Featured

Το ιστορικό τυπογραφείο που εδώ και 60 χρόνια «κρύβεται» στο Μπεζεστένι

Μια τέχνη παλιά, με νέο πρόσωπο, επιβιώνει στην εμπορική στοά 600 ετών της Θεσσαλονίκης.

Χριστίνα Παρασκευοπούλου
το-ιστορικό-τυπογραφείο-που-εδώ-και-60-χ-538533
Χριστίνα Παρασκευοπούλου

Εικόνες: Δημήτρης Τσίπας

Το Μπεζεστένι είναι μια από τις παλαιότερες εμπορικές στοές της πόλης, η οποία έχει αφήσει πίσω της ιστορία αιώνων στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Μετρώντας 600 χρόνια, είναι χαρακτηριστικό ότι αποτελεί ένα από τα σπάνια μνημεία που έχουν διατηρήσει μέχρι σήμερα την χρήση για την οποία αρχικά κατασκευάστηκε, αυτή της αγοράς, καθώς σήμερα στεγάζει ακόμα μικρά μαγαζιά, κυρίως υφασματεμπόρων. Κάτω από τους έξι τρούλους του ήταν που γεννήθηκε και κρατά μέχρι σήμερα ένα από τα πιο παλιά εναπομείναντα τυπογραφεία της πόλης, και έχει πάρει το όνομά του από τον μνημειώδη χώρο που το στεγάζει: «Μπεζεστένι».

Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8, μέχρι και 20 τρούλους. Χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα. Η χρήση τους ήταν είτε αυτή της υφασματαγοράς είτε της αγοραπωλησίας πολύτιμων ειδών. Άλλωστε η λέξη «μπεζεστένι» σημαίνει στα Τούρκικα «υφασματαγορά», ενώ προέρχεται από την αραβική λέξη «bez», η οποία σημαίνει ρούχο-ύφασμα. Το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης, ένα από τα μόλις τρία εναπομείναντα στην Ελλάδα, χτισμένο τον 15ο αιώνα, εκτός από τους υφασματέμπορους και τους χρυσοχόους που υπήρχαν σε πλειονότητα, στέγαζε διάφορα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων εμπόρους δερμάτων, κατασκευαστές πασουμιών, κεριών, αλλά και φυσικά γραφιάδες και βιβλιοδέτες. Είναι χαρακτηριστικό, λοιπόν, το γεγονός ότι και αυτό το επάγγελμα έχει παραμείνει στην στοά, με μια σύγχρονη πλέον έκφανση.

Εικόνα: Αργύρης Καράγιωργας

Μπαίνοντας στην εμπορική στοά από την οδό Διονυσίου Σολωμού, εκεί όπου απροσδόκητα βρίσκεις ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δεκάδες λουλούδια, προχωράς περνώντας τους εμπόρους που έχουν μείνει ακόμα στον χώρο, ακόμα κι αν είναι πια μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τόπια στοιβαγμένα και υφάσματα απλωμένα σε τραπέζια, κλωστές και κορδέλες, όλα ανοιχτά για τα μάτια του επισκέπτη μέσα σε αυτή την ιστορική αγορά που κρατά ακόμα μια σπιθαμή του χαρακτήρα του παρελθόντος. Ελισσόμενος στο τοπίο, φτάνεις στο πανέμορφο μικρό τυπογραφείο με ιστορία 60 χρόνων, που έχει πάρει τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου τον αέρα μιας νεότερης γενιάς.

Με έντονο τυρκουάζ χρώμα, είναι δύσκολο να μην το προσέξεις, όσο μικρό κι αν είναι. Μέσα από την γυάλινή του πρόσοψη παρατηρείς άλλωστε τις επιβλητικές μηχανές του, που έχουν κάνει τις τελευταίες δεκαετίες άπειρα «χιλιόμετρα» σε χαρτί και μελάνι. Μέσα συναντάς τον χαμογελαστό Χρήστο Χατζηλάρη, που σήμερα συνεχίζει την πορεία του τυπογραφείου, έτοιμος να σε ξεναγήσει στο παρελθόν της.

Η ιστορία του τυπογραφείου αρχίζει το 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τη Γερμανική Κατοχή, όταν αρχικά ο Γιώργος Συλλελόγλου ξεκινά μέσα στη στοά Μπεζεστενίου μία μικρή επιχείρηση με είδη χαρτοπωλείου. Σιγά σιγά, η επιχείρηση μεγαλώνει, και το 1959 παίρνει την υπόσταση του τυπογραφείου. Το 1969, την επιχείρηση διαδέχεται η δεύτερη γενιά, με την συνεργασία των Αγάπιου Χατζηλάρη και Χρήστου Συλλελόγλου, η οποία συνέχισε την πορεία του τυπογραφείου μέχρι και το 2009. Με την συνταξιοδότησή τους, τη σκυτάλη πήρε πλέον η τρίτη γενιά, με τον Χρήστο Χατζηλάρη, τον γιο του κ. Αγάπιου, να συνεχίζει σήμερα το έργο των προκατόχων του, έχοντας πάρει από την εμπειρία τους και βάζοντας μέσα πια και την σύγχρονη τεχνολογία, παρέα με την παραδοσιακή. Κι ενώ και ο κ. Αγάπιος και ο κ. Τάκης έχουν αποσυρθεί, θα τους βρεις καθημερινά εκεί, στο τυπογραφείο όπου έχουν περάσει πάνω από μισό αιώνα, κοντά στο αντικείμενο που αγαπούν.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Η πρώτη σελίδα του τυπογραφείου γράφτηκε όταν ο κ. Συλλελόγλου αποφάσισε να συνεργαστεί με έναν τυπογράφο την δεκαετία του ‘50. «O ένας είχε την τέχνη, ο άλλος είχε το μαγαζί», όπως αναφέρει ο Χρήστος. Μάλιστα, αγόρασαν την πρώτη τους μηχανή από την τότε Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, κάτι καινούριο για την πόλη, καθώς όπως σημειώνει «Δεν ξέρω ποιος άλλος μπορεί να είχε τέτοια μηχανή στη Θεσσαλονίκη. Οπότε αμέσως ξεκίνησε μια άλλη διαδικασία για το μαγαζί, δουλεύανε αρκετά άτομα για τη μηχανή, γιατί τα γράφανε όλα με την στοιχειοθεσία. Ήθελε άτομα να κάνουν την στοιχειοθεσία, να ελέγχουν, να τυπώνουν. Και μια μηχανή έδινε δουλειά σε πολύ κόσμο».

Κατά τη στοιχειοθεσία, οι τεχνίτες του τυπογραφείου ετοίμαζαν όλη μέρα τελάρα με γράμματα, που ουσιαστικά αποτελούσαν το στοιχισμένο κείμενο που θα πήγαινε για τύπωμα στην μηχανή. «Είχε τους πάγκους με τα τελάρα, είχανε το κείμενο που έπρεπε να τυπώσουν, τον στοιχειοθέτη, την τσιμπίδα τους κι όλη τη μέρα ‘γράφανε’», αναφέρει. Ενώ όταν ακόμα το πάνω διάζωμα στο Μπεζεστένι ήταν ανοιχτό, το τυπογραφείο είχε μια εσωτερική σκάλα που ανέβαινε πάνω, όπου βρισκόταν ένας χώρος με μικρά μηχανήματα, την συρραπτική που ανοίγει τρύπες, και εκεί γινόταν η σύνθεση. Το μικρό τυπογραφείο αριθμούσε μάλιστα στο σύνολο μέχρι και δέκα άτομα προσωπικό.

Εικόνα: Αργύρης Καράγιωργας

Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 που ο πατέρας του Χρήστου είχε πρωτομπεί στο τυπογραφείο, όταν, πιτσιρίκι 14 ετών τότε, κατέβηκε από το χωριό για να δουλέψει μαζί με τον αδελφό του, ο οποίος ήδη εργαζόταν εκεί, καταλήγοντας να αγαπήσει την δουλειά και την τέχνη της. «Την αγάπησε τη δουλειά απίστευτα. Γι’αυτό και προόδευσε φυσικά στη δουλειά του. Δεν ήθελε πολύ ο πατέρας μου, και τα κόλπα και τις τεχνικές, του τα δείξανε οι καλοί. Τον είχαν γενικά από κοντά γιατί του άρεσε. Του δείξανε και μυστικά των μηχανών, αλλά και το τι να προσέχεις σε μια εκτύπωση», σημειώνει. «Ο καλός τυπογράφος προσέχει και τις μηχανές του να λειτουργούν καλά και το τυπογραφείο του να είναι σε καλή κατάσταση και το προσωπικό του να είναι ευχαριστημένο, και να κάνει τη δουλειά προσεκτικά και να μην κάνει εκ του πονηρού. Να μην βάζει τα χέρια στις τσέπες», λέει χαμογελώντας.

