Το δράμα των μεταναστών στο σκοτάδι της Θεσσαλονίκης
Άνθρωποι εγκλωβισμένοι στους δρόμους της πόλης. Ένα οδοιπορικό της parallaxi εκεί που ζουν οι πρόσφυγες.
Λέξεις: Κώστας Καντούρης
Εικόνες: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Το σκοτάδι πέφτει και στο μικρό δρομάκι με την κακοδιατηρημένη άσφαλτο εμφανίζεται ένα στέισον βάγκον. Δύο εθελόντριες αρχίζουν να βγάζουν πλαστικά μπολ με φασολάδα. Πίσω από το αυτοκίνητο, σε χρόνο ρεκόρ σχηματίζεται ουρά. Από κάθε γωνιά, κάθε στενό, εμφανίζονται ο ένας μετά τον άλλον οι μετανάστες της Θεσσαλονίκης. Σαν κάποιος να χτύπησε ένα καμπανάκι για να βγουν από τις κρυψώνες τους. Είναι δεκάδες. Ξυλάδικα, Δεκέμβριος 2017. Οι μετανάστες είναι ακόμη εδώ, συνεχίζουν να έρχονται κατά κύματα και ζουν σε άθλιες συνθήκες ανάμεσά μας.
Το ραντεβού στα Ξυλάδικα, στη νέα γειτονιά των μεταναστών, δίνεται κάθε βράδυ την ίδια ώρα. Είναι το μοναδικό συσσίτιο για ανθρώπους που έχτισαν όνειρα, έδωσαν όλο τους το βιος σε κακοποιούς διακινητές για να το υλοποιήσουν και έχουν μείνει ξεκρέμαστοι. Οι περισσότεροι κρατούν ένα έγγραφο νόμιμης – αλλά προσωρινής – παραμονής και περιμένουν στη σειρά των γραφείων των οργανώσεων για να βρουν μία θέση σε ένα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών. Ουσιαστικά να βρουν ένα πιάτο φαγητό, μία ζεστή γωνία να κοιμηθούν και ένα χώρο να πλυθούν μέχρι να κριθούν τα αιτήματα ασύλου που έχουν υποβάλει στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι δεν έχουν ψευδαισθήσεις: Τα αιτήματά τους για να μείνουν μόνιμα στη χώρα μας, θα απορριφτούν και αυτοί θα είναι μετανάστες υπό απέλαση.
«Κοιμάμαι στον δρόμο, δεν έχω να πλυθώ, δεν έχω να πλύνω κάπου τα ρούχα μου, δεν έχω να φάω. Έφυγα από το Πακιστάν για να βρω μία ασφαλή χώρα να ζήσω. Εκεί κινδυνεύω να με σκοτώσουν, το ίδιο έκαναν στην οικογένειά μου. Κοιμάμαι στα πάρκα και στο δρόμο. Έχω απογοητευτεί». Ο 23χρονος Νακίμπ Ο. σπούδαζε μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Πακιστάν και είναι ήδη τέσσερις μήνες στην Ελλάδα. Πλήρωσε σε διακινητές το ποσό των 4.000 ευρώ για να φτάσει στη χώρα μας, όπου έφτασε διασχίζοντας τα αφύλακτα περάσματα του Έβρου. Εξηγεί πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τον ίδιο παρά να φύγει, καθώς οι δικοί του έγιναν μάρτυρες σε πολιτική δολοφονία, επομένως θα ερχόταν η σειρά του… Στην Ελλάδα θεωρεί πως βρήκε ένα καταφύγιο ασφάλειας. «Θέλω να δουλέψω όμως αυτό δεν γίνεται, πρέπει να έχω άδεια παραμονής. Εγώ απλώς έχω ένα έγγραφο που μου επιτρέπει να κυκλοφορώ νόμιμα επειδή έχω υποβάλει αίτημα ασύλου». Από την άλλη φαίνεται πως γνωρίζει ότι στην Ελλάδα η επιβίωση, λόγω οικονομικής κρίσης, είναι δύσκολη. «Εάν έχω ευκαιρία εδώ να ζήσω και να συνεχίσω τις σπουδές μου για ποιόν λόγο να πάω σε μία άλλη χώρα», διερωτάται.
Μαζί με τον Νακίμπ είναι δεκάδες άλλοι μετανάστες, στην πλειοψηφία τους από το Πακιστάν, οι οποίοι ζουν στις πλατείες, στους δρόμους, σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια και βιοτεχνίες της δυτικής Θεσσαλονίκης. Η οργάνωση Solidarity Now σε πρόσφατες ανακοινώσεις της υπολόγισε ότι οι μετανάστες που περιφέρονται καθημερινά στην πόλη και είναι άστεγοι ανέρχονται σε περισσότερους από 200. Περίπου τόσοι ήταν στο «συσσίτιο» στα Ξυλάδικα, όπου εκτός των μεταναστών τρέφονται και πρόσφυγες που ζουν ήδη σε διαμερίσματα, αλλά και άστεγοι Έλληνες που γνωρίζουν για την προσφορά των εθελοντικών οργανώσεων.
Στην πλειοψηφία τους οι μετανάστες έχουν στόχο να φτάσουν σε μία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Εκεί, λένε, έχουν περισσότερες ευκαιρίες, άμεση φροντίδα μέχρι να τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητές τους και κινδυνεύουν λιγότερο, απ’ ότι στην Ελλάδα, να απελαθούν στη χώρα τους.
«Είμαι έτοιμος να φύγω στην Ιταλία. Μετά θα βρω τον αδερφό μου που είναι επτά χρόνια στη Γαλλία». Ένας 22χρονος Πακιστανός, επιβλητικός λόγω ύψους, τρώει στο έδαφος τη φασολάδα του, κρατώντας με το άλλο χέρι μία αραβική πίτα. Παίρνει το γεύμα του κάτω από το κίτρινο φως της δημόσιας κολώνας της ΔΕΗ. Βρίσκεται μόλις 15 ημέρες στην Ελλάδα, ήρθε και αυτός μέσω του Έβρου και θεωρεί βέβαιο ότι η Θεσσαλονίκη είναι απλώς ένας σταθμός στην πορεία του για την Ευρώπη. Γι’ αυτό είναι και εύθυμος ανάμεσα στα σκυθρωπά πρόσωπα των ομοεθνών του. Αυτό όμως πίστευαν και εκείνοι όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Τώρα κάθε βράδυ τριγυρνούν αναζητώντας μία ζεστή γωνιά να κοιμηθούν.
Ο 26χρονος Κασίρ Χ. είχε φτάσει μόλις πριν έξι ημέρες στην πόλη. Ήταν αμήχανος, δεν γνώριζε το αύριο. Καθόταν στον όροφο ενός γιαπιού, για να μην γίνεται αντιληπτός από τον δρόμο και δίπλα του ήταν άλλοι τρεις ομοεθνείς του. Οι δύο μιλούσαν λίγα ελληνικά και έλεγαν πως είχαν ταξιδέψει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη για να τον βοηθήσουν να υποβάλει τα χαρτιά του στην αστυνομία. Ή ενδεχομένως να ήταν διακινητές, κανείς δεν γνωρίζει. Διαβεβαίωναν πως όλοι τους ήρθαν στην πόλη, επειδή «η αστυνομία στη Θεσσαλονίκη βγάζει πιο γρήγορα τα χαρτιά απ’ ότι στην Αθήνα».
Στο τμήμα της πλατείας Δυρραχίου (πρώην Καραϊσκάκη) που δεν είναι καλυμμένο από τα έργα του μετρό, έχουν μείνει δύο παγκάκια στα οποία βρίσκονται μονίμως μετανάστες. Το πάρκο απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό αποτελεί σημείο συνάντησης για τους περισσότερους που κυκλοφορούν σε γνωστά και άγνωστα σημεία της δυτικής Θεσσαλονίκης. Εκεί άλλωστε δραστηριοποιούνται και οι περισσότεροι διακινητές, εκεί έχουν γίνει επανειλημμένως έφοδοι από τηναστυνομία. Μία παρέα τεσσάρων Πακιστανών κάθονται στο τσιμεντένιο τοιχάκι της πλατείας χωρίς να μιλάει ο ένας στον άλλον. Φαίνεται πως πλέον δεν έχουν κάτι να πουν. Έχουν εξαντλήσει κάθε θέμα και το μοναδικό που τους ενδιαφέρει είναι πού θα κοιμηθούν και πού θα φάνε τις επόμενες ημέρες και αμέσως μετά πώς θα φύγουν απ’ αυτή τη χώρα για να φτάσουν στην Ευρώπη.
Ο 31χρονος Σαχαζέμ χαϊδεύει τη μακριά γενειάδα του και απαντά σε σπαστά αγγλικά ότι «δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στην Ευρώπη. Όταν βρούμε θα το κάνουμε». Φοράει ένα πολύ λεπτό, ανοιξιάτικο μπουφάν και κρυώνει. Τρομάζει όταν πληροφορείται πως ακόμη ο καιρός στη Θεσσαλονίκη δεν αγρίεψε. Δεν είχε πάρει άλλα ρούχα από το σπίτι του, ούτε μαζί του κουβαλάει κάποια χρήματα. Περιγράφει πως έδωσε 3.000 δολάρια για να ταξιδέψει από την Τουρκία μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Δείχνει τον συμπατριώτη του που μιλάει μόνον Παντζάμπι (η βασική γλώσσα στο Πακιστάν) λέγοντας πως έφτασε σε σημείο να πουλήσει το σπίτι του για να φύγει από το Πακιστάν. «Το πούλησα 7.000 δολάρια και τα περισσότερα τα έδωσα σε διακινητές. Και εδώ δεν έχω ούτε να φάω», διαμαρτύρεται.
Λίγα μέτρα μακρύτερα από την πλατεία Δυρραχίου, τα μπουγατσατζίδικα απέναντι στον σιδηροδρομικό σταθμό και πολλά ακόμη καταστήματα μέχρι το Βαρδάρη, αποτελούν πρωινό καταφύγιο για αρκετούς μετανάστες. Πίνουν το τσάι τους τηρώντας την παράδοση, φορτίζουν τα κινητά τους τηλέφωνα και βρίσκουν δωρεάν ίντερνετ για να μιλήσουν με τους δικούς τους είτε στη χώρα τους, είτε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου ζουν συγγενείς τους και τους περιμένουν. Και νοτιότερα, προς τα στενά του Βαρδαρίου, συναντάς σε κάθε κατάστημα μετανάστες από το Πακιστάν να δουλεύουν και να παίρνουν μεροκάματα – ψίχουλα από τους καταστηματάρχες, επίσης μετανάστες, κινεζικής καταγωγής. «Αυτοί είναι οι τυχεροί, όμως έχουν άδεια παραμονής επειδή είναι χρόνια εδώ.Πλαστές ή γνήσιες δεν ξέρω, πάντως δουλεύουν και είναι τυχεροί», περιγράφουν οι νεοαφιχθέντες στα στέκια τους. Άλλοι αναζητούν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Πουλούν τσιγάρα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αριστοτέλους. Ρισκάρουν να απελαθούν και να φύγουν από την Ελλάδα μία ώρα αρχύτερα. Όλοι τους όμως συναντώνται στο βραδινό συσσίτιο. «Καλά που είναι και αυτοί οι άνθρωποι», ψελλίζουν δείχνοντας τις δύο εθελόντριες.
Τα υπνωτήρια του δρόμου
Ο Κασίρ κάθεται στηριζόμενος στα δύο του πόδια στον πρώτο όροφο ενός γιαπιού στα Ξυλάδικα. Είναι ο βασικός χώρος όπου καθημερινά βρίσκουν καταφύγιο μετανάστες και πρόσφυγες που φτάνουν στη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί το πρώτο… κέντρο υποδοχής τους, μέχρι να ενημερωθούν τι συμβαίνει, να βρουν ένα καλύτερο σημείο ή να καταλήξουν, εάν είναι τυχεροί, σε ένα διαμέρισμα που θα πληρώσει κάποια μη κυβερνητική οργάνωση. Ο νεαρός Πακιστανός οδηγήθηκε αμέσως στο γιαπί για να μείνει τα πρώτα βράδια του.
Η κατάσταση στον χώρο που «υποδέχεται» εδώ και έναν χρόνο διαρκώς πρόσφυγες και μετανάστες είναι άθλια. Οι συνεχείς έφοδοι της αστυνομίας έχουν απομακρύνει και τους λίγους εθελοντές που είχαν μείνει να βοηθούν τους διερχόμενους, μοιράζοντας φαγητό και καθαρίζοντας το δάπεδο. Τώρα όλα είναι βρώμικα. Οι ιδιοκτήτες του χώρου από την πλευρά τους τοποθετούν συνεχώς λαμαρίνες για να κλείσουν την πρόσβαση στους κατατρεγμένους. Ωστόσο πολλές γωνιές του τεράστιου νεόδμητου ατελούς κτιρίου έχουν μετατραπεί σε… υπνοδωμάτια.
Χαρακτηριστικός είναι ο χώρος στο υπόγειο, όπου κοιμούνται κάθε βράδυ μέχρι και δέκα μετανάστες. Είναι σαν δωμάτιο που βρίσκεται κάτω από τη σκάλα του κτιρίου. Στην είσοδό του τοποθετήθηκαν δύο κουβέρτες, που «κόβουν» το κρύο. Την παρουσία ανθρώπων προδίδει ένα κρεμασμένο μπουφάν ακριβώς δίπλα από την είσοδο, τοποθετημένο έτσι για να στεγνώσει από το νερό της βροχής. Οι μετανάστες λένε ότι είναι πολλά τα σημεία όπου καθημερινά βρίσκουν καταφύγιο για να κοιμηθούν. Εκτός του κτιρίου στα Ξυλάδικα, το δεύτερο μεγάλο υπνωτήριο των άστεγων μεταναστών βρίσκεται στο ΙΚΑ Πύλης Αξιού. Πίσω από τα δικαστήρια και δίπλα στα τείχη της πόλης. Ακόμη και μέσα σ’ αυτά…
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ οι «κάτοικοι» του πάρκου αρχίζουν και συγκεντρώνονται, στρώνουν χαρτόνια και κουβέρτες, ίδιες με αυτές που είναι γνωστές από την Ειδομένη, και κοιμούνται. Μοναδική προστασία τους η στέγη του κτιρίου του ΙΚΑ. Νωρίς το πρωί, όταν οι υπηρεσίες ανοίγουν αποχωρούν γρήγορα ο ένας μετά τον άλλον. Πηγαίνουν στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού, για να βρεθούν με τους ομοεθνείς τους, να πληροφορηθούν εάν οι δικοί τους έστειλαν χρήματα που ζήτησαν για να πληρώσουν τους διακινητές που περιμένουν για την επόμενη φάση του ταξιδιού. Εάν γίνει ποτέ.
Ακριβώς δίπλα στις τσιμεντένιες βάσεις του ΙΚΑ που μετατρέπονται κάθε βράδυ σε κρεβάτια για τους άστεγους μετανάστες, υπάρχει ένα διαμορφωμένο… δωμάτιο. Πρόκειται για το εσωτερικό ενός πυργίσκου των βυζαντινών τειχών στην Πύλη Αξιού της Θεσσαλονίκης. Εύκολα η λεπτή καγκελόπορτα που φράζει την είσοδο ανοίγει και ύστερα από περίπου τρία μέτρα ο πυργίσκος δημιουργεί έναν χώρο σαν δωμάτιο. Στρωμένα σλίπινγκ μπαγκς, κουβέρτες και κρεμασμένα από τη χαμηλή οροφή ρούχα μαρτυρούν πως το βράδυ που πέρασε φιλοξένησε τουλάχιστον τέσσερις μετανάστες. Στον ίδιο χώρο παλιότερα κατέφευγαν άλλοι άστεγοι. Μοναδική ανθρώπινη διαδικασία για τους δεκάδες μετανάστες που κυκλοφορούν – άστεγοι – ανάμεσά μας, είναι ότι ορισμένοι έχουν δυνατότητα να πλυθούν και ορισμένες φορές να πλύνουν τα λιγοστά τους ρούχα. Μία μη κυβερνητική οργάνωση έχει φροντίσει να παραχωρεί νοικιασμένους χώρους με ντους.
Από τις κλούβες των φορτηγών όμηροι σε διαμερίσματα
«Πρωινές ώρες χθες (10-11-17) σε περιοχή της Σίνδου, αστυνομικοί του Τμήματος Διαχείρισης Μετανάστευσης, πραγματοποίησαν έλεγχο σε Ι.Χ. Φορτηγό επικαθήμενο με κοντέινερ, εντός του οποίου (κοντέινερ) εντοπίστηκαν ενενήντα 90 αλλοδαποί, μεταξύ των οποίων είκοσι ένας 21 ανήλικοι, που στερούνταν των απαραιτήτων εγγράφων για την παρα μονή τους στην ελληνική επικράτεια. Επίσης στο πλαίσιο του ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι σε συγκεκριμένο σημείο του οχήματος (στο ύψος της εργαλειοθήκης), υπήρχε αυτοσχέδια είσοδος (κρύπτη) που οδηγούσε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του κοντέινερ. Σημειώνεται ότι ο αερισμός στο χώρο όπου βρίσκονταν οι διακινούμενοι ήταν μη επαρκής με αποτέλεσμα να καθίσταται επικίνδυνη η μεταφορά τους».
