Τι πραγματικά συνέβη με την κατεδάφιση των σπιτιών στην οδό Τριποτάμου
«Γενιές μεγάλωσαν, έζησαν και πέθαναν σε αυτό το μέρος, τώρα μας πέταξαν στο δρόμο...»
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες μία είδηση, που πέρασε στα… ψιλά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και όσα από αυτά ασχολήθηκαν με το θέμα το παρουσίαζαν με τίτλο: «Κατεδάφιση παραγκούπολης στην οποία διέμεναν Ρομά – δικαιωμένοι οι κάτοικοι».
Στα άρθρα που δημοσιεύτηκαν γίνονταν λόγος για φαβέλες, προβληματικές καταστάσεις κ.α. Κανένα από τα δημοσιεύματα δε φρόντισε να δώσει το λόγο στις οικογένειες που διέμεναν εκεί τα τελευταία 40 χρόνια.
Κανείς δημοσιογράφος δεν μπήκε στην διαδικασία να κάνει μια έρευνα που να περιλαμβάνει λεπτομέρειες που θα φωτίσουν όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης.
Και ενώ οι περισσότεροι με πάθος θα υποστήριζαν πως δεν έχουν κανένα στερεότυπο και καμία προκατάληψη, θεωρώντας τους εαυτούς τους αμερόληπτους ο τρόπος που μια είδηση προβάλλεται είναι που τελικά αναδεικνύει τον διαχρονικό, βαθιά εσωτερικευμένο αντιτσιγγανισμό που συναντάτε σε όλη την Ευρώπη.
Ο τσιγγάνος εκ τον πραγμάτων είναι αυτός που δημιουργεί το πρόβλημα, που ο λόγος του δεν έχει καμία σημασία και δεν χρειάζεται να ακουστεί.
Και μόνο ο τίτλος «δικαιωμένοι οι κάτοικοι» τοποθετεί τους Ρομά στους μη κατοίκους στους ανεπιθύμητούς τους «άλλους», χωρίς να λαμβάνει υπόψιν πως διέμεναν στην περιοχή πολλά χρόνια πριν εγκατασταθούν οι λεγόμενοι «κάτοικοι».
Ούτε επιρρίπτω ευθύνες, ούτε προσπαθώ να δικαιώσω τους Ρομά. Αλλά πρέπει να υποδειχθούν τα λάθη και οι παραλείψεις. Να αφήσουμε όλες τις φωνές να ακουστούν.
Είναι το λιγότερο υποκριτικό να διαμένουν τρείς οικογένειες σχεδόν 45 χρόνια, σε μια περιοχή που οι βιοτεχνίες και οι αποθήκες της μετατράπηκαν σε νεόδμητες πολυκατοικίες και οι νέοι ιδιοκτήτες αυτών να τους θεωρούν ανεπιθύμητους.
Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Ανέστης: «αυτοί μας βρήκαν εδώ, δεν βρήκαμε εμείς αυτούς. Αποθήκες και κοτέτσια είχε η περιοχή. Τα κάνανε σπίτια, πλήρωσαν τα πρόστιμα, έγιναν νόμιμα και εμείς είμαστε στο δρόμο».
Ήταν πριν από λίγες ημέρες, την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου, όταν στην οδό Τριποτάμου 30 στην Σταυρούπολη σε ένα χώρο χαρακτηρισμένο ως κοινόχρηστο πάρκο γειτονιάς πραγματοποιήθηκε η κατεδάφιση τεσσάρων σπιτιών στα οποία διέμεναν οικογένειες τσιγγάνων.
Η προηγούμενη διοίκηση του Δήμου Παύλου Μελά προχώρησε σε μελέτη και διαπίστωσε την επικινδυνότητα από άποψη στατικότητας των κτηρίων, για τους διαμένοντες και τους διερχόμενους.
Ήταν και μια απαίτηση των γειτόνων να απομακρυνθούν οι οικογένειες των Ρομά κάτι που το εξέφραζαν με κάθε ευκαιρία. Αν περπατήσει κανείς γύρω από την περιοχή θα διαπιστώσει ότι κατά μήκος μιας μεγάλης έκτασης πολύ μεγαλύτερης από αυτήν όπου διαβιούν οι Ρομά όπως φαίνεται και στο χάρτη υπάρχουν και άλλα μικρά σπιτάκια, άλλα σε καλύτερη κατάσταση, τα περισσότερα παλιές κατασκευές.
