Θεσσαλονίκη

Τούμπα: Στη γειτονιά με τις τελευταίες μονοκατοικίες

Σπίτι μας απ' άκρη σ' άκρη, έχει μεγαλώσει χιλιάδες γενιές και θυμάται.

Μυρτώ Τούλα
τούμπα-στη-γειτονιά-με-τις-τελευταίες-1001098
Μυρτώ Τούλα

Η γειτονιά που είναι σπίτι μας απ’ άκρη σ’ακρη. Στην Τούμπα έχουν μεγαλώσει 3 γενιές της οικογένειας μου. Οι γονείς μου έμεναν λίγο πιο κάτω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ, ζούσανε σε μονοκατοικίες με αυλές τις δεκαετίες του 60-80, εμείς μεγαλώσαμε στα πάρκα και στις αλάνες της, στο σπίτι της γιαγιάς στην Αγία Βαρβάρα, προσφυγομάνα, κοσμοπολίτισα και ιστορική, 4.000 χρόνια τώρα. Η Τούμπα γράφει ακόμη σελίδες ομορφιάς, στην ιστορία της πόλης.

Ιστορία

Μία από τις παλιότερες χρονικά γειτονιές της πόλης,  με την ιστορία της να πηγαίνει βαθιά πίσω στον χρόνο.

Πήρε το όνομα της από τον αρχαίο λόφο, μετέπειτα ονομάστηκε Τουμπίτσα λόγω του ύψους της (23 μ.) και του προϊστορικού οικισμού που φιλοξενούσε μέχρι περίπου την δεκαετία του ’80 μέχρι που ξεκίνησε η ψηλή ανοικοδόμησή της.

Πριν από πολλά χρόνια, μία κοινότητα προϊστορικών ανθρώπων, έζησε στην Τούμπα καλλιεργώντας τη γη, κυνηγώντας τα ζώα και ψαρεύοντας. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκη φυλάσσονται ανασκαφικά ευρήματα τα οποία μαρτυρούν πως η συγκεκριμένη συνοικία, υπήρξε ο σημαντικότερος οικισμός την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Κατοικήθηκε από το 2200 π.Χ. μέχρι την ίδρυση της Θεσσαλονίκης το 315 π.Χ.

Από τον 11ο αιώνα ο οικισμός επεκτείνεται στα γύρω πλατώματα του λόφου, δύο αιώνες μετά, διαχωρίζεται από το νεκροταφείο, γεγονός που παρεπέμπει στην πρώτη μορφή οργάνωσης “πρωτό -πόλης”, τον 8ο αιώνα έχει τα δικά της προϊόντα και διευθετεί ακόμη περισσότερο τον χώρο της. Στην κορυφή της Τουμπίτσας λειτουργεί ήδη το αψιδωτό συγκρότημα ενός τοπικού άρχοντα με αποθήκες σιτηρών και υγρών, ενώ υπάρχει και καταφύγιο για τους κατοίκους της σε περίπτωση κινδύνου. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή γύρω από τον λόφο της χρησιμοποιείται ως στρατόπεδο των συμμάχων.

Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, εγκαθίστανται στην Τούμπα και δίνουν στην περιοχή ένα πολυπολιτισμικό πνεύμα. Ένας ακόμη ιστορικός προσφυγικός οικισμός, με βαριά παράδοση, κουλτούρα και μνήμες, με τον πόνο του ξεριζωμού και της χαμένης πατρίδας. Απόδειξη αυτής της εξέλιξης αποτελεί η δημιουργία του αθλητικού συλλόγου ΠΑΟΚ (Πανθεσσαλονίκειος, αθλητικός , όμιλος, Κωνσταντινουπολιτών), το 1926, αλλά και η ίδρυση της κεντρικής πλατείας “Μικρασιατικού και Θρακικού Ελληνισμού” .