Το 1969, μετά από μια δεκαετία στη δουλειά, το τυπογραφείο πέρασε πλέον στα χέρια του ίδιου του κ. Αγάπιου, πρώτα σε συνεργασία με τον αρχικό ιδιοκτήτη, και στη συνέχεια με τον γιο εκείνου, τον κ. Τάκη Συλλελόγλου. Όπως αναφέρει ο Χρήστος, «Ο πατέρας μου ήταν μονίμως μέσα στις μηχανές. Και γενικά πέρασε αρκετός κόσμος από το μαγαζί, ερχόταν να δουλέψει για σύνθεση, γυναίκες, άντρες. Πάντα το κλίμα μέσα στο τυπογραφείο δεν ήταν ‘αφεντικό-υπάλληλος’, ήταν ‘είμαστε ίδιοι’, γιατί και ο πατέρας μου μια ζωή δούλευε μέχρι τις 12. Όλοι φεύγανε, ο πατέρας μου μια ζωή δούλευε και μια ζωή προηγούνταν για τον πατέρα μου οι εργαζόμενοι. Γιατί και η δουλειά του άρεσε, και να μην είχε εργαζόμενους, εκεί θα είχε λιώσει».

Όπως λέει ο κ. Αγάπιος, αρχικά είχε δουλέψει με τον θείο του, που είχε τυπογραφείο στην οδό Αντιγονιδών, κι ενώ οι γονείς του ήθελαν να ακολουθήσει άλλο δρόμο, εκείνος αγάπησε το επάγγελμα. Όπως αναφέρει, «Ο θείος μου μου είπε μια κουβέντα που την θυμάμαι μέχρι τώρα, ότι ‘Όλη η αγορά κινείται με το χαρτί. Δεν πρόκειται να μείνεις άνεργος’. Και το κράτησα κι από τότε δουλεύω ανελλιπώς επί 62 χρόνια. Εδώ στο ίδιο μέρος, γι’αυτό και λέγεται παραδοσιακό, κι εγώ παραδοσιακός γίνομαι. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι, στην τυπογραφία δεν έχει ένα στάνταρ. Κάθε δουλειά έχει τη δική της σκέψη, τη δική της φιλοσοφία, πώς θα γίνει καλύτερα. Εμείς τότε που κάναμε τη στοιχειοθεσία, δεν υπήρχαν τα κομπιούτερ που με ένα κουμπί αλλάζεις δέκα γραμματοσειρές, εμείς δουλεύαμε με τα στοιχεία. Γράμματα υπήρχαν από το 6 μέχρι το 48, ανάλογα με το μέγεθος που ήθελες να κάνεις. Αυτό ήθελε χρόνο για να γίνει. Γιατί ένα προσκλητήριο να πάρεις, έχει δέκα γραμματοσειρές. Το κάναμε με το χέρι, κάναμε 2-2,5 ώρες ανάλογα με το τι έγραφε και το δείχναμε στον πελάτη. Αν δεν του άρεσε η γραμματοσειρά, το χαλούσαμε και άλλες 2,5 ώρες μετά. Αλλά αυτό ήταν το καλό με τους παλιούς, επειδή γινόταν με στοιχειοθεσία και υπήρχε χρόνος, καθόμασταν και σκεφτόμασταν, πώς θα το κάνω και θα φανεί καλύτερο το έντυπο. Κάθε δουλειά που ερχόταν είχε τη δική της σκέψη και φιλοσοφία να δεις πώς γίνεται».