Τα όσα αναφέρονται στο δελτίο Τύπου της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσσαλονίκης είναι ενδεικτικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες φτάνουν στο εσωτερικό της Ελλάδας οι δύσμοιροι πρόσφυγες και μετανάστες, μόλις περάσουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο. Στις μαζικές μετακινήσεις, μέσα σε στενούς χώρους φορτηγών που μετατρέπονται σε κρύπτες, ενώ σε μεταφορές λίγων μεταναστών με επιβατικά αυτοκίνητα οι διακινητές δεν διστάζουν να τους βάλουν ακόμη και μέσα στο πορτ μπαγκάζ, αρκεί να ταξιδέψουν.
Μόλις πριν λίγους μήνες Πακιστανός μετανάστης έχασε τη ζωή του και ένας ομοεθνής του εξακολουθεί να νοσηλεύεται βαριά τραυματισμένος όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επιβιβάστηκαν έπεσε σε γκρεμό σε περιοχή της Ξάνθης. Και οι δύο ήταν στον χώρο των αποσκευών. «Σημειώνεται ότι από τον τρόπο με τον οποίο ο 24χρονος διακινητής μετέφερε έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό ατόμων στο χώρο μεταφοράς φορτίων του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, μεταξύ των οποίων και δεκαοκτώ ανήλικοι, θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των διακινούμενων», παρατηρείται σε άλλο δελτίο Τύπου για διακίνηση στον Έβρο 50 μεταναστών και προσφύγων, πάλι τον Νοέμβριο. Ήταν στοιβαγμένοι σε ένα μικρό φορτηγό – κλούβα, χωρίς εξαερισμό και με άμεσο κίνδυνο να πεθάνουν από ασφυξία.
Και το δράμα τους δεν σταματάει εκεί, ειδικά για τους μετανάστες από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Συνήθως οι διακινητές – οι οποίοι τις περισσότερες φορές είναι ομοεθνείς τους – τους οδηγούν με τη βία σε διαμερίσματα και αγροικίες σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Εκεί μένουν κλειδωμένοι ώσπου συγγενείς τους στη χώρα τους ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καταβάλλουν στους κακοποιούς χρήματα για να τους απελευθερώσουν. Οι ελληνικές διωκτικές αρχές, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, έχουν εξιχνιάσει τουλάχιστον δέκα τέτοιες περιπτώσεις τον τελευταίο χρόνο, αφού προηγουμένως μετανάστες κατάφεραν να ξεφύγουν από την ομηρία τους και να ειδοποιήσουν. Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, από τα ποτάμια σύνορα του Έβρου, έχουν έντονα αυξητικές τάσεις από τα μέσα του καλοκαιριού μέχρι σήμερα. Και όσοι άνθρωποι περνούν από εκεί δεν υπάγονται στο καθεστώς συμφωνιών όπως αυτή μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, που εγκλωβίζει τους μετανάστες στα νησιά του Αιγαίου, μέχρι να επιστρέψουν.
Όσοι έρχονται από τα βορειοανατολικά σύνορα καταλήγουν να αναζητούν την τύχη τους στους δρόμους των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων, μέχρι να μεσολαβήσει ένας διακινητής και να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Ευρώπη. Και στο διάστημα αυτό σαν φαντάσματα αναζητούν να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις ώρες της προσμονής για το επόμενο βήμα. «Το μόνο που ήθελα όταν έφευγα ήταν μία ασφαλή χώρα να ζήσω. Ξέρετε είμαι χριστιανός. Της εκκλησίας της Πεντηκοστής. Και στη χώρα μου οι περισσότεροι είναι μουσουλμάνοι», εξηγεί ο 31χρονος Καμράν. Τον βλέπουμε να ετοιμάζεται να κοιμηθεί στο τσιμεντένιο «κρεβάτι» στο ΙΚΑ της Πύλης Αξιού, απλώνοντας τα χαρτόνια για σεντόνι, κάτω από την κουβέρτα.
Πίσω στο στενό δρομάκι στα Ξυλάδικα, που φωτίζεται μόνον από δύο λάμπες της ΔΕΗ, τα όνειρα κάθε μετανάστη και πρόσφυγα είναι διαφορετικά. Όπως και οι χώρες στις οποίες θέλουν να φτάσουν.