Βασιλικό: Η ιστορία ενός πολύπαθου θεάτρου
Μια ιστορία που πρέπει να γνωρίζεις.
Λέξεις: Δημήτρης Σαλπιστής
Μιλώντας για την θεατρική ζωή στη Θεσσαλονίκη, από την δεκαετία του 1930 ήδη, πρέπει να την διακρίνουμε σε «εισερχόμενη» και στο σύνολο των τοπικών θεατρικών δυνάμεων.
Έχει μεγάλη σημασία αυτό γιατί μεταξύ των δύο θεατρικών δραστηριοτήτων υπάρχει ένα χάος, το οποίο παρέμεινε για πολλές δεκαετίες.
Η «εισερχόμενη» θεατρική δραστηριότητα είναι κυρίως αυτή από την Αθήνα με πρωταγωνιστή το Βασιλικό-Εθνικό θέατρο, την Λυρική Σκηνή και το θέατρο των Αθηναϊκών θιάσων των κορυφαίων θεατρανθρώπων, των «ιερών τεράτων» του θεάτρου
Και από την δεκαετία του 1960 και μετά, οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες που φέρνουν στην πόλη οι «ατζέντηδες» ( μουσική, χορός θέατρο) αυτή η νέα επαγγελματική τάξη που προκύπτει για πολλούς λόγους κυρίως δε γιατί υπάρχει μεγάλη ζήτηση στις κοινωνικές ομάδες που έχουν καλυτερέψει την ζωή τους και αναζητούν νέες ευκαιρίες ψυχαγωγίας ,αρχικά Βαλκανικές παραγωγές και στην συνέχεια Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές.
Αλλά αυτό το εισερχόμενο θέατρο είναι χωρίς συνέχεια, δεν βρίσκει κατάλληλους χώρους στέγασης μεγάλων παραστάσεων, απευθύνεται συχνά στην μεγάλη κοινωνία, την ψυχαγωγία της οποίας και επιδιώκει.
Οι τοπικές δυνάμεις περιλαμβάνουν ένα ιδιαίτερα ερασιτεχνικό θέατρο, παραστάσεις μουσικού θεάτρου, επιθεωρήσεις, οπερέτες και δυναμικά λαϊκά θεάματα, βαριετέ κλπ.
Γράφει ο Λεωνίδας Ζησιάδης σχετικά στο βιβλίο του «Η Θεσσαλονίκη όσα θυμάμαι»:
«Η πόλη μας λοιπόν, απομονωμένη πολιτιστικά απ’ τον άλλο κόσμο, χωρίς αξιόλογα θέατρα, χωρίς πολιτιστική παιδεία, χωρίς μουσική, χωρίς κανονικό ραδιόφωνο μέχρι το 1938 και συνεπώς χωρίς γνώσεις και ακούσματα, ανίδεη και απληροφόρητη όδευε μακαρίως την οδό της άγνοιας κι όλοι εμείς , στερημένοι από κάθε πολιτιστικό ενδιαφέρον της Πολιτείας, οδεύαμε την οδό της αμάθειας».
Αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα, που ίσως υπερτονίζεται, ήρθε να ανατρέψει ο Κωστής Μπαστιάς επί κεφαλής του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας και της Λυρικής Σκηνής, που ιδρύθηκε τότε.
Με την ευκαιρία της παρουσίας του Εθνικού Θεάτρου στην Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1937,ο Κωστής Μπαστιάς και ο Δημήτρης Ροντήρης ταξιδεύουν στην Γερμανία και την Ιταλία για να δουν από κοντά τους περιοδεύοντες θιάσους, τα «Carri di Tespi» το «Άρμα Θέσπιδος» της Ιταλίας και τα «Wanderbuhnem» της Γερμανίας.
Και στο σημείο αυτό έρχεται στο προσκήνιο το Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης, για να απαντήσει στα προβλήματα, τις ελλείψεις, την κακή οργάνωση, την μη στελέχωση από επαγγελματίες του χώρου του θεάτρου και να ανοίξει τον δρόμο για μια νέα διαδρομή και πραγματικότητα στην θεατρική ζωή της πόλης.