«Είναι ενδιαφέρουσα η δουλειά του τυπογράφου. Η λεπτομέρεια είναι που κάνει τη διαφορά», αναφέρει. «Με τους υπολογιστές εγώ στεναχωριέμαι και κάνω ορισμένα πράγματα με στοιχειοθεσία. Θέλω να ασχολούμαι με αυτά, γι’ αυτό έχουμε τις γραμματοσειρές ακόμη, τα γράμματα. Δεν κάνουμε συχνά, αλλά έρχονται μερικοί πελάτες που θέλουν. Γιατί το γράμμα, όταν το εκτυπώνεις, από πίσω αφήνει ένα αποτύπωμα, την πίεση, κι αυτό τους αρέσει. Έχει διαφορετική αξία από το ψηφιακό».

Ο ίδιος έμαθε την τέχνη με την εμπειρία, «Με την αγάπη προς την δουλειά. Αν δεν αγαπάς, όχι μόνο τη δουλειά, οτιδήποτε αν δεν το αγαπάς, μην το κάνεις, θα αποτύχει. Εγώ και σήμερα που είμαι 75, ξυπνάω η ώρα 7-7.30 και πρέπει 8.30, 9 το πολύ να έρθω στο μαγαζί. Θα φύγω η ώρα 2.30-3. Τόσο πολύ το θέλω. Δεν μπορώ να λείψω».

Όπως σημειώνει και ο κ. Τάκης, «Το τυπογραφείο είναι παροχή υπηρεσιών, παράγεις κάποιο έργο, εκεί είναι η ομορφιά. Δεν κάθεσαι, δημιουργείς, αυτό είναι το καλό, είναι μια δημιουργία το έντυπο». Ενώ όπως τονίζει, «Η εξέλιξη της ανθρωπότητας οφείλεται στην τυπογραφία».

Το τυπογραφείο έζησε πολλά κομβικά σημεία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, όντας στο κέντρο της πόλης και συνεπώς των πραγμάτων της. Από την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη που είδε ο πατέρας του κ. Τάκη, μέχρι τον μεγάλο σεισμό του ‘78, μετά τον οποίον βρήκαν το πρωί το Μπεζεστένι γεμάτο «πέτρες και τούβλα μέχρι το γόνατο», κι ενώ έπαθε αρκετές ζημιές, με την επιμονή των ενοίκων του, συνέχισε να λειτουργεί σαν αγορά, φιλοξενώντας τους εμπόρους αλλά και το τυπογραφείο κάτω από τους τρούλους του, ένα σημαντικό στοιχείο για την συνέχεια του ιστορικού του χαρακτήρα.

Όπως λέει και ο κ. Τάκης για το Μπεζεστένι, «Τώρα στην ουσία είναι τέσσερις, παλιά υπήρχαν 20 ενοικιαστές. Όλο το εμπόριο για υλικά ραπτών, εδώ γινόταν. Ερχόμουν 7.30 το πρωί, κι εδώ περίμενε ουρά για να ψωνίσουν, ράφτες ένα σωρό υπήρχαν. Παίρνανε υλικά για να δουλέψουν την ημέρα. Όλοι έρχονταν εδώ και στη στοά Καράσου. Σιγά σιγά άνοιξαν μαγαζιά περιφερειακά της πόλης, οπότε σιγά σιγά κλείσανε. Και στη στοά Καράσου αν πας, τα μισά μαγαζιά είναι κλειστά, δεν τα νοικιάζουν».