Αυτά τα σπίτια δεν πειράχτηκαν.
Όπως μας λένε οι εκδιωγμένοι τσιγγάνοι, που μη έχοντας που αλλού να πάνε ζουν δίπλα από τα χαλάσματα μέσα σε αυτοκίνητα και σκηνές, οι κάτοικοι των άλλων σπιτιών είναι Έλληνες μη Ρομά, οι οποίοι κατάφεραν να αποχαρακτηρίσουν τα σπίτια τους η να υποβάλλουν ένσταση.
Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως όντας λειτουργικά αναλφάβητοι δεν μπορούν να διαβάσουν τα έγγραφα που ο Δήμος τους έστελνε, ούτε γνωρίζουν τις διαδικασίες που χρειάζεται να κάνουν για να προστατεύσουν την οικεία τους αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα να μπουν σε μια δικαστική διαμάχη.
Υποστηρίζουν πως είχαν εδώ και παραπάνω από ένα χρόνο και προφορικά την πληροφορία από τον Δήμο πως τα σπίτια θα έπρεπε να κατεδαφιστούν, αλλά οι ίδιοι δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε.
Από το περιβάλλον του δημάρχου ο οποίος ανέλαβε μόλις πριν από δύο μήνες πληροφορηθήκαμε ότι τα σπίτια πλησίον αυτών που κατεδαφίστηκαν δεν έχουν δομικά προβλήματα, δεν κρίθηκαν επικίνδυνα, αλλά βάση της απόφασης είναι και αυτά αυθαίρετα και μελλοντικά θα πρέπει να κατεδαφιστούν για να αποδοθεί όλος ο χώρος και να μετατραπεί σε πάρκο γειτονιάς.
«Ο πατέρας μου ζούσε όλα του τα χρόνια σε αυτή την γειτονιά, εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Όταν ήρθαν οι δικοί μας, η περιοχή ήταν γεμάτη βιοτεχνίες και τίποτα άλλο. Στο μέρος αυτό υπήρχαν ένα – δύο σπίτια. Οι παππούδες μας, έχτισαν το ένα δίπλα στο άλλο και έτσι έφτιαξαν πέντε σπίτια. Μας λένε ότι είναι αυθαίρετα, έχουν και οι μπαλαμέ αυθαίρετα, εκείνα γιατί δεν τα πειράζουν; Καταφέρνουν και εκεί που έχουν ένα κοτέτσι το νομιμοποιούν και κάνουν μαγαζιά και πολυκατοικίες. Ξέρουμε ότι δεν μας θέλει η γειτονιά, λένε ότι δεν μας γουστάρουν, το μέρος αυτό είναι του Δήμου. Πολύ ωραία, αλλά πριν μας βγάλεις φτιάξε μας ένα μέρος να πάμε.
Ο πεθερός μου, η πεθερά μου, η μάνα μου ο πατέρας μου έζησαν και πέθαναν εδώ. Γενιές μεγάλωσαν, έζησαν και πέθαναν σε αυτό το μέρος. Εμείς δεν λέμε ότι δεν έγινε νόμιμα, αλλά μας πήγανε δύο ημέρες σε ένα ξενοδοχείο και από σήμερα μας πετάξανε στο δρόμο.
Αύριο, μεθαύριο θα βρέξει, δεν έχω που να βάλω την γυναίκα και τα παιδιά μου. Το πιο λογικό είναι να χτίσω και πάλι μια πρόχειρη παράγκα πάνω στα γκρεμισμένα. Τι άλλο να κάνω και που να πάω;».
Γύρω από τους πέντε-έξι κατοίκους που γύρισαν πίσω, καίει μια φωτιά για να ζεστάνει τα πιτσιρίκια ενώ οι πατεράδες ξεχωρίζουν τα χρήσιμα υλικά μέσα από τα χαλάσματα.
«Μας είπαν και πριν από ένα χρόνο και πριν από ένα μήνα ότι τα σπίτια πρέπει να γκρεμιστούν. Δεν μας δώσαν όμως μια διορία να μας πουν πού θα μας πάνε με τα παιδιά μας».
Άλλοι υποστηρίζουν πως ήρθαν την δεκαετία του 80′ άλλοι νωρίτερα. Στην αρχή φτιάξανε μια παράγκα, έπειτα τοποθέτησαν ένα παράθυρο, μια πόρτα, όσο μεγάλωνε η οικογένεια και οι ανάγκες, τα κτίσματα πολλαπλασιάζονταν χωρίς ποτέ να ξεπεράσουν τους 30-40 ανθρώπους.
Η καταγωγή των προγόνων τους κρατάει από τα Γιαννιτσά και τις Σέρρες που ως γυρολόγοι εκείνη την εποχή έφτασαν στην μεγάλη πόλη για μια καλύτερη τύχη.
Οι νέες γενιές που ακολούθησαν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε αυτό το κομμάτι γης. Οι γύρω κάτοικοι όσο η περιοχή άρχισε να γεμίζει νεόδμητες πολυκατοικίες χαρακτήρισε τα σπίτια τους «υγειονομική βόμβα». Ενοχλημένοι από το κακό αποχετευτικό, τα νερά που έριχναν, τις φωτιές που άναβαν στην μέση του ακάλυπτου, τις φωνές και τις φασαρίες.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου δεν αδιαφόρησαν, έχουν κινητοποιηθεί και είναι σε καθημερινή επικοινωνία για να βρεθεί κάποια λύση.
Φρόντισαν να τους καλύψουν κάποιες ανάγκες σε ρουχισμό, κουβέρτες, τρόφιμα, κάτι το οποίο αναγνωρίζουν, αλλά αγωνιούν για το μέλλον τους.
Στην πραγματικότητα πιστεύουν πως υπήρξε πίεση από τους δημότες για να βρεθεί μια λύση γρήγορη και άμεση. Την εντολή της προηγούμενης διοίκησης εκτέλεσε η νέα από τους πρώτους μήνες που ανέλαβε. Ακόμα και αν τελικά αναγκαστούν να εκδιωχθούν από την περιοχή, μη έχοντας καμία δυνατότητα να νοικιάσουν σπίτι θα βρουν κάποιο εγκαταλελειμμένο κτίσμα η μια άλλη περιοχή και θα μετεγκατασταθούν, μέχρι και όποτε έρθει κάποιος να τους απομακρύνει και από εκεί.
Τα παιδιά δεν φαίνεται να είναι προβληματισμένα αλλά οι γονείς είναι εμφανώς αγχωμένοι.
«Δεν ξέρω και καλά να σας μιλήσω, αλλά επιτρέπει ο νόμος να γκρεμίσεις το σπίτι του άλλου, επιτρέπεται να βγάζεις έξω τον γέρο, τα παιδιά για να το γκρεμίσεις; Μας πετάξανε και σαν να έπεσε μια βόμβα τα ρίξανε όλα κάτω. Από τους μπαλαμούς κόψανε πρόστιμα και άφησαν τα σπίτια τους. Εμείς δεν καταλάβαμε καλά, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τα άλλα δεν είναι μισογκρεμισμένα; Γιατί δεν τα έριξαν; Εμάς μας δίνανε χαρτιά, δεν ξέρουμε ούτε γράμματα ούτε τίποτα, ούτε δικηγόρους τίποτα δεν ξέρουμε.
Ο αντιδήμαρχος μας ενημέρωσε ότι υπάρχουν κάτι κοντέινερ και ψάχνουν ένα οικόπεδο να βάλουν τρία λυόμενα. Πάει μια βδομάδα που είμαστε έξω με τα παιδιά και τους γέρους. Μας είπαν να τους πάμε σε κάποιο συγγενή μέχρι να βρουν πως θα μας τακτοποιήσουνε. Εγώ πήγα την γυναίκα μου με τα παιδιά στον παππού μου. Πόσο καιρό θα καθόμαστε εκεί; Εμάς αυτό που μας καίει είναι ότι είμαστε ακόμα έξω και επειδή δεν υπάρχει κάποιο μέρος για εμάς θα έρθουμε εδώ στα γκρεμισμένα να χτίσουμε από πάνω. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
Χαρακτηριστική ήταν και η δήλωση κατοίκου πως δεν μεριμνήσανε να βρουν χώρο για τις οικογένειες που θα έμεναν χωρίς σπίτια:
«Εδώ έχουμε σκυλιά και γάτες σε μια γειτονιά και φροντίζουμε να φτιάξουμε σπιτάκια για να έχουν κάπου να προστατευτούν από το κρύο. Ούτε την αξία των σκυλιών δεν έχουμε; Αυτά που βλέπετε εδώ ήταν αποθήκες. Ήρθαν οι λευκοί σαν να λέμε και έδιωξαν τους μαύρους από την περιοχή».
Δυστυχώς στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές οι προσωρινές μετεγκαταστάσεις, ριζώνουν, οι οικισμοί φτάνουν στον διπλάσιο από τον επιτρεπόμενο αριθμό κατοίκων και καταλήγουν μόνιμοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο οικισμός της Αγίας Σοφίας στα Διαβατά που η προσωρινότητα του έγινε μόνιμη κατάσταση με αποτέλεσμα να τριπλασιαστεί ο πληθυσμός και να ζει κάτω από άθλιες συνθήκες σε άβατο γκέτο.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον του τοπικού Δήμου, ο δήμαρχος και οι συνεργάτες του κινήθηκαν πολύ γρήγορα και εξασφάλισαν σε συνεργασία με την Γενική Γραμματεία κοινωνικής αλληλεγγύης και καταπολέμησης της φτώχειας και το υπουργείο Μετανάστευσης τέσσερα Kibo House τα οποία θα είναι διαθέσιμα μέχρι την επόμενη εβδομάδα και θα δοθούν σε όσους διέμεναν πραγματικά στην περιοχή και είναι εγγεγραμμένοι ωφελούμενοι του Κέντρου Κοινότητας ώστε να τα τοποθετήσουν σε δικούς τους η συγγενικούς ιδιόκτητούς χώρους.
Παρά που η δική τους υποχρέωση ήταν να προχωρήσουν στην κατεδάφιση όπως αυτή είχε αποφασιστεί, φρόντισαν να μην μείνει καμία οικογένεια χωρίς ρούχα, φαγητό και σπίτι.
Όσοι ήταν σε επαφή με τις οικογένειες στις οποίες υπάρχουν νέοι και παιδιά με προβλήματα υγείας κάνουν λόγο για πολύ κακές συνθήκες διαβίωσης στα σπίτια αυτά τα οποία ήταν πλέον επικίνδυνα και για τους ίδιους.
Υπήρξαν μάλιστα και σκέψεις να βοηθηθούν οι οικογένειες αυτές και να εξεταστεί το ενδεχόμενο να μπουν στο πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας.
Και οι ίδιοι οι ιθύνοντες στο Δήμο αναγνωρίζουν τα χρόνια προβλήματα καθώς και τις προκαταλήψεις και τον φόβο των μη Ρομά απέναντι στους τσιγγάνους μιας και οι ίδιοι δυσκολεύτηκαν να βρουν δωμάτια για να τους τοποθετήσουν λόγο της επιφυλακτικότητας των ξενοδόχων να παραχωρήσουν καταλύματα σε τσιγγάνους.
Η στέγαση αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες δράσης στην Ευρώπη για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά. Είναι γνωστό ότι και στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο μιας και δεκάδες οικισμοί βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα χωρίς να διαθέτουν πολλές φορές πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό, θέρμανση, ρεύμα και χωρίς να υπάρχει κοντά τους σχολική μονάδα ή πρωτοβάθμια υπηρεσία υγείας.
Αυτός ο επιβλαβής πολλές φορές τρόπος ζωής μειώνει το προσδόκιμο ζωής τους κατά δέκα χρόνια και δημιουργεί προβλήματα ανομίας, παραβατικότητας και προστριβές με τις περιοχές που γειτνιάζουν με τους καταυλισμούς.
Πολλές από τις προσπάθειες μετεγκατάστασης και βελτίωσης των συνθηκών ζωής τους απέτυχαν. Είναι σημαντικό πέρα από την εξεύρεση πόρων οι λύσεις που προτείνονται να είναι μόνιμες και να συνοδεύονται με στενή παρακολούθηση από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και παιδαγωγούς διότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο όσο και αν σε εμάς φαντάζει δεδομένο να μπορέσεις να προσαρμοστείς σε έναν τρόπο ζωής που σου είναι εντελώς άγνωστος και ξένος.
Κυρίως, θα πρέπει να εστιαστεί το ενδιαφέρον προς την εκπαίδευση που φαίνεται προς ώρας να δίνει ελπίδες και να φαντάζει ως η μόνη λύση.