπόληση της πόλης, την οποία είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά 35 χρόνια πριν, το 1924.
«Σούρουπο στην προκυμαία»
– Από τα μέσα του Μάρτη βρίσκομαι στην Θεσσαλονίκη με τον «Ζυγό» για την ανοιξιάτικη ομαδική έκθεση. – Κυριακή σούρουπο και οι πρώτες σκιές στην προκυμαία μου φέρνουν θύμησες της παλιάς Θεσσαλονίκης του ‘25 όπως την πρωτογνώρισα. -Έφτιαξα 12 σκίτσα της «Θεσσαλονίκης του χθες» προσπαθώντας με νοσταλγία να σταματήσω τον χρόνο που γοργά χάνεται πίσω μας.- Θεσσαλονίκη Μάρτης 1959 Αλέκος Κοντόπουλος Το ιδιόγραφο σημείωμα του καλλιτέχνη
Θα κλείσουμε το μικρό αφιέρωμα στον φημισμένο Έλληνα ζωγράφο με λίγα βιογραφικά του στοιχεία:
ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ 1904-1975
Ο Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1904. Με τη ζωγραφική ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, το 1921, παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήρι αγιογραφίας του συμπολίτη του Γ. Σαραφιανού, του οποίου υπήρξε βοηθός για μια διετία, ζωγραφίζοντας εκκλησίες της περιοχής. Την ίδια περίοδο οργανώνει και την πρώτη ατομική του έκθεση σε καφενείο της γενέτειράς του. Το 1923, κατόπιν εξετάσεων, γίνεται δεκτός στο τρίτο έτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών όπου μαθήτευσε δίπλα σε δασκάλους όπως τον Γ. Ιακωβίδη, Ν. Λύτρα, Δ. Γερανιώτη, Μαθιόπουλο.
Το 1929 αποφοίτησε από την Σχολή και τον Ιούνιο του 1930, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, στις Ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumiere. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία μελετά τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης στο Λούβρο και την Φλαμανδική τέχνη σε ταξίδι του στο Βέλγιο, κάνοντας παράλληλα αντίγραφα των έργων τέχνης.
Μετά το πέρας των μεταπτυχιακών του σπουδών, το 1933, παντρεύεται με την Marcelle-Rachel Boussard και επιστρέφει στην Ελλάδα όπου συνδέθηκε με τους «Νέους Πρωτοπόρους», ενώ το 1934 υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών» και παίρνει μέρος στις τρεις εκθέσεις που οργανώνει η καλλιτεχνική ομάδα έως το 1938.
Το 1936 επιστρέφει στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών και μελετά στα Μουσεία τα έργα των μεγάλων ζωγράφων. Με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στην Ελλάδα και στρατεύεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1941 διορίστηκε μουσειακός καλλιτέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1969.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, ενώ το 1944 συνέβαλε στην ίδρυση του «Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου», του οποίου υπήρξε αντιπρόεδρος το 1948-1949. Το 1949 συμμετείχε ενεργά στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας των «Ακραίων» παρουσιάζοντας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα έργα. ανεικονικής τέχνης.
Το 1955 προτάθηκε από το εγχώριο τμήμα της AICA, μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Γιώργο Μπουζιάνη ως υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim. Συμμετείχε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με πιο σημαντικές τις τρεις της Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1953-1955) όπου βραβεύεται με το Αργυρό Μετάλλιο Τιμής από την Επιτροπή της Έκθεσης. Επίσης παίρνει μέρος στην έκθεση της Αλεξάνδρειας το 1959 και εκείνην της Βενετίας το 1960. Στη διάρκεια της δικτατορίας αρνείται να δεχθεί το Α’ Κρατικό Βραβείο Ζωγραφικής, που συνοδεύονταν από ένα εκατομμύριο δραχμές, σε ένδειξη διαμαρτυρίας στο καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Από το 1964 ως το θάνατό του το 1975 ζούσε στο δήμο Αγίας Παρασκευής και το σπίτι του, μετά από επιθυμία δική του και της συζύγου του, παραχωρήθηκε στο δήμο. Εκεί στεγάζεται η Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Κοντόπουλου. Παράλληλα στη γενέτειρά του τη Λαμία η Δημοτική Πινακοθήκη φέρει και αυτή το όνομά του
Εύστοχα έχει χαρακτηριστεί «ποιητής ζωγράφος» και «ζωγράφος του νέου Ουμανισμού». Όπως έγραψε ο Louis Frederic στη μονογραφία του για τον Αλέκο Κοντόπουλο:
«Δεν πρόκειται να συγκρίνουμε το έργο του Αλέκου Κοντόπουλου με αυτό ενός άλλου ζωγράφου. Ο Κοντόπουλος πήρε μία ιδιαίτερη θέση στη Μοντέρνα Ελληνική τέχνη, μία θέση που δεν έχει καλυφθεί από τον καιρό εκείνο του άλλου μεγαλοφυή Έλληνα, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.»
Το 1976 η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο του Αλέκου Κοντόπουλου.
Τα μισά σχεδόν από τα σχέδια του παριστάνουν το τραμ, που όπως φαίνεται του είχε κάνει εντύπωση. Στη φιλοτέχνηση μερικών σχεδίων της σειράς αρωγός στη μνήμη του ζωγράφου υπήρξαν παλιές φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια.