Αν έχεις πάει στου Τζότζου ξέρεις τι θα πει ζωή
Ο Τζότζος δεν είναι απλά μια ταβέρνα για όσους τον έζησαν, είναι μια εμπειρία.
Αρχείο εικόνων: Στέλιος Βλάχος
Για πολλές δεκαετίες οι ταβέρνες της Άνω Πόλης και των κάστρων υπήρξαν μυθικές. Η Δόμνα, το Μακεδονικό, ο Τζότζος το παλιό Καπηλιό του Πλασταρά.
Ο Τζότζος δεν είναι απλά μια ταβέρνα για όσους τον έζησαν, είναι μια εμπειρία σκαρφαλωμένη σε ένα γκρέμνι στη περιοχή που χαρακτηρίζεται ως Τσαούς Μοναστίρ, ή κατά κόσμον Μονή Βλατάδων, στη μέσα πλευρά των Κάστρων στην Άνω Πόλη. Βγαίνοντας σε χτυπούσε πάντα ένα καθαρό αεράκι που έδιωχνε την κάπνα, φερμένο λες από τον Όλυμπο που έκλεβε το βλέμμα απρόσκοπτα απέναντι.
Ο “Τζότζος” στην Ανω Πόλη δημιούργημα του θρυλικού αριστερού Καφετζίδη. Κάτω ταβέρνα, πάνω το σπίτι του. ”Ο πατέρας μου είχε έρθει πρόσφυγας από το Σχολάρι και τη Ρεδαιστό και η μάνα μου από το Μαρμαρά.” θυμάται σήμερα ο Τζότζος Καφεντζίδης.
Οικογένεια πολυμελής από τη μεριά της μάνας, με πέντε αδέρφια και τον παππού Καρατζά, προϊστάμενο στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, ενώ πατέρας ο προκομμένος ο κυρ-Βαγγέλης που το όνομα του έγινε μέχρι και στάση λεωφορείου στην Άνω Πόλη, η περίφημη Στάση Βαγγέλη, έξω από την ταβέρνα.
Την ταβέρνα την έφτιαξε το 1936, σε ένα κτίσμα που πάνω ήταν το σπίτι και κάτω η ταβέρνα που μονοπωλούσε τη ζωή της οικογένειας. Είναι τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένεια έχει αριστερές καταβολές και δέχεται συχνά πυκνά διώξεις, κυνηγητό και επισκέψεις της αστυνομίας. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που δεν έβρισκαν τον κυρ-Βαγγέλη και άρπαζαν από το γιακά τον παππού, τον θρυλικό Παναγιώτη Καρατζά, που αργότερα έδωσε το όνομα του σε ένα μικρό δρόμο στο Βαρδάρη. Τον άρπαζαν από το γιακά και του έλεγαν που τους κρύβεις βρωμόπαππα; Άγρια χρόνια. Όμως ο παππούς Καρατζάς δεν μασούσε. Άλλωστε ήταν φίλος του θρυλικού μασίστα Κουταλιανού πίσω στις χαμένες πατρίδες στο νησάκι Κούταλη της Προποντίδας.
Οι δυο του γιοι που ανέλαβαν να συνεχίσουν, ο Τζότζος και ο Λευτέρης. Ο Τζότζος απολύθηκε από το στρατό το 1961 και άρχισε να δουλεύει στην εβραϊκή οικογένεια Μπενσουσάν, στα Άνω Λαδάδικα. Χαρακτηρισμένος αριστερός δεν ένοιωθε ποτέ ασφαλής ενώ η Ασφάλεια πρόσταζε στον Μπενσουσάν να τον απολύσει, όμως συνέχιζε τη ζωή του και σήμερα θυμάται τα θρυλικά πάρτι με τη νεολαία της ΕΔΑ στα τέλη του 50.
Η αριστερή στάμπα στην οικογένεια τους κυνηγούσε. Ήταν και η συγγένεια με έναν αδερφό της μάνας τους, πολύ σπουδαγμένο άνθρωπο, καθηγητή Πανεπιστημίου στην Τασκένδη που έβγαζε μάτι. Οι ίδιοι δεν το έκρυψαν ποτέ, άλλωστε εξορίζοντας ακόμα και τα αναψυκτικά τύπου cola ως δείγματα του καπιταλισμού από το μενού.
Το μαγαζί πέρασε στα χέρια των παιδιών στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και οι επισκέψεις της αστυνομίας πύκνωσαν. ”Τη βδομάδα 4 φορές ήμουν στα δικαστήρια” μου λέει ο Τζότζος σήμερα. ”Νάναι καλά μια δικηγόρος η κ. Όλγα Τσικόνη από το Μεσσολόγγι που αγάπησε το μέρος και έφερε σιγά σιγά και δικαστές και δικηγόρους και με γνώριζαν πια και δεν με κυνηγούσαν”
Στέκι των πιο ψαγμένων ψυχών της πόλης, αριστερών, διανοούμενων, φοιτητών που ήθελαν να μυηθούν στη μαγεία του, αλλά και διάσημων θαμώνων που ερχόταν εδώ πάντα συνοδευόμενοι από γνωστές παρέες. Ο ορισμός της έννοιας κουτούκι, χαμένος πάντα πίσω από την κάπνα που μερικές φορές σε κατάπινε ολόκληρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κάπνα και η λίγδα κολούσε στα τραπέζια αλλά κυρίως στα τζάμια της πίσω τζαμαρίας που μερικές φορές νόμιζες ότι δεν καθαρίστηκαν ποτέ. Στα τραπέζια του Τζότζου κάθισαν μυθικοί άνθρωποι. Από το Βαμβακάρη και τον Παγιουμτζή, το Λάφκα, τον Μπιθικώτση, το Θεοδωράκη, το Χατζιδάκι, το Λοϊζο, το Μητροπάνο, τον Φυσσούν, τον Κατράκη, τον Σπύρο Ευαγγελάτο και μετέπειτα το Μάλαμα, το Μητρέντζη, τον Ιεοκλή Μιχαηλίδη, τον Καμπουρέλο, τους δημιουργούς της Τουμπουρλίκας. Και μαζί εξαιρετικοί μουσικοί. Μερικά από τα καλύτερα μπουζούκια της χώρας. Αυθεντικοί ρεμπέτες. Κουτσαβάκια. Νυχτόβιοι. Φωνάρες.
”Στο σεισμό του 78 έφευγαν χαράματα από το μαγαζί και τους έδινα κουβέρτες να κοιμούνται στο θέατρο δάσους τους ηθοποιούς που έπαιζαν τότε στο θέατρο”, θυμάται.
Ο Τζότζος είναι κάθε νύχτα εκεί. Μέχρι το ξημέρωμα. Γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα. Είναι θρύλος. Τον χαιρετούν όλοι με αγάπη. Και του αναγνωρίζουν το μοναδικό ύφος και το αθυρόστομο στόμα που μιλά σε όλους, από διάσημους μέχρι τους πιο άγνωστους.
Η κομπανία του μαγαζιού έπαιζε ασταμάτητα λαϊκά και ρεμπέτικα καθώς τα γκαρσόνια σέρβιραν τα τηγανητά του εδέσματα και τις περίφημες ρετσίνες που ο ιδιοκτήτης προμηθεύονταν από την Καρδίτσα και εξού έμεινε η θρυλική ατάκα ‘’Πιάσε μια Καρδίτσα’’.
Τα γλέντια κρατάνε μέχρι το πρωί. Η γειτονιά, παρότι δεν ησυχάζει ποτέ τον αγαπά πολύ και δεν διαμαρτύρεται για το χαμό που γίνεται. Οι αστυνομικοί συνεχίζουν να έρχονται κατά καιρούς και ο Τζότζος που έχει συνηθίσει τις επισκέψεις τους λέει: Άμα θέλετε να βρείτε καμιά γυναίκα καθίστε, τίποτε άλλο δεν θα βρείτε εδώ.
