Θολό τοπίο στην κεντροαριστερά για το δήμο Θεσσαλονίκης
Οι διεργασίες, ο ρόλος των κομμάτων, τα ονόματα που ακούγονται
Μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτώβρη του 2023, έχουμε πολύ χρόνο ακόμη, αλλά ήδη στον κεντρικό δήμο, η συζήτηση γύρω από τις υποψηφιότητες έχει ανοίξει κανονικά.
Με δεδομένη την υποψηφιότητα του Κ. Ζέρβα, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι το τέλος του 2022, σχεδιάζει να παρουσιάσει σταδιακά ένα σημαντικό μέρος των στελεχών της παράταξης του, και από τη ΝΔ να μην υπάρχει, για την ώρα, κάποια σοβαρή ένδειξη μη αποδοχής του νυν δημάρχου, παρά τις φιλοδοξίες διαφόρων πολιτικών και επιχειρηματιών να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στο στίβο του κεντρικού δήμου, τα μεγάλα ερωτήματα και προβληματισμοί υπάρχουν στην λεγόμενη προοδευτική παράταξη.
Η πολυδιάσπαση δυνάμεων και η έλλειψη στρατηγικής από τα κυρίαρχα κόμματα του χώρου, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, είναι οι βασικές αδυναμίες που μέχρι σήμερα καθιστούν τον Κ. Ζέρβα, υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης χωρίς αντίπαλο.
Οι διεργασίες και οι συζητήσεις στον ευρύτερο κεντρώο και προοδευτικό χώρο έχουν ξεκινήσει εδώ και μερικούς μήνες, αλλά μέχρι σήμερα το αποτέλεσμα είναι πενιχρό και αδύναμο.
Όλοι συμφωνούν σε κάποιες βασικές αρχές και προϋποθέσεις, αλλά όπως διαπιστώνεται δεν υπάρχουν οι εγγυήσεις, αλλά ούτε και οι διαδικασίες που θα οδηγήσουν σε μία σύγκλιση, όπως η Πρωτοβουλία του Γιάννη Μπουτάρη, με διαπαραταξιακό και υπερκομματικό χαρακτήρα.
Το βασικό πλαίσιο και οι συνεργασίες
Ήδη η αντιπολίτευση στο δήμο Θεσσαλονίκης, έχει να επιδείξει μία σειρά κοινών παρεμβάσεων για ζητήματα όπως η Πλατείας Ελευθερίας, ο προϋπολογισμός του δήμου, το τεχνικό πρόγραμμα κ.α. αλλά και η υποστήριξη πρωτοβουλιών κατοίκων του δήμου για θέματα περιβάλλοντος και διαχείρισης του δημόσιου χώρου.
Επίσης, έχουν γίνει, και γίνονται, διάφορες επαφές συζητήσεις και ζυμώσεις με τη συμμετοχή στελεχών από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, με κοινή ανησυχία και προβληματισμό για την επόμενη ημέρα στον δήμο Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο μέχρι σήμερα αυτή η προσπάθεια δεν έχει μετουσιωθεί σε μία συντεταγμένη διαδικασία που θα οδηγήσει στην προγραμματική και οργανωτική σύγκλιση.
Στις συζητήσεις ακούμε ότι κατά καιρούς έχουν πάρει μέρος δημοτικοί σύμβουλοι και πολιτικά στελέχη, όπως ο Σ. Βούγια, ο Α. Κουράκης, η Κ. Νοτοπούλου, ο Γ. Μαγκριώτης, ο Γ. Ζαρωτιάδης, ο Δ. Τσαβλής, ο Σ. Τζακόπουλος, η Ρ. Καλφακάκου, ο Γ. Αρβανίτης, ο Ν. Νυφούδης, ο Θ, Παππάς κ.α., αλλά το αποτέλεσμα όπως τονίζουν οι περισσότεροι δεν είναι το αναμενόμενο και το επιθυμητό.
Λίγο πολύ πάντως όλοι συμφωνούν ότι το εγχείρημα της σύγκλισης θα πρέπει να είναι προγραμματικό και οραματικό και να μην συνδέεται με κομματικές στρατηγικές και σχεδιασμούς, διότι θα περιχαρακωθεί και θα αποτύχει. Κοινή πεποίθηση είναι ότι στη Θεσσαλονίκη, οι κομματικές υποψηφιότητες δεν έχουν ευρεία αποδοχή, με τελευταίο παράδειγμα το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019.
Επίσης συμφωνούν ότι το σχήμα δεν πρέπει να εμπλακούν κομματικά στελέχη με φιλοδοξίες στην κεντρική πολιτική σκηνή, δηλαδή νυν ή υποψήφιοι βουλευτές, διότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πεδία πολιτικής δράσεις και μερικές φορές αντικρουόμενα.
Σχετικά με το ρόλο των κομμάτων, παρότι επιθυμούν την εμπλοκή και στήριξη των προοδευτικών κομμάτων, κινήσεων και οργανώσεων, θεωρούν ότι τα κόμματα πρέπει να αφήσουν τα πράγματα να πάρουν καθαρά των αυτοδιοικητικό τους δρόμο και να παράσχουν υποστήριξη και όχι κομματικά χρίσματα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ήδη έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα αποφύγουν τα κομματικά χρίσματα και θα στηρίξουν σχήματα και πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής. Όμως στο ΠΑΣΟΚ ακόμα το πλαίσιο είναι ανοιχτό. Ιδίως για τους μεγάλους δήμους, πολλά θα εξαρτηθούν από τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις, όπου κυριαρχεί το θέμα των υποκλοπών με κύριο “θύμα” τον πρόεδρο του κόμματος.
Η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι ότι πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και δη του κλίματος Ανδρουλάκη, στηρίζουν και μετέχουν στην διοίκηση του Κ. Ζέρβα. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης φέρεται αποφασισμένος να επιδιώξει το χρίσμα ή την υποστήριξη της ΝΔ. Συνεπώς ευλόγως τίθεται το ερώτημα αν το ΠΑΣΟΚ στις δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη, θα συμπράξει με τον υποψήφιο του κόμματος που παρακολουθούσε τον Ν. Ανδρουλάκη για να ελέγξει τις πολιτικές επιλογές του.
« Χρειαζόμαστε δημοκρατία, διαφάνεια, συναίνεση»
Ποια είναι όμως τα κομβικά σημεία που θα κρίνουν το μέλλον αυτού του εγχειρήματος; Όπως τονίζει ο δημοτικός σύμβουλος της «Πολήχρωμης Θεσσαλονίκης» Ανδρέας Κουράκης, που δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται να είναι υποψήφιος δήμαρχος, «πρέπει να πετύχουμε την συγκρότηση μίας ομάδας στελεχών, που θα συμφωνήσει και θα εγγυηθεί ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό και οραματικό, ώστε να δοθεί μία άλλη προοπτική για την πόλη».
Τονίζει δε, ότι το κυρίαρχο στίγμα θα πρέπει να είναι η δημοκρατία στη λειτουργία, η διαφάνεια στις διαδικασίες και η συναίνεση στις προτάσεις, με στόχο να κατορθώσει να διορθώσει αυτά που σήμερα η δημοτική αντιπολίτευση καταλογίζει ως αρνητικά στην διοίκηση Ζέρβα. Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα, θεωρεί ότι αυτή η προσπάθεια το αργότερο στις αρχές του 2023 θα πρέπει να έχει συγκροτηθεί και να κάνει δημόσια της παρουσία της.
Ωστόσο, τονίζει ότι αυτό το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, ούτε θα είναι αποτελεσματικό αν δεν προσεγγίσει νέους ανθρώπους και δεν αποκτήσει δυναμική μέσα στην πόλη. Ερωτηθείς για τις φιλοδοξίες διαφόρων επιχειρηματιών, που φιλοδοξούν να διεκδικήσουν τον δήμο Θεσσαλονίκης, τονίζει χαρακτηριστικά στην Parallaxi, ότι «ο δήμος Θεσσαλονίκης δεν είναι κάποια επιχείρηση, ούτε ανώνυμη εταιρία. Η πόλη έχει προβλήματα που απαιτούν πολιτική εμπειρία και γνώση».
Ανάλογος είναι ο προβληματισμός και της δημοτικής συμβούλου της παράταξης «Θεσσαλονίκη Μαζί» Ρίας Καλφακάκου, που τονίζει πως το εγχείρημα της σύγκλισης των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων θα πρέπει άμεσα μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες να αναλάβει να συγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά.
«Δεν χρειάζεται όλοι να συμφωνούμε με την συμφωνία των Πρεσπών για να συμφωνήσουμε σε ζητήματα για τη καθαριότητα, το πράσινο, τις συγκοινωνίες, το δημόσιο χώρο της ΔΕΘ, τις αναπλάσεις κ.α», τονίζει και καταθέτει πρόταση για την ανάδειξη του επικεφαλής του σχήματος, που όπως φαίνεται είναι ίσως το μείζον πρόβλημα.
«Πρέπει να γίνει κάτι πιο ευρύ που θα συνενώνει πολιτικές δυνάμεις από όλο των προοδευτικό χώρο. Η διαδικασία που προτείνω είναι αφού βρεθούμε όλοι όσοι εκφράζουν την επιθυμία να συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια, και αφού υπάρξει προγραμματική συμφωνία, όσοι ενδιαφέρονται να αναλάβουν τη θέση του υποψήφιου δημάρχου, να το δηλώσουν. Ακολούθως να γίνει μία δημοσκόπηση ή μία ψηφοφορία μέσω των οποίων θα αναδειχτεί ο κοινός υποψήφιος», τονίζει και επισημαίνει ότι για το τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να γίνει αποδεκτό και να είναι δεσμευτικό.
Υποψηφιότητες
Σε ότι αφορά την ονοματολόγια εδώ τα πράγματα είναι ακόμα θολά και συγκεχυμένα. Επίσης από όλες τις πλευρές υπάρχει η εκτίμηση ότι όσο περνάει ο καιρός και πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές, τα περιθώρια θα στενεύουν γιανα αναδειχτεί ένας υποψήφιος κοινά αποδεκτός.
Υπάρχει η εκτίμηση ότι από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, η νυν επικεφαλής της παράταξης «Θεσσαλονίκη Μαζί» Κατερίνα Νοτοπούλου, δεν θα είναι και πάλι υποψήφια δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Αυτό διευκολύνει τις διεργασίες σύνθεσης, αλλά για κάποιους η υποψηφιότητα της θα ήταν μια λύση.
Από το χώρο της κεντροαριστεράς τα ονόματα που ακούγονται είναι:
- ο πρώην πρύτανης του ΑΠΘ Γιάννη Μυλόπουλος, ο οποίος όμως δεν έχει ξεκαθαρίσει προθέσεις ούτε έχει αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες.
- ο αρχιτέκτονας, πρώην αντιδήμαρχος Ανακύκλωσης και Καθαριότητας Θανάσης Παππάς, ο οποίος φέρεται να έχει την αποδοχή μίας σημαντικής μερίδας στελεχών της «Πρωτοβουλίας»,
- ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γρηγόρης Ζαρωτιάδης που μετέχει στις διεργασίες,
- ο συγκοινωνιολόγος αντιδήμαρχος Αστικής Ανθεκτικότητας Γιώργος Δημαρέλος, που θεωρεί ότι μπορεί να ανασυνθέσει το χώρο, και
- ο οικονομολόγος και επιχειρηματίας, πρώην βουλευτής, Νίκος Νυφούδης που εκτιμά ότι μπορεί να εκφράσει τη νέα γενιά.
Ωστόσο όπως εκτιμάτε από πολλές πλευρές, τα ονόματα που ακούγονται μέχρι σήμερα δεν έχουν καμία αξία χρήσης αν πρώτα δεν υπάρξει η πολιτική σύγκλιση και η προγραμματική συμφωνία που θα αποτελέσει τη βάση για ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, δύσκολα θα ευδοκιμήσει, αν δεν περιοριστούν οι προσωπικές φιλοδοξίες και στρατηγικές.