Για την Θεσσαλονίκη λοιπόν ένα μόνιμο ανοικτό θέατρο, το οποίο και θεμελιώνεται το 1938 και τον Ιούλιο του 1940 το Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας κάνει πρεμιέρα του έργου «Ριχάρδος Γ» του Σαίξπηρ. Θα ακολουθήσουν άλλες 12 πρεμιέρες από το ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο, καθώς και δύο έργα της Λυρικής Σκηνής.
Αλλά επέρχεται η βίαιη διακοπή με την κήρυξη του πολέμου και το νεότευκτο θέατρο ευρισκόμενο κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης βομβαρδίζεται.
Αυτονόητη συνέπεια η αναχώρηση όλου του θιάσου για την Αθήνα.
Το Εθνικό Θέατρο και η Λυρική Σκηνή θα αργήσουν να επιστρέψουν.
Στην διάρκεια όμως της Κατοχής μια νέα απόπειρα για ένα δημόσιο θέατρο στην πόλη θα υπάρξει, όταν οι Βούλγαροι που διέμεναν στην Θεσσαλονίκη καραδοκούντες για μια ευκαιρία πολιτικής διείσδυσης η οποία θα επιβεβαίωνε τους γεωστρατηγικούς στόχους της συμμάχου των Γερμανών, αφού κατάγγειλαν την αθλιότητα των ψυχαγωγικών εκδηλώσεων των Ελλήνων, ζήτησαν την έγκριση των συμμάχων τους να έρθει στην πόλη το Εθνικό Θέατρο της Βουλγαρίας και η Όπερα της Σόφιας σε μόνιμη βάση. «Τάμαθαν οι Έλληνες και ταράχτηκαν» έγραψε ο Γιώργος Βαφόπουλος που ήταν ο μόνος που είχε μια σαφή εικόνα των συν τελούμενων στην πόλη.
Επρόκειτο για το μοιραίο βήμα της Βουλγαρικής πολιτικής γιατί σήμανε συναγερμό της κοινωνίας.
Μια ισχυρή αντιπροσωπεία της πόλης κατεβαίνει στην Αθήνα και συναντιέται με τον Κατοχικό πρωθυπουργό, θέτοντας του το θέμα της παντελούς απουσίας κρατικών πολιτιστικών οργανισμών και την επείγουσα ανάγκη να συγκροτηθεί και να δημοσιευθεί η ίδρυση ενός θεάτρου κατ αρχήν.
Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο εξαγγέλθηκε η ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης, έγινε επιλογή των στελεχών, ηθοποιών σκηνοθετών, μουσικών κλπ, οι οποίοι στάλθηκαν στην Θεσσαλονίκη με επικεφαλής τον Λέοντα Κουκούλα που είχε βαθιά γνώση του Θεάτρου, αλλά και της γερμανικής γλώσσας και θεατρικής δραστηριότητας.
Ως χώρο εγκατάστασης προέκριναν το Θέατρο του Λευκού Πύργου, αλλά πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε ότι το λαμπρό εκείνο θέατρο είχε υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές από την μακρά αχρηστία του.
Έμενε το Βασιλικό Θέατρο, που οι Γερμανοί το είχαν μετατρέψει σε χειμερινό με μεγάλες αλλαγές στο κτίριο που σχεδίασε ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης ο μετέπειτα αρχιτέκτονας και πολεοδόμος
Πήραν την έγκριση των Γερμανών και στην πρώτη χειμερινή περίοδο το ΚΘΘ (Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης) και Λέων Κουκούλας ανεβάζουν για την Χειμερινή περίοδο από τις 4 Νοεμβρίου 7 έργα από το Ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο με τα οποία δίνει 226 παραστάσεις και συγκεντρώνει 101.283 θεατές!…
Με την Απελευθέρωση τα πράγματα αλλάζουν. Το ΚΘΘ αδυνατεί να εξασφαλίσει την συνέχιση της χρηματοδότησης του .
Αφού αποτυχαίνουν όλες οι ενέργειες των ανθρώπων του ΚΘΘ να λαμβάνουν στοιχειώδη κρατική επιχορήγηση και αφού με πολλές προσπάθειες εξασφαλίζουν κάποια δυνατότητα, ανεβάζουν τον «Ρήγα Βελεστινλή» και εκεί διακόπτεται η ουσιαστική λειτουργία του πρώτου δημόσιου Θεάτρου στην Θεσσαλονίκη.
Το Βασιλικό Θέατρο είναι εκεί για να υποδεχτεί και πάλι το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν τον Απρίλιο του 1945και στην συνέχεια τα θεατρικά και μουσικά σχήματα της Αθήνας.
Το βήμα προς την εξασφάλιση μια τοπικής αυτοδύναμης δημόσιας θεατρικής σκηνής, σβήνει μέσα στα προβλήματα τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των ημερών. Σταδιακά και χωρίς ουσιαστικά να γίνει καμιά δημόσια εξαγγελία το ΚΘΘ διαλύεται.
Για τις σχεδόν 3 επόμενες δεκαετίες το Βασιλικό θα λειτουργήσει πάνω στην γραμμή που η αγορά διαμόρφωσε.
Αλλά το Θέατρο ενώ χρησιμοποιείται τακτικά, ακόμη και για την εξυπηρέτηση άλλων αιτημάτων και αναγκών κοινωνικών ή και των θεατρικών και μουσικών εκδηλώσεων , δεν συντηρείται ώστε να αντιμετωπίσει τις επιρροές που ασκεί η χρήση και κυρίως η θάλασσα η οποία την εποχή εκείνη έφτανε σε απόσταση 2-3 μέτρων από το κτίριο και με τις φουρτούνες πλημύριζε το υποσκήνιο και τον χώρο φύλαξης των σκηνικών. Το κρύο τον χειμώνα που δεν αντιμετωπίζονταν καθώς οι 3-4 σόμπες πετρελαίου δεν κατάφερναν να αλλάξουν στοιχειωδώς το περιβάλλον. Οι θεατές συχνά κάθονταν με τα παλτά τους, ενώ οι ηθοποιοί υπέφεραν στα καμαρίνια από τις διαρροές των νερών της βροχής και το κρύο.
Το σύνολο των δικτύων ύδρευσης και φωτισμού έχει φθαρεί, το κτίριο δεν έχει ηχομόνωση και η αυξημένη κίνηση αυτοκινήτων στην κεντρική λεωφόρο με την οποία συνορεύει, αλλοιώνει την φυσιογνωμία του θεάτρου και την προσέλευση των θεατών.
Και έτσι ξεκινά η μακρά πορεία προς το τέλος το οποίο επέρχεται το 1972.Το θέατρο σταματά να λειτουργεί και ο κόσμος να το ξεχνάει Θα ακολουθήσει μια ολόκληρη δεκαπενταετία εγκατάλειψης ,φθοράς και λεηλασίας. Ο χώρος γύρω από το θέατρο μετατρέπεται σε δημόσιο ουρητήριο και αποθήκευσης ανακυκλωμένων υλικών, στο εσωτερικό διαμένουν άστεγοι και καταληψίες ποικίλων αναγκών.
Η κοινωνία αγανακτεί και συχνά εμφανίζονται στον τύπο διαμαρτυρίες και αιτήματα κατεδάφισης.
Η ΕΥΑΘ εκμεταλλεύεται αυτήν την κατάσταση και κατασκευάζει στην προς την θάλασσα πλευρά του θεάτρου το γνωστό Αντλιοστάσιο της, το οποίο αργότερα θα εμπλακεί στις συζητήσεις για το μέλλον του θεάτρου και τον προϋπολογισμό ανέγερσης του.
Αυτά μέχρι να φτάσει στον Δήμο Θεσσαλονίκης η επιστολή της Μελίνας με την οποία προτείνει να αναλάβει η Θεσσαλονίκη την διοργάνωση της Β. Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου στην οποία ο Δήμος απαντά άμεσα και θετικά.
Οι δύο Επιτροπές που συστήνει ο Δήμος και στις οποίες μετέχουν και στελέχη από την Αθήνα, για να διαχειριστούν την οργάνωση και λειτουργία των εκδηλώσεων, όταν θα καταφτάσουν στην Θεσσαλονίκη δεκάδες νέοι από τις χώρες της Ευρώπης και της Μεσογείου, συζητούν για τους χώρους στους οποίους θα φιλοξενηθούν οι εκατοντάδες εκδηλώσεις και λειτουργίες.
Και τότε προτείνεται και γίνεται αποδεκτό από όλους και με ενθουσιασμό από την Μελίνα, να αναβιώσει το Βασιλικό και να φιλοξενήσει εκδηλώσεις θεάτρου, χορού, μουσικής μόδας κλπ και να γίνει ο κεντρικός χώρος των εκδηλώσεων της Μπιενάλε.
Έχεις την εντύπωση ότι η Μπιενάλε, ως η καλή νεράιδα ακούμπησε με το μαγικό ραβδάκι της και το φθαρμένο και εγκαταλειμμένο θέατρο ζωντάνεψε και έλαμψε σε όλη την διάρκεια των εκδηλώσεων, όταν χιλιάδες νέοι κυρίως, προσέρχονταν για να παρακολουθήσουν τα καλλιτεχνικά γεγονότα στο εσωτερικό.
Με το τέλος των εκδηλώσεων το Βασιλικό Θέατρο αδειάζει, αλλά κανένας δεν διανοείται ότι μπορεί να συνεχιστεί η εγκατάλειψη του και η απουσία του από την καλλιτεχνική και πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης.
Το «φαινόμενο Βασιλικό» όπως αποκλήθηκε λειτούργησε καταλυτικά και ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Μίνος Βολονάκης προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο να επανέλθει το Θέατρο στο Βασιλικό και να στεγάσει εκεί την δεύτερη Σκηνή του.
Αυτή η φάση της λειτουργίας του Βασιλικού Θεάτρου θα διαρκέσει μια δεκαετία και τον Ιανουάριο του 1996. θα πέσει οριστικά η αυλαία.
Η Θεσσαλονίκη ανέλαβε την διοργάνωση του θεσμού των Ευρωπαϊκών Πολιτιστικών Πρωτευουσών για το 1997 και στο πλαίσιο του Προγράμματος έργων Πολιτιστικής υποδομής, θα ξεκινήσει το έργο της ανέγερσης ενός νέου σύγχρονου Βασιλικού.
Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το νέο Βασιλικό Θέατρο είναι εκεί, στην θέση που στην οποία είχε αρχικά ανεγερθεί ως θερινό ανοικτό θέατρο.
Υ.Γ. Το βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα με τον τίτλο «Το Χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης» (εκδόσεις Μπαρμπουνάκης), έχει ως σκοπό να λειτουργήσει ως μια πολιτιστική παρακαταθήκη για την πόλη γιατί έχει συσσωρευτεί στις σελίδες του μια μεγάλη πρωτογενής έρευνα που θα επιτρέπει στον ερευνητή, ή και στον απλό αναγνώστη, να «γνωρίσει» το Θέατρο αυτό και την εποχή μέσα στην οποία λειτούργησε. Και κυρίως την επιρροή που άσκησε στην θεατρική ευαισθητοποίηση του κοινού, προσφέροντας απλόχερα τον θεατρικό του χώρο στους καλλιτέχνες που υπηρέτησαν το θέατρο και την μουσική σε μια μακρά περίοδο 65 περίπου χρόνων.
Το κτίριο θα παραδοθεί στον εργολάβο που ανέλαβε την ανέγερση ενός νέου σύγχρονου θεάτρου ,που θα λειτουργεί ως έδρα και ιδιοκτησία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
*Ο Δημήτρης Σαλπιστής έχει διατελέσει αντιδήμαρχος Πολιτισμού, αντιπρόεδρος του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και Πρόεδρος της Αγιορείτικης Εστίας.