Όπως αναφέρει ο Χρήστος, «Τη δεκαετία του ‘80 είχε πάρα πολλά μαγαζιά, ήταν όλα νοικιασμένα και είχε πολύ ζωή στο Μπεζεστένι, γιατί ήταν βασικό, καταρχήν για κλωστές, φερμουάρ, ζώνες. Ήταν γενικά η περιοχή, αλλά εδώ ήταν μια από τις στοές που είχε πάρα πολλά. Είχε και περισσότερο κόσμο, αλλά γενικά ήταν αυτή η αγοραστική της λειτουργία. Ήταν η Βαλαωρίτου που ήταν γεμάτη βιοτεχνίες, οπότε εδώ ήταν η καρδιά της βιοτεχνίας στην Ελλάδα, γιατί πραγματικά, και 24 ώρες το 24ωρο, υπήρχε μια βοή το βράδυ στην περιοχή, γιατί δούλευαν οι ραπτομηχανές. Όλη η περιοχή ήταν βιοτεχνίες, γεμάτη ήταν. Δούλευε πάρα πολύς κόσμος, πάρα πολλές επιχειρήσεις από τις βιοτεχνίες, όπως ήμασταν κι εμείς, ήταν στους πελάτες μας πολλές βιοτεχνίες. Γενικά, είχε άλλο τρόπο λειτουργίας το εμπόριο. Και δεν ερχόταν πολύ από έξω, ούτε έφευγε πολύ έξω. Άλλαξε αυτό το 2002 περίπου, στην πολύ αρχή της κρίσης, που δόθηκε η άδεια να φύγουν προς τα έξω. Έφυγε μεγάλο μέρος της βιοτεχνίας και πραγματικά μειώθηκε πολύ ο όγκος της δουλειάς σε βιοτεχνίες και γενικά μπήκαμε σε άλλους ρυθμούς».

Ήταν το 2008 που o Χρήστος Χατζηλάρης αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα για το τυπογραφείο και να αναλάβει τα ηνία. Όντας ο ίδιος φωτογράφος, κι έχοντας σπουδάσει ηλεκτρονικός, αποφάσισε να γυρίσει σελίδα καθώς με την αρχή της κρίσης και το δικό του επάγγελμα εμφάνιζε αμφίβολο μέλλον. Επέλεξε λοιπόν να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση, καθώς είχε περάσει ήδη πάνω μια δεκαετία βοηθώντας τον πατέρα του με τα γραφιστικά του τυπογραφείου, παρέα με τον αδελφό του. Μαζί του, το τυπογραφείο έχει λάβει σήμερα και μια πιο καλλιτεχνική διάσταση, ενώ στο παιχνίδι έχει μπει και η ψηφιακή τυπογραφία.

Σήμερα, στον χώρο θα βρεις τέσσερις εντυπωσιακές μηχανές, η καθεμία με την παλαιότερη ή και νεότερη ιστορία της. Οι δύο είναι οι λεγόμενες offset, ίδιες με διαφορετική ηλικία, η μία μοντέλο του ‘81 και η άλλη του ‘90. Ενώ υπάρχει και η μηχανή letterpress για την θερμοτυπία, όπως και το πιεστήριο, που είναι το παλιό μοντέλο του offset, τα οποία μπήκαν στο τυπογραφείο το ‘60-’70. Όπως σημειώνει ο Χρήστος, «Όλες είναι Heidelberg, όλες είναι γερμανικές, είναι καλές μηχανές. Δεν είναι ηλεκτρονικές, είναι μηχανές. Αγόραζες μια μηχανή το ‘60 και μπορεί να την είχες μέχρι το 2000. Δεν είναι πρακτικό να δουλεύεις με αυτές σήμερα, αλλά αν τις παίρνεις, τις δουλεύεις».

Εικόνα: Αργύρης Καράγιωργας

«Το offset είναι η πιο κλασική εκτύπωση τυπογραφίας που υπάρχει, το οποίο τυπώνει τα πάντα πια αυτή την εποχή», εξηγεί. «Βάζεις τα τέσσερα βασικά χρώματα, που οι καινούριες μηχανές φυσικά έχουν πέντε, έξι, εφτά χρώματα, πέφτει το ένα πάνω στο άλλο και σου δημιουργεί την εικόνα. Και το βασικό είναι ότι ‘στέλνει’ στο ίδιο σημείο, ώστε να γίνει αποτύπωση, το ένα να πέφτει πάνω στο άλλο για να σου βγάλει ακριβώς την εικόνα». Όπως αναφέρει, «Μετά, υπάρχει η παραδοσιακή τυπογραφία που είναι θερμοτυπία, βαθυτυπία, αναγλυφοτυπία, λένε για την λιθογραφία, που ήταν το πιο παλιό, που χαράζανε πάνω σε πλάκες και το πιέζανε». Όπως σημειώνει, «Το μεγάλο πιεστήριο είναι η εξέλιξη του offset, ας το πούμε έτσι. Ήταν πιο manual μηχανές. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τα ψηφιακά».

Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει ο Χρήστος, ότι «Δεν έχει αλλάξει η βάση της τυπογραφίας, πέρα από το ότι οι διαδικασίες έχουν πλέον αυτοματοποιηθεί. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι κλείνουν τα τυπογραφεία. Δεν υπάρχουν μικρά τυπογραφεία πολλά. Έχουν μειωθεί γενικότερα. Αν υπήρχαν στο κέντρο 50, υπάρχουν πέντε τώρα. Θα πάει στην ψηφιακή εποχή 100%, αλλά είμαστε μια χώρα που θέλει τα χρόνια της για να γίνει αυτή η αλλαγή, και στο εξωτερικό, για να πάει 100%. Απλά στο εξωτερικό δεν έχουν την ζήτηση του μικροτυπογραφείου, γιατί υπάρχουν μεγάλα τυπογραφεία που έχουν και κάποια μικρή μηχανή μέσα. Εδώ υπάρχουν μεγάλα τυπογραφεία, τώρα πια όμως λίγα μικρά. Και τα μεγάλα δυστυχώς πάθανε ζημιά με την κρίση, γιατί πήραν μεγάλα μηχανήματα. Μικρό τυπογραφείο, μικρά έξοδα. Μεγάλο τυπογραφείο, μεγάλα έξοδα, μεγάλα χρέη. Οπότε και πιο δύσκολο να ανταπεξέλθεις σε δύσκολες εποχές».

Όπως λέει κι ο κ. Τάκης, που δούλευε στο τυπογραφείο από τα 22 του χρόνια, στην Θεσσαλονίκη πριν μια 20ετία έβρισκες πάνω από 200 τυπογραφεία. «Ήταν η πλασματική ευημερία που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Με την κρίση, οι δουλειές μειώθηκαν, τα έντυπα μειώθηκαν». Όπως αναφέρει, «Παλιά υπήρχαν πολλά τυπογραφεία στη Θεσσαλονίκη, τα πιο πολλά κλείσανε, δεν αντέχανε τα ψηφιακά. Σήμερα μπορείς να κάνεις ψηφιακά σχεδόν τα πάντα, το 90% της δουλειάς. Αλλά υπάρχουν και κάποιες δουλειές που δεν γίνονται, ας πούμε το γκοφρέ, το ανάγλυφο. Οπότε έχουμε και λόγο ύπαρξης εμείς. Ακόμα έρχονται άτομα και ζητάνε εκτύπωση με γράμματα, με στοιχεία. Σήμερα, οι πιο πολλοί θέλουν το γρήγορο και το πιο φθηνό. Αυτό δεν γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο. Αν πας σε ένα ψηφιακό, ο άλλος μπορεί να πει, σε μισή ώρα θα σου κάνω τις κάρτες. Εμείς το πιο γρήγορο που μπορούμε να κάνουμε είναι μια εργάσιμη μέρα. Όλο αυτό θέλει κόπο. Η παραδοσιακή τέχνη σιγά σιγά τελειώνει, δεν υπάρχουν νέοι να έρθουν να δουλέψουν. Ποιος θα έρθει να κάτσει να μουτζουρώνεται με τις μελάνες και τα γράμματα; Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κάποιος. Είχε μια σχολή στα Ιωάννινα, την οποία την κατήργησε το Υπουργείο Παιδείας».

Όπως αναφέρει και ο κ. Αγάπιος, δυστυχώς τις παλιές τεχνικές δεν υπάρχουν πολλοί που να τις αξιοποιούν σήμερα, καθώς «έχουν φύγει από τη ζωή τυπογράφοι, που μπορούσαν να κάνουν αυτά τα πράγματα», ενώ ένα από τα παλιά τυπογραφεία, ο Υφαντίδης, έκλεισε πολύ πρόσφατα. «Τώρα, ο Χρήστος, ευτυχώς κι αυτού του αρέσει η δουλειά, έδειξε προθυμία και έμαθε αυτά τα οποία ξέρω εγώ, το μεταδώσαμε. Τα χέρια δεν μπορούν να αντικατασταθούν από τα μηχανήματα. Υπάρχουν δουλειές που πρέπει να γίνουν χειροκίνητα», σημειώνει.