Ανοικοδόμηση 

Η Τούμπα ήταν ο μεγαλύτερος συνοικισμός της πόλης. Η Άνω Τούμπα με επιφάνεια 55 εκταρίων εποικίστηκε από το 1923 ενώ η Κάτω Τούμπα 80 εκταρίων εποικίστηκε μεταξύ 1924 και 1938. Η αρχική στέγαση των προσφύγων έγινε στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις με ξύλινα παραπήγματα των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ και σε σκηνές που έστειλε το κράτος από την Αθήνα, επιπροσθέτωνς, στήθηκαν ξύλινες παράγκες με έξοδα της «ιεράς Ενώσεως Μακεδονικών Χτίστηκαν στην Άνω Τούμπα 50 μονώροφες διπλοκατοικίες στις οδούς Ισιδώρου, Ολύνθου, Τυρολόης και Βάρναλη, από το Εμπορικό Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης Οργανώσεων», στις οποίες στεγάστηκαν 600 οικογένειες. Χτίστηκαν επίσης, μονώροφες τετρακατοικίες, από το Ταμείο Πρόνοιας, ξύλινα παραπήγματα (Ε.Π.) ή «παράγκες»,  στη Κάτω Τούμπα το 1925 που περικλειόνταν στις σημερινές οδούς από Ανατολικής Ρωμυλίας μέχρι Αμφιπόλεως και από Πυλαίας μέχρι Αρτάκης. Έμεναν εκεί, περίπου 500 οικογένειες.

Η κάθε «παράγκα», ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο με τέσσερα σπίτια από τη μία και τέσσερα από την άλλη. Σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο.  Το 1926 χτίστηκαν μονώροφες διπλοκατοικίες, δυτικά του παλιού γηπέδου της Μ.Ε.Ν.Τ. καταβάλλοντας οι πρόσφυγες το αντίτιμο της αξίας τους, μέσω δανείου. Το Φεβρουάριο του 1927 τοποθετήθηκαν 50 προκατασκευασμένοι οικισμοί τα «γερμανικά» (με ελάχιστο εμβαδόν εδεμ περίπου για τη στέγαση δύο οικογενειών). Εκεί, εγκαταστάθηκαν οικογένειες που πριν έμεναν σε σκηνές ή θαλάμους. Αυτοί οι οικισμοί ήταν χορηγία των Γερμανών στα πλαίσια των επανορθώσεων που όφειλαν για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τοποθετήθηκαν κατά μήκος ανατολικά και δυτικά της Διαγόρα. 3.000 μονοκατοικίες και 200 πολυκατοικίες, που η καθεμιά στέγαζε 8-10 οικογένειες, από την Ε.Α.Π. 500 οικήματα με αυτοστέγαση.

Το 1975 άρχισε η κατασκευή μονώροφων διπλοκατοικιών στη Κάτω Τούμπα, με ανάθεση έργου σε 13 εργολάβους από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (Τ.Π.Π.) κτίστηκαν στη περιοχή που περικλείεται από τις οδούς Κλεάνθους, Μ. Ασίας, Αδαμίδου Διδασκάλου, Φοίνικος Λυκάονος, Δορυλαίου, Ανατ. Ρωμυλίας, Αρτάκης. Μετρό) και Παπάφη Δημιουργήθηκαν 13 οικισμοί που ο καθένας έπαιρνε τα αρχικά του εργολάβου του, επειδή δεν είχαν δοθεί ακόμη ονόματα σε οδούς λόγω της αναγκαιότητας στέγασης των προσφύγων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η Άνω Τούμπα, που κατοικήθηκε αρχικά, ανεγέρθηκε πρόχειρα και χωρίς σχέδια, σε σχέση με την Κάτω Τούμπα.