Οι τσαμπουκάδες και τα σπασίματα δεν λείπουν πλάι στις πενιές. Ένα βράδυ στα τέλη του ΄90 ξεσπά ένας καβγάς από το τίποτε, ένα μπουκάλι προσγειώνεται σε ένα κεφάλι και ένας θαμώνας πέφτει νεκρός. Λυπήθηκα πολύ αλλά πήγαινε γυρεύοντας λέει σήμερα. Κάθε μέρα έσκαγαν μύτη στο μαγαζί νέα πρόσωπα. Νέα παιδιά που είχαν ακούσει το θρύλο του. Μουσικοί που ήθελαν να κοινωνήσουν το κλίμα, φοιτητές, τουρίστες, Αθηναίοι. Τα πρόσωπα τους φωτίζουν τα λευκά λαμπατέρ με τα κρόσια που από την κάπνα είχαν κιτρινίσει, στα πόδια τους βουνό τα γαρίφαλα. Η κάπνα ήταν τόσο χαρακτηριστική που οι κυρίες αέριζαν για μέρες τα ρούχα μετά.
Τα καλοκαίρια δέσποζε το μικρό μπαλκόνι με τις χρωματιστές λάμπες που συναντούσες ωραία ζευγαράκια που προτιμούσαν τη ρομαντζάδα από την καπνίλα του χειμώνα.
Κάποια στιγμή ο Τζότζος κλείνει, είχα πια κουραστεί πολύ. Ο Τζότζος μετακομίζει στη Μηχανιώνα όπου και ζει μέχρι σήμερα, έχω να κατέβω στο κέντρο δέκα χρόνια μου λέει. Δεν θέλω. Σήμερα η ερημιά του τόπου προκαλεί στεναχώρια για όσους έζησαν την ιστορία του.
Ερχόμασταν πολλές φορές του λέω, για μας ήταν μύθος το μαγαζί σου. ”Να θυμάσαι αγορίνα μου” μου λέει ”ότι η ζωή θέλει καλοπέραση. Να το λέτε και στους νέους, που δεν το έχουν καταλάβει”.
Ο Τζότζος Καφετζίδης δεν είναι πια μαζί μας. Έφυγε σήμερα 21 Νοεμβρίου 2017.
Ο Θωμάς Κοροβίνης αποχαιρετώντας τον έγραψε επιστρέφοντας από την κηδεία:
Μόλις επέστρεψα απ’ την κηδεία του πολυαγαπημένου μου Γιώργου Καφετζίδη, που έγινε στο χωριό μου, τη Νέα Μηχανιώνα, όπου κατοικούσε εδώ και χρόνια.
Ο Τζότζος, ατόφιο παιδί της προσφυγιάς, της Αριστεράς, του λαικού τραγουδιού, της γλυκιάς αλητείας, του έρωτα και της αυθεντικής ζωής, και λατρεμένο παλικάρι της Άνω Πόλης, θρυλικός ταβερνιάρης του καπηλειού που δέσποζε μαζί με την “Δόμνα” στην ιεραρχία των λαικών ταβερνείων που μας ανάθρέψανε στα βακχικά συμπόσια και τραγουδιάρικα νυχτέρια της ερωτιάρας και πολιτικοποιημένης νιότης μας, έμοιαζε να κοιμάται, ωραίος και γαλήνιος, όπως τον γνώρισα στα στα ντουζένια του.
Γεννημένος την πρώτη χρονιά της Κατοχής, έφυγε μεσοστρατίς στα 77 του, προδωμένος απ’ την καρδιά του. Ένας υπέροχος δερβίσης μιας κερωμένης με εφτασφράγιστο βουλοκέρι εποχής της Θεσσαλονίκης. Καλύτερα έτσι. Τους άντρες που έζησαν με ψυχή δεν τους πρέπουν διασωληνωμένες και ανώφελες παρατάσεις.
Νιώθω απέραντα ευτυχής που έζησα στα γεμάτα -μαζί με πολλούς άλλους, φίλους και συνοδοιπόρους, ερωμένες και εραστές, τα νιάτα μου σαν παραμύθι (από κει αντλώ ακόμη θέματα της προσωπικής μου μυθολογίας, πέρα απ’ αυτά που ανέδειξα σε αφηγήματά μου, όπως το “Κανάλ Ντ’ Αμούρ”, το μυθιστόρημα -χρονογραφία “Όμορφη νύχτα” κ. α.).
Εύχομαι από καρδιάς οι νέες σοδειές που φιλοξενεί η πόλη μας να έχουν να αφηγηθούν έπειτα από τριάντα χρόνια -έστω και μέσα απ’ τους πολλαπλασιασμένους καθρέφτες του απέραντου Θερμαικού καφενείου- τέτοιους δυνατούς και αισθαντικούς θρύλους.