Όπως σημειώνει ο κ. Τάκης, «Παλιά είχε πολλή χειρωνακτική εργασία. Κάποια στιγμή είχαμε φτάσει να δουλεύουμε εδώ δέκα άτομα, γιατί χρειάζονταν χέρια. Οι περισσότερες δουλειές γίνονταν με τα χέρια, ακόμα και οι πρώτες μηχανές, με το ένα χέρι έβαζες το χαρτί και με το άλλο κατέβαζες τον κύλινδρο για να μελανώσει. Μετά σιγά σιγά δούλευε με τον κύλινδρο, απλώς έβαζες το χαρτί, και μετά φτάσαμε στα ταχυπιεστήρια τα σημερινά. Γι’ αυτό χρειαζόταν χέρια, όπως χρειαζόταν και χέρια το να γίνει ένα μπλοκ. Ένα μπλοκ αποτελείται από άσπρο, ροζ, κίτρινο χαρτί. Είχαμε κοπέλες οι οποίες παίρναν ένα ένα και τα μαζεύανε, και μετά σιάζανε το μπλοκ, το βάζανε σε μια συρραπτική μηχανή που το έραβε. Σήμερα γίνονται όλα με ένα συνθετικό μηχάνημα, παίρνει τα φύλλα και τα βάζει μόνο του. Κατήργησε όλα τα χέρια. Μετά έχεις το συρραπτικό που τα ράβει κατευθείαν, δεν χρειάζεται να βάζεις δύναμη του χεριού. Σε όλα υπάρχει μια τρομακτική εξέλιξη. Έχει μηχανές που κάνουν τη σύνθεση και το ράβουν κιόλας και το κόβουν ομοιόμορφα. Αυτή είναι η εξέλιξη, εμείς ήδη είμαστε ξεπερασμένοι. Όσο αντέξουμε. Για να έρθεις στα ίσα, να είσαι στη μόδα ας πούμε, πρέπει να κάνεις μια επένδυση που είναι απαγορευτική».

Όπως αναφέρει ο κ. Αγάπιος, «Για να πάρεις μια offset καινούρια θέλεις 60-70.000 ευρώ. Παίρνεις ένα ψηφιακό και γλιτώνεις όλα τα άλλα. Τα μπλοκ έχουν αντικατασταθεί με τις ταμειακές. Με τις τιμές που υπάρχουν τώρα δεν μπορείς εύκολα να αντικαταστήσεις τα μηχανήματά σου, έχουν πέσει πάρα πολύ γιατί κι ο πελάτης ζητάει το φτηνό. Παλιά ήθελε ο άλλος το καλό, και στην ποιότητα του χαρτιού και στην εκτύπωση. Εμείς δίναμε και έξω και δεν προλαβαίναμε. Πολλή δουλειά και όλα γινόντουσαν με το χέρι. Τώρα όλα γίνονται ηλεκτρονικά, έτσι το μέλλον είναι λίγο αβέβαιο».

Ο Χρήστος από την άλλη, επιλέγει να συνεχίσει, με αγάπη για το ίδιο το Μπεζεστένι και τον τρόπο ζωής που βιώνει μέσα του εδώ και χρόνια, ενώ με γνώμονα το ενδιαφέρον για την τέχνη της παραδοσιακής τυπογραφίας, σήμερα εστιάζει στο καλλιτεχνικό κομμάτι του τυπογραφείου, με έμαση σε κάρτες και προσκλητήρια, που σχεδιάζονται και υλοποιούνται με ιδιαίτερη τέχνη, κάτι που αναζητά ο κόσμος καθώς δεν υπάρχουν πια τέτοια τυπογραφεία. Όπως σημειώνει, «Το καλλιτεχνικό τυπογραφείο δεν θα σταματήσει, όσο πάει και όσο ζητείται, θα υπάρχει η καλλιτεχνική τυπογραφία».

Ευχή είναι το μικρό αυτό παραδοσιακό τυπογραφείο να συνεχίσει να γράφει την ιστορία του, παρά τους σύγχρονους καιρούς, βοηθώντας αυτή την σπάνια πια τέχνη να επιβιώσει.

Διαβάστε επίσης:

Μπεζεστένι: Εμπορική στοά, ετών 600

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα