Το διακύβευμα των δημοτικών εκλογών
«Η ερωτική κατά τα άλλα πόλη εξακολουθεί να βουλιάζει. Δεν αναδεικνύει την πολύχρονη ιστορία της, τον πολιτισμό της, τους δικούς της ανθρώπους των γραμμάτων»
Βλέπω εκπομπές μου στην ΕΡΤ3 για τη Θεσσαλονίκη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 έως τις μέρες μας. Αφορμή οι επικείμενες δημοτικές εκλογές.
Στρογγυλά τραπέζια με εκπροσώπους κομμάτων και δημοτικών παρατάξεων, ρεπορτάζ σε ραδιοσταθμούς, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά για την πόλη που γεννήθηκα, μεγάλωσα, που δεν την εγκατέλειψα έστω κι αν είχα επαγγελματικές ευκαιρίες αλλού, έστω κι αν με πλήγωνε με την εσωστρέφειά της.
Τόσες δεκαετίες μιλούσα για την έλλειψη πράσινου, για το κυκλοφοριακό χάος, για τη θαλάσσια συγκοινωνία, τον ΟΑΣΘ, για τη ρύπανση στην ατμόσφαιρα και στον Θερμαϊκό, για την έλλειψη καθαριότητας και την ανεργία που «χτυπούν κόκκινο», για την αποβιομηχάνιση, για επιχειρήσεις και βιοτεχνίες που έκλεισαν και άλλες που μετέφεραν την έδρα τους σε γειτονικές χώρες, για τα παλιά υπέροχα κτίριά της που ρημάζουν…
Από αυτό το μετερίζι έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να σταματήσει η παρακμή, η μιζέρια, ο ωχαδελφισμός, η κουλτούρα της φραπεδιάς. Για να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη της ανάπτυξης, της αλληλεγγύης, της συμπεριληπτικότητας.
Και ποια είναι η επίγευση, ποια είναι η αίσθηση;
Η ερωτική κατά τα άλλα πόλη εξακολουθεί να βουλιάζει. Δεν αναδεικνύει την πολύχρονη ιστορία της, τον πολιτισμό της, τους δικούς της ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Διώχνει τα παιδιά της. Δεν είναι φιλική προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες, προς τους άστεγους. Έχει προβληματικά σχολεία. Δεν υπάρχει επαρκής μέριμνα για τους ηλικιωμένους.
Σε μια πόλη που στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν η Βαβέλ του Τύπου, τα ΜΜΕ πλέον φυτοζωούν. Τα προβλήματα παραμένουν.
Ακούω τι έλεγαν πριν 30 χρόνια και τι λένε σήμερα οι υποψήφιοι. Τα ίδια και τα ίδια. Υποσχέσεις που επαναλαμβάνονται και μεγαλόπνοα σχέδια που μένουν στα συρτάρια.
Οι λέξεις έχουν πια χάσει το νόημά τους και οι Σαλονικιοί έχουν κουραστεί για να μην πω απογοητευτεί.
Η Θεσσαλονίκη μας συνθλίβει, γιατί κυριαρχούν τα συμφέροντα των λίγων, η διαπλοκή, ο σκοταδισμός, ο κομματισμός.
Στη δημοσιογραφική μου διαδρομή εδώ και τέσσερις δεκαετίες είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω σε εβδομήντα χώρες, καλύπτοντας κυρίως κρίσεις και πολέμους.
Είδα πόλεις να βομβαρδίζονται, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να ισοπεδώνονται, σπίτια να φλέγονται, οικογένειες να ξεκληρίζονται. Επισκέφτηκα πόλεις για τις οποίες είπα «τι ωραία να ζούσα εδώ» κι άλλες που ήταν εμφανές ότι αντιμετώπιζαν χίλια δυο προβλήματα.
Τα χρόνια κύλησαν και, όπως οι βετεράνοι, αποφάσισα να επισκεφτώ ξανά κάποιες από αυτές. Και πραγματικά εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι πολλές άλλαξαν ριζικά.
Δεν θα αναφερθώ στο Ισλαμαμπάντ, τη Βαγδάτη, το Νταρ Ες Σαλαάμ ή το Μπουένος Άιρες που είχε χτυπηθεί από την οικονομική κρίση στις αρχές της νέας χιλιετίας και τα σπίτια είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. Ενδεχομένως θα υποστηρίξει κάποιος ότι «εκεί είναι άλλος κόσμος, άλλες οι συνθήκες».
Ούτε θα φέρω ως παράδειγμα ευρωπαϊκές πόλεις που ανέκαθεν αποτελούσαν κόσμημα, όπως η Μπολόνια, στην οποία έζησα για εννιά χρόνια και εξακολουθεί να είναι η καλύτερη αυτοδιοικούμενη πόλη σ΄ όλη την Ευρώπη.
Ή για άλλες μεσογειακές πόλεις, όπως η Βαρκελώνη, όπου το θαλάσσιο μέτωπό της, η Μπαρτσελονέτα, κάποτε έμοιαζε με αυτό της Θεσσαλονίκης και αναδείχθηκε πλέον σε brand name διεθνώς.
Θα συγκρίνω, όμως, τη γενέτειρά μου με πόλεις στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια που ακόμη και σήμερα κάποιοι δικοί μας τα θεωρούν «κατώτερης τάξης», υποανάπτυκτα. Εκεί που κάποτε ηχούσαν μόνον πολυβόλα και σειρήνες, και άλλες που τις θυμάμαι με τις ουρές ανθρώπων να περιμένουν για ώρες να πάρουν ένα καρβέλι ψωμί.
Το Βελιγράδι που είχε βομβαρδιστεί και ήταν ανέκαθεν «γκρίζο», σήμερα θυμίζει Βερολίνο. Το ισοπεδωμένο Βούκοβαρ έχει μεταμορφωθεί σε μια πανέμορφη παραδουνάβια πόλη.
Οι εικόνες που μου έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη από το μαρτυρικό Σεράγεβο και τα Τίρανα από όπου έφευγαν κάποτε χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι είδα πρόσφατα.
Η Σόφια όπως και η Σμύρνη, η Γκιουζέλ Ισμίρ, όπως την έλεγαν οι Έλληνες, που επισκέφτηκα πριν λίγες εβδομάδες, έχουν μεταμορφωθεί. Έχουν φύγει μπροστά.
Στο ερώτημα προς τοπικούς άρχοντες και απλούς ανθρώπους «πώς το πετύχατε;», οι απαντήσεις συμπεριλάμβαναν τις λέξεις όραμα, καλός σχεδιασμός, βούληση, συμμετοχικότητα, ευθύνη, πόροι, ευρωπαϊκά προγράμματα.
Κοντολογίς, μια πόλη αλλάζει πρόσωπο, όταν οι άνθρωποί της, οι καινοτόμες και προοδευτικές δυνάμεις της βάλουν στην άκρη τις κομματικές τους διαφορές και ενώσουν τις προσπάθειές τους στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων.
Για αυτό, όταν ήρθε η ώρα, αποφάσισα να συμπορευτώ με τον υποψήφιο δήμαρχο, Σπύρο Πέγκα, επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «Θεσσαλονίκη για Όλους».
Ο Σπύρος γνωρίζει καλά τα αυτοδιοικητικά, τα «εν δήμω». Υπήρξε για χρόνια αντιδήμαρχος τουρισμού και κατά γενική ομολογία έκανε πολύ καλή δουλειά.
Τους τελευταίους μήνες, γύρω του χτίστηκε μια ομάδα, από όλους τους δημοκρατικούς πολιτικούς χώρους, με εμπειρία και γνώσεις, με κοινό όραμα και διάθεση προσφοράς ώστε να αλλάξει σελίδα η Θεσσαλονίκη.
Το υπογραμμίζω γιατί την ίδια στιγμή υπάρχουν συνδυασμοί που προτάσσουν τη διαχειριστική εμπειρία του επικεφαλής τους, ξεχνώντας ότι ο δημαρχιακός θώκος δεν είναι μια θέση μάνατζερ και προϋποθέτει πολιτικό όραμα.
Υπάρχουν και συνδυασμοί που αρνούνται τις προγραμματικές συγκλίσεις και την ευθύνη της διαχείρισης, προβάλλοντας τη συνέπεια ως προς την ιδεολογία τους, αυτό που λέμε ότι «περιμένουν να ωριμάσουν οι συνθήκες».
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας βλέπω να παίζεται πάλι το ίδιο έργο. Έχοντας μια εμπειρία τόσων δεκαετιών στο ρεπορτάζ και ένα διδακτορικό για τον ρόλο των ΜΜΕ και την προπαγάνδα σε καιρό πολέμου, διαπιστώνω ποιος λέει αλήθειες και ποιος ψέματα.
Πώς δηλαδή άλλοι μνηστήρες του δημαρχιακού θώκου «κάνουν το άσπρο μαύρο».
Πώς κομματικοί υποψήφιοι εμφανίζονται δήθεν ως ανεξάρτητοι και πώς ανεξάρτητοι κατηγορούνται από Μέσα που έχουν εξαγοραστεί ως κομματικοί.
Πώς πληρωμένες καταχωρήσεις σε τοπικές εφημερίδες και ιστοσελίδες παρουσιάζονται ως ρεπορτάζ, παραπληροφορώντας την κοινή γνώμη και τραυματίζοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του Τύπου και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία.
Πώς η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων, η εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων και η εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης (για να ξετυλίξετε το νήμα follow the money) ενδέχεται να καταδικάσουν σε τέλμα τη Θεσσαλονίκη για μια ακόμη πενταετία.
Πώς οι ψηφοφόροι για άλλη μια φορά εκβιάζονται ή/και πιέζονται να ψηφίσουν με βάση άνωθεν εντολές και όχι το δικό τους συμφέρον για να καλυτερεύσει η καθημερινότητά τους.
Ένας μόνον τρόπος υπάρχει για να σταματήσει αυτός ο κατήφορος.
Στις 8 Οκτωβρίου με την ψήφο του να πει ο καθένας και η καθεμιά «φτάνει πια»!
Αυτό είναι και το διακύβευμα των εκλογών.
Θα το τολμήσουμε; Θα διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο;
Ή, θα παραιτηθούμε, λέγοντας πάλι «όλοι το ίδιο είναι» και η Θεσσαλονίκη θα εξακολουθήσει να χτυπά αρνητικές πρωτιές με τη διαρκή εγκατάλειψη και απαξίωσή της;
*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο δήμο Θεσσαλονίκης με την παράταξη Θεσσαλονίκη για όλους, με υποψήφιο δήμαρχο το Σπύρο Πέγκα