Εργοστάσια

Το 1932-33 στην Άνω και Κάτω Τούμπα υπήρχαν 8 εργοστάσια ποτοποιίας. Γνωστά υφαντουργεία στην Τούμπα ήταν του: Αρσάνογλου επί της Ανατ. Θράκης (παρήγαγε κουβέρτες, πετσέτες, πανιά, τραπεζομάντηλα κ.λπ.), τα «Ηνωμένα» (επί της Χορμούζη), του Τεκέζογλου και του Παπάζογλου. Το χαρακτηριστικό των ταπητουργείων και υφαντουργείων που αναπτύχθηκαν στην περιοχή είναι ότι απορροφούσαν πάρα πολλές προσφυγοπούλες. «ΥΦΑΝΕΤ», το μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του μεσοπολέμου, απασχολούσε πάνω από 500 εργάτες. Η γειτονιά της Τούμπας ήταν εργατική.

1960-1980 

Στην Τούμπα τις δεκαετίες 1960-1980 υπήρχαν μικρές μονοκατοικίες με αυλές, καφενεία, φούρνοι, πέτρινα σχολεία, ένα κλίμα μιας πόλη ανθρώπινης. Χωρίς μεγάλες υποδομές και σχέδιο για την επόμενη μέρα αλλά με προσωπικότητα της προσφυγογειτονιάς και της λαϊκής συνοικίας με τα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και την κοινωνική ζωή.

Ο κ. Παναγιώτης, ζει στην περιοχή από το 1955 μέχρι και σήμερα: “Εμείς μέναμε στην οδό Καππαδοκίας, εκεί τότε, υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες με αυλές και μετρημένα διόροφα. Ήταν ένας μικρός παράδεισος, είχαμε τους κήπους μας, τις τριανταφυλίτσες μας, πράσινο έβλεπες πολύ και χωματόδρομους. Οι πόρτες ήταν πάντοτε ξεκλείδωτες, τα παιδιά παίζανε στα πάρκα γύρω από το γήπεδο χωρίς φόβο, ήταν άνετα, είχαμε γκαζιέρα και παγωνιέρα μέσα στο σπίτι μας, δεν μπορώ να πω πως είχαμε πολυτέλειες, αλλά δεν τις χρειαζόμασταν, ήταν λες και ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό στην Θεσσαλονίκη.

Υπήρχε ο ξυλόφουρνος της κυρίας Κούλας, με το λαχταριστό ψωμί, καφενεία όπως και τώρα που πηγαίνανε τα παππούδια με το χαρτάκι τους και τις εφημερίδες που εμείς έτσι μαθαίναμε τα νέα, αυτοκίνητα λιγοστά, περισσότερα ποδήλατα, πωλητές που περνούσαν με το κάρο τους και πωλούσαν τα καλούδια τους, ο παγονιέρης με τις κολώνες πάγου για τις παγονιέρες μας, ο γαλατάς, μία ήσυχη γειτονιά με όλη την σημασία της λέξης. Ο ένας με τον άλλον γνωριζόμασταν καλά, κάναμε παρέα, οι γυναίκες μας μαζεύονταν στις αυλές, όλες μαζί κάτω από τα ολόλευκα απλωμένα ρούχα στα σχοινιά, οι άντρες πηγαίναμε στα ουζερί. Και πιο καλά, στο ουζερί της κυρά Καλιόππης, που ήταν σε ένα μικρό κουζινάκι και είχε τραπέζια στην αυλή κάτω από την κληματαριά. Μεζέδες σμυρναϊκούς. Τα σπίτια ήταν μικρά, είχαν πάντα δυο δωμάτια και ένα μικρό σαλονάκι, ενώ η τουαλέτα ήταν έξω, στο πίσω μέρος της αυλής.

“Ανά διαστήματα περνούσαν από την γειτονιά ορισμένοι με μπουζουκάκια, και λατέρνες, ήταν σαν να πηγαίναμε σε μπουάτ, μαγικό. Όλοι στις αυλές κι αυτοί έξω στα πεζοδρόμια να παίζουν τα μουσικά τους όργανα. Μύριζε συνέχεια φαγητό στους δρόμους, τηγανητά κεφτεδάκια, ψάρια, ντομάτα και κρεμμύδι. Θυμάμαι μία γειτόνισσα Σμυρνιά, ένα βράδυ μας έκανε το τραπέζι, εκεί έφαγα τα καλύτερα κεφτεδάκια της ζωής μου. Ήταν κοσμοπολίτισσα η γειτονιά μου. Ο πατσάς, ο ιστορικός πατσάς που τρώγαμε το πρωί, ωραιότατος. Σήμερα έχουν μείνει κάποιες μονοκατοικίες, δεν είναι για να κατοικήσεις, είναι σάπιες αλλά έχουν την ιστορία τους και την δική μας. Στην Κάτω Τούμπα εμείς μείναμε από το 1962 μέχρι το 1980. Η μονοκατοικία μας γκρεμίστηκε, έγινε οικοδομή κι εμείς πήγαμε σε πολυκατοικία. Στενοχώρια. Για μένα η Τούμπα είναι ο παράδεισος μου, το σπίτι μου, μία πόλη μια ομάδα, το γήπεδο που μάζευε πάντα κόσμο.”

Η κ. Ελένη έμενε στην Κάτω Τούμπα σε μία μονοκατοικία: “Eγώ ήμανε παιδί του πολέμου, σε ένα χωριό στα Τρίκαλα έχασα τους γονείς μου με τους διωγμούς και με μάζεψε μία οικογένεια, καλοί άνθρωποι. Φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη το 1945, έκτοτε μένω εδώ, στην Τούμπα, γνώρισα τον άντρα μου, κάναμε την οικογένεια μας κι εγώ δούλευα σε ραφτάδικα.

Η ραφτομηχανή ακόμη είναι στο σπίτι μας. Ήμουν μοδίστρα πολλά χρόνια, σε συνοικιακό μαγαζάκι, τότε στην δουλειά ήμασταν πολλές, μιλώ για εποχές 1950-1970. Κάθε γειτονιά είχε τουλάχιστον 2-3 μοδίστρες. Τα σπιτάκια μας ήταν όλα γλυκούτσικα, μικρά με δυο δωμάτια, ένα κουζινάκι και WC στην αυλή. Mε την αυλίτσα τους, τις γαρδένιες και τις τριανταφυλλιές και τους ίσκιους. Έμοιαζε πολύ με το χωριό μου η γειτονιά μας. Θυμάμαι τον χαρακτηριστικό ήχο των ραπτομιχανών που τον άκουγες σε κάθε τετράγωνο, το χώμα από τους χωματόδρομους, τις λατέρνες στους πιο κεντρικούς δρόμους και τα τσαγγαράδικα. Οι άντρες μας ήταν οι περισσότεροι εργάτες, τους έβλεπες στην γειτονιά με τις εργατικές τους φόρμες λερωμένες από τον ασβέστη, να γυρνούν τα μεσημέρια.

Θυμάμαι την κ. Χρυσούλα με τα ψιλικά, εκεί λέγαμε τα κοτσομπολιά και παλιότερα πέρναμε τα τηλέφωνα. Είχαμε μικρά ταβερνάκια με γεύσεις προσφυγικές, όλοι από κάπου ήμασταν. Τα παιδιά μας μεγαλώσανε στις αυλές και πολλές φορές δεν είχανε δωμάτια μένανε στα ντιβάνια των καναπέδων. Τα βράδια τα καλοκαίρια, μαζευόμασταν στις αυλές ή στους δρόμους, είχαμε επίσης και ελιές γύρω-γύρω μέσα σε τενεκέδες. Πολύ ωραία χρόνια, δύσκολα αλλά ωραία, μετά ήρθαν οι πολυκατοικίες και τα σπιτάκια μας γκρεμίστηκαν.

Κι εκεί που πηγαίναμε 2 βήματα να δώσουμε την ζάχαρη, κατεβάζαμε με τα καλάθια κι ένα σχοινί από τα μπαλκόνια προς το πεζοδρόμιο. Πολλά τα σκαλιά και τα γηρατειά πια. Η Τούμπα μας άλλαξε, αλλά έχουν μείνει κάποια σπίτια να μας την θυμίζουν όπως την ζήσαμε εμείς επίσης, αν τριγυρίσεις στα στενά θα βρεις ακόμη παλιά παντοπωλεία και ταμπέλες από κλωστάδικα και φούρνους. Το σπίτι μου είναι η γειτονιά αυτή, οι παιδικές φωνές των παιδιών μου, οι γάτες μου, η ραπτομηχανή μου.”

Ο κ. Ρέππας Αλέξανδρος ζει στην Τούμπα στην οδό Ιωνίας από το 1958: “Το 1958, γεννήθηκα μέσα σε αυτό το σπίτι, δεν πρόλαβαν να πάνε την μητέρα μου στο τότε μαιευτήριο και με γέννησε εδώ. Είναι ένας από τους λόγους που είμαι τόσο δεμένος συναισθηματικά με την γειτονιά και το σπίτι, δεν το έδωσα αντιπαροχή. Θυμάμαι σε αυτό το οικοδομικό τετράγωνα ήταν όλα τα σπίτια μονοκατοικίες. Αυτό που βλέπω τώρα δεν μου αρέσει. Είχα πολλές ενοχλήσεις από εργολάβους, να το δώσω, αρνούμαι κατηγορηματικά, όσο είμαι εν ζωή το σπίτι θα παραμείνει μονοκατοικία, όταν αποβιώσω τα παιδιά μου ας κάνουν ότι θέλουν.

Έχω τις ανέσεις μου και την αυλή μου, δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Δεκαετία ’60-80, τα περισσότερα σπίτια όσο μικρή αυλή κι αν είχαν, είχαν λουλούδια, άλλη εικόνα, υπήρχε χρώμα παντού. Χωματόδρομοι, τα καλοκαίρια, κάθε απόγευμα περνούσε η ποτίστρα για να μην σηκώνονται σκόνες, η χούντα τον ασφαλτόστρωσε. Απέναντι από το σπίτι μου, η αυλή ήταν παρθένο δάσος, στην αυλή μας είχε πέντε δέντρα. Όταν σκέφτομαι το παρελθόν θλίβομαι, ήταν τόσο όμορφα, πώς καταντήσαμε έτσι; Μαζευόμασταν στις αυλές, κυρίως οι μανάδες. Τα παιδιά παίζαμε ποδόσφαιρό στον χωματόδρομο, το σπασμένο τζάμι πήγαινε σύννεφο. Οι απειλές και οι κατάρες από τις γιαγιάδες και το σκίσιμο των γονάτων από τις μπάλες ήταν καθημερινό φαινόμενο. “Φωτιά να σας κάψει”, “κακό χρόνο να ‘χετε” και τέτοια. Το 90’ τα υπόγεια των πολυκατοικιών είχαν διάφορα επαγγέλματα, είχαμε ταπετσέρη, ένας έφτιαχνε επαγγελματικά ψυγεία, άλλος ήταν ψηλικατζής, φούρναρης, στην γωνία είχαμε σιδερά, απέναντι βιοτεχνία πλεκτών. Υπήρχε ζωντάνια, μέχρι και το ’90, τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Τότε κάθε γειτονιά ήταν σαν μικρό χωριό, αυτόνομη. Τους καλοκαιρινούς μήνες τα άνθη από τις αυλές σου έσπαγαν την μύτη.

Τα σπίτια ήταν πιο μικρά, γιατί μέχρι και το 70′ ήταν τα προσφυγικά. Σκεφτείτε σε κάθε οικοδομή, δύο περίπου μονοκατοικίες. Όταν ήμασταν πιο μικροί συχνάζαμε στην γωνία Παπάφη με Μαλακοπής, είχε ένα ψιλικατζίδικο και συχνάζαμε εκεί απ’ έξω. Και στην αλάνα λίγο πιο κάτω που τώρα είναι αυλή σχολείου παίζαμε ποδόσφαιρο. Ορισμένοι κάναμε και ιππασία, γιατί έδεναν τα άλογα εκεί. Πηγαίναμε και τα καβαλούσαμε παράνομα. Εκείνη την εποχή, επίσης υπήρχε ο κρητικός στην Επταλόφου, ο Μπαρμπίδης, γεύσεις παρθένες. Το μεγαλύτερο διάστημα που έλειψα από την Τούμπα, ήταν ένας μήνας, όταν επέστρεψα είδα το σπίτι μου και σκέφτηκα “σε ανάκτορο μένω”. Όλες τις οικοδομές να μου τις έκαναν δώρο στην μονοκατοικία μου θα έμενα, έτσι έχω μάθει. Το σπίτι πέρασε μία φορά από ανακατασκευή και αναδιαρρύθμιση και ήρθε σε αυτή την μορφή. Εδώ μεγαλώσαμε 3 γενιές.” 

H κ. Αθηνά Βασιλειάδου έχει το “Express” το πρώτο original μπεργκεράδικο στην Θεσσαλονίκη στην οδό Μαλακοπής: “To μαγαζί άνοιξε εδώ το 1926, από τον παππού μου. Τότε ήταν προσφυγικός συνοικισμός. Το σπίτι μας ήταν ακριβώς στο μαγαζί. Η αυλή του μαγαζιού είχε την ψησταριά και μερικά τραπέζια. Ήταν το παλιό το στιλ “καφενείου” με μεζέδες και ψάρια. Στην γειτονιά τότε είχε αποθήκες και παράγκες. Η Κλεάνθους ήταν ένα βουνό δεν ήταν δρόμος, εκεί υπήρχαν αρκετές παράγκες. Στο γήπεδο της Μ.Ε.Ν.Τ. ήταν μία μονοκατοικία Ευβραίων, στην γειτονιά υπήρχαν μόνο σπίτια με αυλές, το μοναδικό μαγαζί ήταν το δικό μας, απέναντι στην γωνία ήταν ένα περίπτερο ξύλινο και η βρύση, πηγαίναμε κι εμείς και πλέναμε τα λαχανικά μας και τα ψάρια, περιμέναμε στην ουρά, ήμουν πολύ μικρή, αλλά θυμάμαι όλες τις γυναίκες να έχουν τις στάμνες τους στο χέρι. Στην αυλή του μαγαζιού είχε δύο δέντρα, κόσμος πολλής.

Το 1959, ανέλαβε ο πατέρας μου αφού πέθανε ο παππούς, το 1969 το μαγαζί μας έγινε οικοδομή, ήταν η πρώτη. Μετά ξανά ανοίξαμε. Από τον μπαμπά μου πέρασε σε μας. Θυμάμαι ένα ζευγάρι γύφτων, που έπαιζε μουσική στο μαγαζί, ο ένας είχε μπαλαλαϊκα ο άλλος μπουζούκι. Όλοι στις πίσω αυλές είχαν κοτέτσι, υπήρχαν παντού φρούτα, ο ένας έδινε στον άλλον, δεν πηγαίνανε στον μανάβη. Το πρωί οι γυναίκες, σκουπίζανε, για να πίνουν το καφεδάκι τους, η κάθεμία έπαιρνε την καρέκλα της και πήγαινε στην αυλή που ήταν οι άλλες, κεντούσαν όλες μαζί και οι άντρες, ήταν εργάτες, οι περισσότεροι δούλευαν στην ΥΦΑΝΕΤ. Είχαμε, το ταπιτουργία στον Άγιο Θεράποντα, την Μέλισσα, τον Χριστοδούλου. Εμείς τα παιδιά παίζαμε στους χωματόδρομους. Καμία σχέση με τώρα. Η Τούμπα είναι το σπίτι μου.”

Πηγές: mixanitouxronou/ Βλάχου Δ. Ευθυμία “Ταξίδι στον χρόνο, στην ιστορία της Τούμπας της προϊστορίας και της προσφυγιάς”

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα